Πέθανε σε ηλικία 84 ετών, ύστερα από μακροχρόνια πάλη με τον καρκίνο, ο Μάρκος Μέσκος, ένας από τους σημαντικότερους εκπροσώπους της μεταπολεμικής ποίησης.
Ο Μ. Μέσκος γεννήθηκε στην Έδεσσα το 1935, όπου και έκανε τις γυμνασιακές του σπουδές. Αποφοίτησε από το Αθηναϊκό Τεχνολογικό Ινστιτούτο της Σχολής Δοξιάδη Αθηνών το 1968. Εργάστηκε ως γραφίστας σε αρκετά διαφημιστικά γραφεία, όπως και ως επιμελητής εκδόσεων. Συνεργάστηκε με ποιήματα, μελέτες και πεζογραφήματα σε πολλά περιοδικά. Ποιήματά του μεταφράστηκαν σε αρκετές ευρωπαϊκές χώρες. Από το 1981 ήταν εγκατεστημένος στη Θεσσαλονίκη. Τιμήθηκε με το βραβείο ποίησης του περιοδικού «Διαβάζω» το 1995, για την ποιητική του συλλογή «Χαιρετισμοί», και με το βραβείο του Ιδρύματος Κώστα και Ελένης Ουράνη της Ακαδημίας Αθηνών το 2006, για το σύνολο του ποιητικού του έργου. Δημοσίευσε μεταξύ άλλων τα ποιητικά βιβλία «Πριν από τον θάνατο» (1958), «Μαυροβούνι» (1963), «Τα ανώνυμα» (1971), «Άλογα στον ιππόδρομο» (1973), «Ιδιωτικό νεκροταφείο» (1975), «Τα ισόβια ποιήματα» (1977), «Τα φαντάσματα της ελευθερίας» (1979), «Άνθη στο καταραμένο φίδι» (1983), «Στον ίσκιο της γης» (1986), «Χαιρετισμοί» (1995), «Ψιλόβροχο» (2000), «Ελεγείες» (2005), «Στον ενικό και πληθυντικό ψίθυρο» (2009), «Τα λύτρα» (2012), «Τα ποιήματα της σκάλας» (2013), «Στην όχθη του παραδείσου» (2016) και «Όνειρα στον Άδη» (2018).
Ο δυνατός αέρας της ελευθερίας που πνέει στους ανοιχτούς χώρους, οι μαγικές και ταυτοχρόνως μαγεμένες εικόνες του φυσικού τοπίου, αλλά και η ματωμένη, άσβεστη μνήμη της Ιστορίας: αυτό είναι το τρίπτυχο που ορίζει το ποιητικό έργο του Μ. Μέσκου. Πρωταγωνιστικό ρόλο στη μυθολογία του αναλαμβάνουν τα ανδραγαθήματα μιας παράξενης κλεφτουριάς: μιας δράκας γενναίων που είναι έτοιμη να τα βάλει με όλα τα άδικα του κόσμου, έχοντας πλήρη επίγνωση πως η βία του εχθρού μπορεί ανά πάσα στιγμή να τη διαμελίσει. Ο φυσικός περίγυρος λειτουργεί εν προκειμένω ως αβίαστη λυρική και παραμυθητική πηγή ενόσω παράλληλα σπεύδει να κλείσει στους κόλπους του το ανείπωτο ανθρώπινο δράμα. Στην πορεία του ποιητή προς την ωριμότητα, μνήμες, όνειρα και τραύματα μεταμορφώνονται σε μικρούς, αλλά πεντακάθαρους κρυστάλλους, που κρατούν το νόημά τους σε μιαν υποβλητική εκκρεμότητα, σύμφυτη με την ολοφάνερη επίταση του άγχους της ύπαρξης ή με τη γέννηση της αγωνίας του θανάτου.
Τα πολιτικά παθήματα της Ιστορίας, σε αντίκρουση με την αίσθηση της ελευθερίας που αποπνέουν οι εικόνες της φύσης μέσα στην αντάρα του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου και του Εμφυλίου, έχουν βάλει τη σφραγίδα τους στο ποιητικό έργο του Μέσκου, ο οποίος υπήρξε και σημαντικός διηγηματογράφος. Με έναν μόνο χρόνο να τα χωρίζει μεταξύ τους, τα δύο πρώτα πεζογραφικά του βιβλία κινούνται στον ίδιο ιστορικό και γεωγραφικό χώρο (το μόνιμο σκηνικό στις σελίδες τους είναι η Έδεσσα της Κατοχής και της εμφύλιας σύρραξης), αλλά αν τα κοιτάξουμε κάπως καλύτερα θα διαπιστώσουμε πως μοιάζουν με αντικριστούς καθρέφτες. Στα «Παιχνίδια στον Παράδεισο» (1978) κατισχύει το βλέμμα του παιδιού. Στην «Κομμένη γλώσσα» (1979), μολονότι ο αφηγητής είναι και πάλι κατά κανόνα παιδί, κυριαρχεί το σύμπαν των ενηλίκων. Ο τρόπος με τον οποίο θα δώσουν το παρών οι ενήλικες είναι οδυνηρός: άλλοτε θα αγωνιστούν να επιβιώσουν κάτω από τον ναζιστικό ζυγό, άλλοτε θα οργανώσουν την αντίστασή τους στον κατακτητή κι άλλοτε θα εμπλακούν στις εξοντωτικές διαμάχες του Εμφυλίου. Με ένα γενναίο άλμα στον χρόνο, ο Μέσκος θα απομακρυνθεί με τα διηγήματα του «Μουχαρέμ» (1999) από τα πάθη της Ιστορίας για να δώσει χώρο στον παραλογισμό και τη φθορά της καθημερινότητας. Αν, ωστόσο, το ιστορικό στοιχείο απουσιάζει πανηγυρικά από τα πρώτα κομμάτια του «Μουχαρέμ», δεν συμβαίνει το ίδιο και με εκείνο το οποίο του δίνει τον τίτλο του, όπου πρωταγωνιστεί ένα πρόσωπο παρμένο απευθείας από το οικογενειακό δέντρο του συγγραφέα, το οποίο διηγείται με τα μπολιασμένα με σλάβικες και τούρκικες ντοπιολαλιές ελληνικά του την προσπάθειά του να επιβιώσει στην Ελλάδα και την Αμερική πριν αλλά και μετά τους δύο παγκόσμιους πολέμους. Οι Σλαβομακεδόνες και οι εθνοτικές και πολιτικές τους περιπέτειες θα επανέλθουν στη συναγωγή «Νερό Καρκάγια» (2005). Και σε αυτό το βιβλίο, εντούτοις, ακόμα κι όταν ο αφηγητής φτάνει στη ρίζα του κακού, που δεν είναι άλλη από την εμφύλια σύγκρουση, η Ιστορία θα σταθεί μακριά από τα δεινά της μυθοπλαστικής εξιστόρησης. Αντί για τα γεγονότα της δημόσιας σκηνής θα επικρατήσει, για άλλη μια φορά, η προσωπική συντριβή, με την οπτική του Μέσκου να επανακάμπτει στην οπτική του παιδιού, που ξέρει πως όσα το προκαλούν ή το ενθουσιάζουν είναι μοναδικά και ανεπανάληπτα: εμπειρίες πρωτοφανείς και αναντικατάστατες, αταύτιστες με οτιδήποτε άλλο στον κόσμο, που θα μείνουν για πάντα χαραγμένες στον νου και την καρδιά.