Η Ευρώπη με το βλέμμα στο Βερολίνο

 
Η Ευρώπη με το βλέμμα στο Βερολίνο

Ενημερώθηκε: 24/09/17 - 12:39

Γερμανικές εκλογές: Η συμμετοχή, το ποσοστό με το οποίο θα επανεκλεγεί η Αγκελα Μέρκελ, η επιρροή της ξενοφοβικής Εναλλακτικής για τη Γερμανία (AfD) και η επίδοση των μικρότερων κομμάτων, που θα καθορίσει τις πιθανές κυβερνήσεις συνεργασίας, είναι τα στοιχεία τα οποία θα πρέπει να παρακολουθήσουν με προσοχή οι Ελληνες αλλά και οι Ευρωπαίοι πολίτες σήμερα το βράδυ στις 7, όταν θα δημοσιοποιηθούν τα πρώτα exit-polls των γερμανικών εκλογών. Γιατί μπορεί η αναμέτρηση να μοιάζει προδιαγεγραμμένη, αλλά η σύνθεση της επόμενης κυβέρνησης στο Βερολίνο, καθώς και αυτή του νέου Μπούντεσταγκ, θα έχει μεγάλη σημασία για το μέλλον της Ευρώπης και φυσικά της χώρας μας.

Πρώτη παρατήρηση: Η αποχή αναμένεται να επηρεάσει το ποσοστό του συντηρητικού συνασπισμού και της Ακροδεξιάς. Για την ακρίβεια, χαμηλή συμμετοχή και απάθεια θα συμπαρασύρουν την επίδοση των παραδοσιακών κομμάτων, ενώ αναμένεται να οδηγήσουν σε εκτόξευση του ποσοστού της AfD. Οι Σοσιαλδημοκράτες του Μάρτιν Σουλτς είναι ούτως ή άλλως καθηλωμένοι γύρω στο 20%. Αν και το ποσοστό των Χριστιανοδημοκρατών τείνει περισσότερο προς το 35% παρά προς το 40%, ίσως το μοναδικό βιώσιμο κυβερνητικό σχήμα να είναι ο μεγάλος συνασπισμός, μια επανάληψη δηλαδή του στάτους κβο στο Βερολίνο.

O παράγων SPD

Δεύτερη παρατήρηση: Το πρόβλημα είναι ότι οι Σοσιαλδημοκράτες έχουν διαμηνύσει με κάθε τρόπο ότι θέλουν να μείνουν στην αντιπολίτευση για να ανασυγκροτηθούν. Η αντιλαϊκή ατζέντα του 2010, του Σοσιαλδημοκράτη καγκελάριου Γκέρχαρντ Σρέντερ, μπορεί να εξυγίανε τη γερμανική οικονομία, τον πάλαι ποτέ μεγάλο ασθενή της Ευρώπης κατά τη δεκαετία του ’90, αλλά αποδεκάτισε το κόμμα του. Η συμμετοχή στον μεγάλο συνασπισμό υπό τη Μέρκελ κατέφερε το τελειωτικό χτύπημα στην ιστορική γερμανική σοσιαλδημοκρατία. Η στροφή της καγκελαρίου προς το Κέντρο απογύμνωσε ιδεολογικά το SPD κι επέτρεψε στην ίδια τη Μέρκελ να οικειοποιείται τις επιτυχίες της κυβέρνησης και να μεταφέρει τις ευθύνες για τις αποτυχίες της στον κυβερνητικό της εταίρο. Ο τέως πρόεδρος της Ευρωβουλής Μάρτιν Σουλτς, μετά έναν σύντομο μήνα του μέλιτος στις δημοσκοπήσεις, δεν κατάφερε να αναστήσει το κόμμα.

Τρίτη παρατήρηση: Ηδη η Γαλλία υπό τον Εμανουέλ Μακρόν φοβάται το ενδεχόμενο συγκρότησης μιας κυβέρνησης Χριστιανοδημοκρατών και Ελεύθερων Δημοκρατών (FDP), μια προοπτική που θα έχει άλλωστε δυσμενείς επιπτώσεις και στα σχέδια της ελληνικής κυβέρνησης για απομείωση του χρέους. Ενας «κιτρινόμαυρος» συνασπισμός αποτελεί τον εφιάλτη Παρισιού και Αθήνας. Αφενός γιατί το FDP έχει μετεξελιχθεί σε πολέμιο της εμβάθυνσης της ευρωπαϊκής ενοποίησης όπως την οραματίζεται ο Μακρόν, καθώς και των περαιτέρω «διευκολύνσεων» προς την Ελλάδα, αφετέρου δε γιατί το κόμμα διεκδικεί από τον Βόλφγκανγκ Σόιμπλε το υπουργείο Οικονομικών.

Τέταρτη παρατήρηση: Μια γερμανική Βουλή με περίπου 90 βουλευτές του AfD, το ένα τρίτο των οποίων θα είναι σκληροπυρηνικοί ακροδεξιοί, θα δημιουργήσει τεράστια προβλήματα στην επόμενη κυβέρνηση της Γερμανίας. Αν λάβουμε υπόψη μας ότι στο σώμα θα εκπροσωπείται και το FDP, το οποίο παρουσιάζει αρκετές συνάφειες και κοινές ευαισθησίες με το ξενοφοβικό κόμμα, μπορούμε να συμπεράνουμε ότι σε θέματα όπως η Ευρώπη, η ελληνική κρίση, το μεταναστευτικό και το Ισλάμ η ατζέντα θα διολισθήσει προς τα δεξιά, τον ευρωσκεπτικισμό και την ισλαμοφοβία. Το συντηρητικό στρατόπεδο δύσκολα θα μείνει ανεπηρέαστο.

Το «δύσκολο» σενάριο

Πέμπτη παρατήρηση: Η «Τζαμάικα» (Χριστιανοδημοκράτες, Ελεύθεροι Δημοκράτες και Πράσινοι), ένα σενάριο κάπως πιο ευχάριστο για την Αθήνα, είναι δύσκολη. Δεν έχει ξαναδοκιμαστεί παρά μόνο σε επίπεδο κρατιδίου, από την άνοιξη στο Σλέσβιχ-Χολστάιν. Οι Πράσινοι θέλουν μεν να ξαναμπούν στην κυβέρνηση, είναι πιθανό όμως να σημειώσουν το χειρότερο ποσοστό τους έως σήμερα (αυτό δείχνουν οι δημοσκοπήσεις). Η εξουσία θα μπορούσε να έχει και για αυτούς ολέθριες συνέπειες κι έτσι αναμένεται να υπάρξουν σοβαρές επιφυλάξεις κατά πόσον είναι σκόπιμη η συμμετοχή σε ένα τόσο ρηξικέλευθο σχήμα. Η αριστερή πτέρυγα των Fundis (φονταμενταλιστών), υπό τον πρώην υπουργό Περιβάλλοντος Γιούργκεν Τριτίν, δεν βλέπει με καλό μάτι τις εξουσιαστικές διαθέσεις των Realos (ρεαλιστών), υπό τον ηγέτη του κόμματος Τσεμ Οζντεμίρ, και δύσκολα θα μπορούσε να συμφιλιωθεί με την ιδέα μιας συγκυβέρνησης με τους Χριστιανοδημοκράτες. Παράλληλα, παρά την καλή προσωπική σχέση του Οζντεμίρ με τον επικεφαλής των Ελεύθερων Δημοκρατών, Κρίστιαν Λίντνερ, οι ιδεολογικές διαφορές των δύο κομμάτων στα θέματα του περιβάλλοντος και της ανάπτυξης είναι τεράστιες.

Εκτη παρατήρηση: Λογικά, οι μόνες βιώσιμες κυβερνήσεις θα είναι ο μεγάλος συνασπισμός και η «Τζαμάικα». Αν το εύρημα των δημοσκοπήσεων επιβεβαιωθεί στις κάλπες, θα ξεκινήσει ένας μαραθώνιος σκληρών διαπραγματεύσεων που θα μπορούσε να διαρκέσει από εβδομάδες μέχρι και μήνες. Ωστόσο, μια δυστοκία στη συγκρότηση συμμαχικής κυβέρνησης θα μπορούσε να επιφέρει καθυστερήσεις στην τρίτη αξιολόγηση. Ηδη οι συζητήσεις σε Βρυξέλλες και Ουάσιγκτον για το ελληνικό πρόγραμμα είναι σχεδόν παγωμένες εν αναμονή της οριστικοποίησης του νέου κυβερνητικού σχήματος στη Γερμανία και του ονόματος του νέου Γερμανού υπουργού Οικονομικών.

Το σενάριο του αδιεξόδου

Υπάρχει πάντα και το ενδεχόμενο πρόωρων εκλογών σε περίπτωση που αποτύχουν η «Τζαμάικα» ή οι προσπάθειες επανάληψης του μεγάλου συνασπισμού. Αυτό, όμως, έχει συμβεί μόλις τρεις φορές στη μεταπολεμική ιστορία της χώρας: το 1972 επί Βίλι Μπραντ, το 1982 επί Χέλμουτ Σμιτ και το 2005 με καγκελάριο τον Γκέρχαρντ Σρέντερ. Το άρθρο 68 του Συντάγματος προβλέπει πως αν ένας/μία καγκελάριος δεν λάβει ψήφο εμπιστοσύνης από τη Βουλή, τότε ο πρόεδρος της χώρας μπορεί μετά σχετική πρόταση του/της καγκελαρίου να διαλύσει το σώμα εντός 21 ημερών. Με βάση το άρθρο 39, οι εκλογές θα πρέπει να προκηρυχθούν μέσα σε 60 μέρες από τη διάλυση της Βουλής για να αναδειχθεί νέα σύνθεση της Μπούντεσταγκ. Πολιτικοί αναλυτές προειδοποιούν, ωστόσο, ότι μια τέτοια προοπτική στην παρούσα χρονική συγκυρία, θα ενίσχυε σημαντικά την Εναλλακτική για τη Γερμανία και πως τα κόμματα του κατεστημένου θα πρέπει να εξαντλήσουν όλες τις προσπάθειες και τα αποθέματα υπευθυνότητας προτού προχωρήσουν σε τέτοιου είδους ριψοκίνδυνες αποφάσεις.

Πηγή: Καθημερινή