Μεγάλος ο κίνδυνος ξεπλύματος χρήματος στην Ελλάδα, σύμφωνα με την πρώτη σχετική Έκθεση που δημοσιοποιεί το υπουργείο Οικονομικών.
Όσον αφορά, δε, στο μέγεθος της , εκτιμάται στο 20% του ΑΕΠ, δηλαδή τουλάχιστον 35 δισ ευρώ και στον στόχο βρίσκονται κλάδοι επαγγελμάτων όπως δικηγόροι, συμβολαιογράφοι, λογιστές και μεσίτες ακινήτων, ενώ υψηλό επίπεδο κινδύνου ΞΧ αντιμετωπίζει και ο κλάδος των παρόχων υπηρεσιών εμβασμάτων, με τον τραπεζικό κλάδο να έπεται με επίπεδο κινδύνου «Μέσο - Υψηλό».
Για παράδειγμα οι συμβολαιογράφοι, οι δικηγόροι και οι μεσίτες ακινήτων που μεσολαβούν στις αγοραπωλησίες ακινήτων, δύναται να συμμετέχουν στη φοροδιαφυγή, η οποία αποτελεί βασικό αδίκημα του ξεπλύματος χρήματος και χρησιμοποιούνται συχνά ως διαμεσολαβητές για τη νομιμοποίηση εσόδων, προερχόμενων από διαφθορά και παράνομη διακίνηση ναρκωτικών, πολλές φορές και εν αγνοία τους.
Παράλληλα, τα στοιχεία από τους φορολογικούς ελέγχους έδειξαν ότι οι πραγματικές τιμές πώλησης των ακινήτων ήταν συνήθως και για μεγάλο χρονικό διάστημα, ιδιαίτερα πριν από την οικονομική κρίση, κατά πολύ μεγαλύτερες σε σχέση με την αναγραφόμενη στο συμβόλαιο τιμή, που συνέπιπτε με την αντικειμενική αξία του ακινήτου. Κατά συνέπεια οι αγοραστές κατέβαλαν φόρο κατά πολύ μικρότερο του αναλογούντος.
Όσον αφορά στους δικηγόρους, συμβολαιογράφους και λογιστές - φοροτεχνικούς, ή απειλή γιαξέπλυμα χρήματος σχετίζεται με τη συμμετοχή τους στη δημιουργία, τη λειτουργία ή τη διαχείριση εταιρειών, δεδομένου ότι ορισμένες φορές επιχειρείται νομιμοποίηση εσόδων από τα βασικά εγκλήματα (π.χ. διακίνηση ναρκωτικών) μέσω νέων ή υφιστάμενων επιχειρήσεων.
Επίσης, είναι σημαντικό ότι κατά τα έτη 2014-2016, έχει παρατηρηθεί αύξηση των επενδύσεων στην αγορά ακινήτων από αλλοδαπούς υπηκόους και εταιρίες, μέρος των οποίων ενδεχομένως αποτελούν συναλλαγές υψηλού κινδύνου.