Ηταν αργά το απόγευμα της περασμένης Κυριακής, όταν μια εργαζόμενη της εταιρείας «Φθιωτική Αναπτυξιακή», που διαχειρίζεται ευρωπαϊκά προγράμματα, άνοιξε τον υπολογιστή της. Κανονικά, με το που συνδέεται στο Ιντερνετ εμφανίζεται αυτόματα η ιστοσελίδα της εταιρείας της. Αντί, όμως, να δει το λογότυπό της, είδε την κόκκινη σημαία της Τουρκίας. Αρχικά ξαφνιάστηκε, τσέκαρε πως είχε βάλει σωστά την ηλεκτρονική διεύθυνση, προσπάθησε να συνδεθεί ξανά. Τίποτα δεν άλλαξε όμως και μέσα σε λίγα δευτερόλεπτα άρχισε να παίζει ο εθνικός ύμνος της Τουρκίας. Αμέσως ενημέρωσε τον διευθυντή της και προσπάθησε να βρει κάποιον από την τεχνική εταιρεία που είχε σχεδιάσει την ιστοσελίδα πριν από χρόνια.
«Δεν είχαμε πλέον συμβόλαιο μαζί τους, αλλά θεωρήσαμε πως το θέμα ήταν εθνικό, οπότε τους βοηθήσαμε», εξηγεί στην «Κ» ο τεχνικός που εντόπισε σχετικά γρήγορα το κενό ασφαλείας που είχαν βρει οι Τούρκοι . «Κατέβασε» την ιστοσελίδα και παράλληλα προσπάθησε να αξιολογήσει το τι είδους πρόσβαση είχαν αποκτήσει.
Την ίδια στιγμή, η ίδια ομάδα είχε επιτεθεί σε τουλάχιστον τέσσερις ακόμα ελληνικές επιχειρήσεις, ενώ μια άλλη ομάδα, η «turk hack team» που είχε και εκείνη «χτυπήσει» τις προηγούμενες ημέρες διάφορες ιστοσελίδες, ανέβαζε στο Διαδίκτυο λίστες με προσωπικά δεδομένα (κυρίως ονόματα και στοιχεία επικοινωνίας εργαζομένων κάποιων υπουργείων και σχολών).
Οι Τούρκοι χάκερ διεμήνυαν πως οι ενέργειές τους ήταν αντίποινα στην πρόσφατη παραβίαση των συνόρων από τους δύο Ελληνες στρατιώτες στον Εβρο: «Εάν η Ελλάδα δεν συμμορφωθεί και δεν σταματήσει να παραβιάζει τα σύνορά μας, τότε θα κάνουμε μια άνευ προηγουμένου κυβερνοεπίθεση» προειδοποιούσαν.
«Ψηφιακός Κολοκοτρώνης»
«Απειλές σαν και αυτές δεν είναι κάτι καινούργιο», εξηγεί ο Θεοφάνης Κασίμης, επικεφαλής μιας εταιρείας κυβερνοασφάλειας στην Αθήνα. «Ολα αυτά εντάσσονται στο πλαίσιο της γνωστής κόντρας Ελλήνων και Τούρκων χάκερ ειδικά σε περιόδους διπλωματικής έντασης», προσθέτει. Ο ίδιος το γνωρίζει καλά, γιατί για χρόνια δρούσε όπως λέει στην «άλλη όχθη» ως χάκερ. Οταν στα δεκατρία του έκανε τα πρώτα του βήματα στον κυβερνοχώρο παρακολουθούσε με θαυμασμό τη δουλειά ενός διάσημου τότε χάκερ που χτυπούσε κυβερνητικές σελίδες των Σκοπίων.
Αργότερα, σε περιόδους έντασης με την Τουρκία θυμάται καλά τις επιθέσεις και από τις δύο πλευρές. «Δεν ήταν πως οργανωνόμασταν και αποφασίζαμε ποιος θα χτυπήσει τι, απλά κάποιος ένιωθε “Ψηφιακός Κολοκοτρώνης” και έπραττε ανάλογα. Το ίδιο συμβαίνει και τώρα», εξηγεί.
Κυβερνοεπιθέσεις σαν και αυτές είναι συχνά τα τελευταία χρόνια αντικείμενο μελέτης ενός τμήματος κυβερνοασφάλειας μιας μεγάλης επενδυτικής τράπεζας του εξωτερικού. Στέλεχός της δέχθηκε να μιλήσει στην «Κ», χωρίς να δημοσιευθεί το όνομά του, για κάποιες από τις αναλύσεις που έχει κάνει: «Αυτές οι επιθέσεις γίνονται από απλούς πολίτες, νεαρούς σε ηλικία με ιδιαίτερη έφεση στους υπολογιστές και στον προγραμματισμό», εξηγεί. «Σχεδόν πάντα, εκφράζουν το πατριωτικό, εθνικιστικό τους αίσθημα. Είναι δηλαδή ένα είδος εκτόνωσης και ως εκ τούτου συνήθως δεν αξιολογούνται ως επικίνδυνες».
Ομως, οι ελληνοτουρκικές κυβερνοδιαμάχες (αλλά και αυτές άλλων κρατών που βρίσκονται σε ένταση) παρακολουθούνται από τον ίδιο και την ομάδα του για μία σειρά από λόγους: «Ενώ θεωρητικά οι χάκερ αυτοί είναι ανεξάρτητοι, μπορούν κάποια στιγμή να χρησιμοποιηθούν από τα κράτη τους, κάτι που έχει γίνει κατά κόρον στην Ρωσία». Ως παράδειγμα δίνει την κυβερνοεπίθεση στην πρεσβεία του Κατάρ στην Κύπρο πριν από περίπου ενάμιση χρόνο. Από την έρευνα που έγινε, προέκυψε πως οι χάκερ μπορεί φαινομενικά να ήταν μια ανεξάρτητη ρωσική ομάδα αλλά το πιθανότερο είχαν στήριξη και οδηγίες από το κράτος –στόχος τους δεν ήταν η πρεσβεία αλλά το υπουργείο Εξωτερικών της Κύπρου, στο οποίο τελικά επιτέθηκαν μέσω της πρεσβείας– θέλοντας να αποκτήσουν πρόσβαση στις συμφωνίες που είχαν γίνει εκείνες τις ημέρες για τη διεξαγωγή ερευνών στην κυπριακή ΑΟΖ.
«Τέτοιου είδους επιθέσεις, κυβερνοκατασκοπείας και συλλογής πληροφοριών είναι πάντα πιο έντονες σε περιόδους κρίσεων, διπλωματικών ή οικονομικών, και ως εκ τούτου σε χώρες όπως η Ελλάδα απαιτείται κατάλληλη προετοιμασία σε επίπεδο κράτους», εξηγεί.
Οι «κυβερνοπολεμιστές»
Αυτό είναι κάτι που ο αρχιπλοίαρχος (ε.α.) Διονύσης Αντωνόπουλος γνώριζε και είχε αρχίσει να συζητάει με συναδέλφους του στο Πολεμικό Ναυτικό ήδη από το 1997. «Τότε, όμως, η κυβερνοάμυνα αντιμετωπιζόταν ως κάτι εξωτικό», εξηγεί στην «Κ». «Κάποια κράτη είχαν τότε αρχίσει να ασχολούνται, αλλά ακόμα αυτό γινόταν πίσω από κλειστές πόρτες».
Τελικά, το 2000 κατάφεραν να στήσουν μια μικρή ομάδα κυβερνοάμυνας. Στόχος τους ήταν να θωρακίζουν από επιθέσεις τις Ενοπλες Δυνάμεις και το υπουργείο Εθνικής Αμυνας. Ο ίδιος αποστρατεύθηκε 10 χρόνια αργότερα, αλλά είχε τη χαρά να δει την ομάδα εκείνη να μεγαλώνει (πλέον έχει ενταχθεί στο ΓΕΕΘΑ) και να αριστεύει σε δύσκολες αποστολές (το 2009 σε άσκηση του ΝΑΤΟ, όπου προσομοιώνονταν κυβερνοεπιθέσεις, η ομάδα εκπροσωπώντας την Ελλάδα βγήκε πρώτη). Οπως λέει, η Διεύθυνση Κυβερνοάμυνας έχει πλέον εξελιχθεί σε μια πραγματικά ισχυρή πολεμική μονάδα: «Είναι επίλεκτη σαν τους βατραχανθρώπους, απλά χρησιμοποιεί άλλου είδους εργαλεία», εξηγεί.
Και τα «αθώα» χτυπήματα θέλουν προσοχή
Ο αρχιπλοίαρχος (ε.α.) Διονύσης Αντωνόπουλος συνεχίζει να παρακολουθεί τις εξελίξεις στον κυβερνοχώρο και έχοντας μελετήσει παραδείγματα όπως αυτά του κυβερνοπολέμου που δέχθηκε η Εσθονία το 2007, γνωρίζει πλέον πολύ καλά τους ρεαλιστικούς κινδύνους: «Είναι σίγουρο πως εάν ποτέ η Ελλάδα εμπλακεί σε μια ένοπλη διένεξη θα έχουν προηγηθεί κυβερνοεπιθέσεις με σκοπό την αποδυνάμωση του συντονισμού κατά την προετοιμασία και διενέργεια των επιχειρήσεων». Ως εκ τούτου, θεωρεί πως εξίσου μεγάλη προσοχή πρέπει να δίνεται σε όλα τα χτυπήματα ανεξάρτητα από το πόσο «αθώα» μπορεί να φαίνονται. Αντίστοιχα, ξέρει καλά πως σε περιόδους έντασης μπορεί εύκολα να δημιουργηθεί ένα επεισόδιο εξαιτίας κάποιου παρορμητικού χάκερ: «Αυτό που φοβάμαι δεν είναι τόσο η σοβαρότητα μιας κυβερνοεπίθεσης αλλά το πώς μπορεί να την εκμεταλλευθεί η άλλη πλευρά επικοινωνιακά και κάτι σχετικά “αθώο” να εξελιχθεί ξαφνικά σε μείζον θέμα», εξηγεί.
Πηγή: Καθημερινή