Έκτακτο υπουργικό συμβούλιο πραγματοποιείται σήμερα στην Ισπανία προκειμένου να εξεταστεί η απάντηση που θα δοθεί στην υπογραφή από τους αυτονομιστές ηγέτες της Καταλονίας της κήρυξης της ανεξαρτησίας της επαρχίας αυτής, η εφαρμογή της οποίας όμως «ανεστάλη» εν αναμονή ενός διαλόγου με τη Μαδρίτη.
Το υπουργικό συμβούλιο υπό τον πρωθυπουργό συγκαλείται στις 09:00 τοπική ώρα (10:00 ώρα Ελλάδας) και θα αποφασίσει ποια μέτρα θα λάβει μετά τη χθεσινή κίνηση του προέδρου της Καταλονίας Κάρλες Πουτζντεμόν.
Αντιμέτωπος με πιέσεις από όλες τις πλευρές, περιλαμβανομένης της ΕΕ, ο Πουτζντεμόν υποσχέθηκε να μετατρέψει την Καταλονία σε «δημοκρατία», προτείνοντας παράλληλα να αναβληθεί η κήρυξη της ανεξαρτησίας της επαρχίας προκειμένου να διεξαχθεί διάλογος με τη Μαδρίτη.
Εκτίμησε ότι η Καταλονία ζει «μια ιστορική στιγμή», βασιζόμενος στη νίκη του «ναι» στην ανεξαρτησία της επαρχίας με το 90,19% των ψήφων στο δημοψήφισμα που διεξήχθη την 1η Οκτωβρίου.
Το δημοψήφισμα αυτό, που είχε απαγορευθεί και κηρυχθεί αντισυνταγματικό από τη Μαδρίτη, βύθισε την Ισπανία στην πιο σοβαρή της κρίση μετά την αποκατάσταση της δημοκρατίας το 1977, διχάζοντας βαθιά και τους κατοίκους αυτής της πλούσιας επαρχίας όπου ζει το 16% των Ισπανών.
Βάσει του αποτελέσματος ο Πουτζντεμόν εκτίμησε ότι η Καταλονία θα πρέπει πλέον «να γίνει ανεξάρτητο κράτος με τη μορφή δημοκρατίας».
Το χειροκρότημα ήταν έντονο από τους υποστηρικτές του, ενώ ενθουσιασμός επικράτησε και μεταξύ των υπέρμαχων της ανεξαρτησίας της επαρχίας οι οποίοι είχαν συγκεντρωθεί έξω από το καταλανικό κοινοβούλιο για να παρακολουθήσουν την ομιλία του σε γιγαντοοθόνες.
Ωστόσο λίγα λεπτά αργότερα ο Πουτζντεμόν πρότεινε στο κοινοβούλιο να αναστείλει «την εφαρμογή της κήρυξης της ανεξαρτησίας (…) προκειμένου να ξεκινήσει διάλογος, χωρίς τον οποίο είναι αδύνατο να καταλήξουμε σε μια λύση έπειτα από διαπραγμάτευση».
Μια ψυχρολουσία ανέμενε όσους ήλπιζαν σε έναν κατευνασμό των πνευμάτων: η ανακοίνωση της υπογραφής, εκτός του ημικυκλίου, μιας «κήρυξης της ανεξαρτησίας» από όλους τους βουλευτές των αυτονομιστών, που έχουν την πλειοψηφία στο κοινοβούλιο.
«Ιδρύουμε την Καταλανική Δημοκρατία ως ανεξάρτητο και κυρίαρχο κράτος», ανέφερε το έγγραφο αυτό.
«Όμως ο πρόεδρος ανέστειλε την εφαρμογή του, καλώντας σε διάλογο», σχολίασε ένας εκπρόσωπος της καταλανικής κυβέρνησης στο AFP.
«Πρόκειται για την ομιλία κάποιου που δεν γνωρίζει ούτε πού βρίσκεται, ούτε πού πάει, ούτε πού θέλει να πάει», κατήγγειλε η αντιπρόεδρος της ισπανικής κυβέρνησης Σοράγια Σάενθ ντε Σανταμαρία προτού ανακοινώσει την έκτακτη σύγκληση του υπουργικού συμβουλίου. Ο Ραχόι αναμένεται επίσης να μιλήσει και στο ισπανικό κοινοβούλιο.
Στη σημερινό της φύλλο η μεγαλύτερη σε κυκλοφορία εφημερίδα της Ισπανίας El Pais κάνει λόγο για «παγίδα», εκτιμώντας ότι ο Πουτζντεμόν δεν επιθυμεί να διαπραγματευτεί τίποτα άλλο εκτός από την ανεξαρτησία και προέβλεψε ότι στο μεσοδιάστημα «θα αποσταθεροποιηθεί οικονομικά και πολιτικά» η Ισπανία.
Πρόκειται για μια «φάρσα», είναι ο τίτλος της συντηρητικής εφημερίδας El Mundo, ενώ η καταλανική La Vanguardia προτάσσει την προσπάθεια «να αποκλιμακωθεί η ένταση».
Η δήμαρχος της Βαρκελόνης Άντα Κολάου χαιρέτισε με ανάρτησή της στο Twitter την ευκαιρία «για διάλογο και μεσολάβηση», εκτιμώντας ότι «πλέον η μπάλα είναι στο γήπεδο του Ραχόι».
«Προσπαθούμε να αποκωδικοποιήσουμε» την κατάσταση, παραδέχθηκε από την πλευρά του ο Πάμπλο Σιμόν, ένας καθηγητής πολιτικών επιστημών. Όμως μια λύση έπειτα από διαπραγμάτευση αναμένεται να είναι δύσκολο να εξευρεθεί.
Ο Ραχόι έχει αφήσει να εννοηθεί ότι σε περίπτωση κήρυξης της ανεξαρτησίας της Καταλονίας, ακόμη και στην περίπτωση που αυτή δεν έχει άμεση ισχύ, ενδέχεται να αναστείλει την αυτονομία της επαρχίας, ένα μέτρο που δεν έχει ληφθεί ποτέ μετά το 1934.
Η ισπανική κυβέρνηση διαθέτει και άλλα όπλα στη φαρέτρα της.
Έχει ήδη αναλάβει τον έλεγχο των οικονομικών της Καταλονίας. Μπορεί επίσης να επιβάλει κατάσταση έκτακτης ανάγκης, κάτι που θα επιτρέψει στον Ραχόι να κυβερνά με νομοθετικά διατάγματα.
Εξάλλου δεν αποκλείεται η σύλληψη του Πουτζντεμόν και του περιβάλλοντός του στο πλαίσιο μιας δικαστικής έρευνας, η οποία έχει ήδη ξεκινήσει για στασιασμό.
Το 'σλοβενικό' μοντέλο ανεξαρτησίας αποτελεί πυξίδα και για τους Καταλανούς αυτονομιστές;
Η χθεσινή ανακήρυξη, με σιβυλλικό τρόπο, της ανεξαρτησίας της Καταλωνίας από τον πρόεδρο της περιοχής Κάρλες Πουτζντεμόν έχει γεννήσει πολλές αμφιβολίες για τον χαρακτήρα και την τύχη της. Ωστόσο, πολλοί από τους αυτονομιστικούς κύκλους επιμένουν πως με την τακτική του αυτή ο Καταλανός πρόεδρος υπαινίσσεται και δείχνει ότι προτίθεται να ακολουθήσει την λεγόμενη «σλοβενική» οδό προς την ανεξαρτησία, σε αναφορά του μοντέλου που είχε ακολουθήσει πριν 25 χρόνια η βαλκανική τούτη χώρα –που σήμερα έχει ενταχθεί στην ΕΕ—μολονότι το πλαίσιο είναι πολύ διαφορετικό, καθώς τότε στην ατμόσφαιρα αιωρείτο η οσμή του εμφυλίου πολέμου στη Γιουγκοσλαβία.
Δεν είναι βέβαια η πρώτη φορά που γίνεται ένας παραλληλισμός ανάμεσα στη διαδικασία ανεξαρτησίας στην Καταλονία με την τακτική που ακολούθησε η Σλοβενία. Δεν είναι ούτε καν μυστικό ότι πολλοί Καταλανοί αυτονομιστές βλέπουν στη Σλοβενία μία αντιστοιχία ένας προς ένα με τον δικό τους σκοπό, ενώ κοινό μυστικό είναι πως κάποιοι από τους πρωταγωνιστές της σλοβενικής ανεξαρτησίας έχουν στηρίξει την καταλανική ανεξαρτησία (μάλιστα ο εκπρόσωπος των διεθνών παρατηρητών στο παρόν δημοψήφισμα, την 1η Οκτωβρίου, ήταν ο πρώην ΥΠΕΞ της Σλοβενίας Ντιμίτρι Ρούπελ). Δεν είναι λίγοι που θεωρούν επίσης πως η καταλανική κυβερνητική συμμαχία του «Μαζί για το Ναι»(Junts pel Si, που συστεγάζει το συντηρητικό PDeCat με το κεντροαριστερό ERC και συσπειρώνει και μία σειρά από άλλες κοινωνικές οργανώσεις της χώρας) έλκει την επιρροή της από την συμμαχία πολιτικών κομμάτων και κοινωνικών ομάδων Demos, η οποία πρωτοστάτησε στις αρχές του ’90 στις διαδικασίες στη Σλοβενία, κέρδισε στις τοπικές εκλογές και ανακήρυξε την ανεξαρτησία της.
Σε τι όμως συνίσταται η σλοβενική οδός προς την ανεξαρτησία; Ήταν ακριβώς η Demos εκείνη που οργάνωσε το δημοψήφισμα για την ανεξαρτησία μετά την επικράτησή της στις εκλογές, που κέρδισε με το συντριπτικό 95% και με συμμετοχή 93% των ψηφοφόρων. Το δημοψήφισμα, που δεν αναγνώρισε το Βελιγράδι, είχε διοργανωθεί τον Δεκέμβριο του 1990. Η σλοβενική κυβερνώσα συμμαχία είχε επιλέξει τότε να μην εφαρμόσει άμεσα το αποτέλεσμα, αλλά να αναστείλει την ισχύ του έως ότου δημιουργηθούν πιο ευμενείς συνθήκες και πάντοτε εμφορούμενη από την ιδέα ότι θα προσέλθει σε διάλογο μαζί της το Βελιγράδι—κάτι που ουδέποτε έγινε.
Έπρεπε να περάσει ένα εξάμηνο έως ότου οι σλοβενικές αρχές αποφάσισαν εν τέλει να κάνουν το τελικό κι αποφασιστικό βήμα, καθώς βέβαια είχαν μεταβληθεί ευνοϊκά και οι τότε συγκυρίες. Μολονότι αρχικά σύγκορμη η διεθνής κοινότητα είχε αρνηθεί να αναγνωρίσει τη Σλοβενία ως ανεξάρτητο κράτος και δεδομένου ότι μέχρι τότε είχε κλιμακωθεί η ένταση και οι στρατιωτικές κινήσεις του Βελιγραδίου εναντίον της, η Λουμπλιάνα εν τέλει εξασφάλισε τα αναγκαία διεθνή ερείσματα για να ανακηρύξει την ανεξαρτησία της. Βέβαια, εδώ θα πρέπει να σημειώσουμε πως στο διεθνές πλαίσιο, μετά την πτώση του Βερολίνου, είχε ωριμάσει η ιδέα της διάσπασης κάποιων από τα κράτη του πρώην σοσιαλιστικού μπλοκ. Μάλιστα, η Γερμανία ήταν ένας από τους βασικούς διεθνείς παράγοντες που στήριξαν ένθερμα την απόσπαση των Σλοβένων και των Κροατών από τη Γιουγκοσλαβία.
Κατ’ αυτόν τον τρόπο, στις 25 Ιουνίου 1991, η Σλοβενία ανακήρυξε τελικώς την ανεξαρτησία της και μάλιστα το έπραξε απροειδοποίητα για να παραπλανήσει και να προλάβει την αντίδραση του Βελιγραδίου. Η ανακήρυξη μάλιστα έγινε ταυτόχρονα με εκείνην της Κροατίας και προκάλεσε την στρατιωτική επέμβαση του γιουγκοσλαβικού στρατού. Στην περίπτωση της Σλοβενίας ο πόλεμος διήρκεσε μόλις δέκα ημέρες και προκάλεσε την απώλεια πάνω από 100 ανθρώπων. Αντίθετα, ο πόλεμος εναντίον της Κροατίας ήταν ακόμη πιο σκληρός και κανείς δεν αρνείται πλέον πως η Κροατία χρησίμευσε ως σύνορο για τη Σλοβενία, διευκολύνοντας την κάπως πιο αναίμακτη κι εύκολη έξοδό της από τη Γιουγκοσλαβία.
Αλλά και πάλι, η Σλοβενία δεν έγινε αυτομάτως ανεξάρτητο κράτος τον Ιούνιο εκείνο, αλλά συνέπηξε ένα τρίμηνο μορατόριουμ για την αναγνώρισή της με τη διεθνή κοινότητα—η οποία ανησύχησε ιδιαίτερα με την στρατιωτική βία—έως ότου απομακρυνθεί ο γιουγκοσλαβικός στρατός. Εκείνος, καθώς ήταν ιδιαίτερα απασχολημένος στα μέτωπα της Κροατίας και της Βοσνίας, δεν είχε άλλη επιλογή. Μολονότι η Σλοβενία παρέμεινε σε μία μετέωρη κατάσταση για πολλούς μήνες, τον Δεκέμβριο του 1991 άρχισαν να καταφθάνουν οι πρώτες αναγνωρίσεις. Το 1992 ήλθε και η αναγνώρισή της από τις χώρες της ΕΕ, στην οποία έγινε πλήρες μέλος μετά 12 χρόνια.