Τζίνα Γαβαλά: Το Σάββατο που πέρασε η Σάσα Σταμάτη έκανε ένας πρωτοφανές ξέσπασμα αναφερόμενη στην καλή της φίλη και δημοσιογράφο Τζίνα Γαβαλά.
Αφορμή για την έντονη τοποθέτηση της παρουσιάστριας στάθηκε το γεγονός ότι η δημοσιογράφος στο παρελθόν οδηγήθηκε στο νοσοκομείο με νευρικό κλονισμό εξαιτίας ανθρώπου της τηλεόρασης, ο οποίος, σύμφωνα με τη Σάσα Σταμάτη, «διδάσκει» μέσω των Social Media πώς πρέπει να συμπεριφερόμαστε.
Λίγο αργότερα η Τζίνα Γαβαλά με ένα κείμενό της στην ιστοσελίδα geniusmom.gr αναφέρθηκε στο συγκεκριμένο περιστατικό.
Πιο συγκεκριμένα έγραψε:
«Όταν έγινα μαμά, δούλευα στο Mega. Είχα αορίστου χρόνου σύμβαση, ήμουν σε μια συγκεκριμένη εκπομπή, ήξεραν όλοι τι μπορώ να κάνω, τι δεν μπορώ, ένιωθα περήφανη για το μέσο στο οποίο ήμουν, το class του, το αποτέλεσμα της δουλειάς μου, τους ανθρώπους με τους οποίους συνεργαζόμουν. Όπως όλοι γνωρίζουν, την άνοιξη του 2016 οι εκπομπές του μεγαλύτερου καναλιού της χώρας έπαψαν να προβάλλονται και ακριβώς με αυτό το πολύ σημαντικό ‘τέλος’ συνέπεσε και το τέλος του γάμου μου και της 10χρονης σχέσης μου με τον μπαμπά των παιδιών μου.
Ηταν μια πολύ δύσκολη περίοδος στη ζωή μου, αφού έπρεπε να πατήσω στα πόδια μου σε κάθε επίπεδο, με δύο μωρά παιδιά που με είχαν απόλυτη ανάγκη. Αν εγώ δεν ήμουν καλά, δεν θα ήταν ούτε εκείνα. Έπρεπε λοιπόν να είμαι καλά. Επιβαλλόταν. Σε αυτό το ‘καλά’ εντασσόταν προφανώς και το οικονομικό σκέλος. Έπρεπε να βρω δουλειά, έπρεπε να έχω χρήματα. Σε μια αβεβαιότητα για το τι θα γίνει με το κανάλι, άρχισα να παίρνω κάποια τηλέφωνα, να κάνω ραντεβού, να δω τι θα κάνω. Με μεγάλη θλίψη μάθαινα εκ των υστέρων ότι κάποιοι δεν με επέλεγαν «γιατί ήμουν μαμά». Με τα ωράρια της τηλεόρασης, είναι δύσκολο να ανταπεξέλθει –λέει- μια μαμά. Δεν θα διαφωνήσω, αφού το ιδανικό για μια μαμά είναι να έχει μια δουλειά με ωράριο. Οταν όμως έχεις ανάγκη, δεν έχεις επιλογή.
Κάπως έτσι, βρήκα μια τέτοια δουλειά. Καθόλου ιδανική σε τίποτα. Μόνο κάποια μέλη από την μπροστινή ομάδα που εκτιμούσα και μια φίλη που δούλευε πίσω από τις κάμερες ήταν τα θετικά στοιχεία της θέσης μου. Ωράρια, μισθός, αρμοδιότητες και κλίμα πολύ μακριά από αυτό που θεωρείται ιδανικό. Έπρεπε όμως να δουλέψω. Μπορώ να γράψω βιβλίο για το τι συνέβη εκείνη τη σεζόν. Τόσο σε σχέση με το πώς περνούσα σαν Τζίνα, όσο και σε σχέση με το τι έβλεπαν τα μάτια μου αλλά και το επίπεδο της δουλειάς συγκριτικά με όσα είχα ζήσει 13 χρόνια στο Mega. Και ίσως το γράψω κάποια στιγμή. Αυτό όμως που θα ήθελα να μοιραστώ, με μια πολύ συγκεκριμένη αφορμή και εφόσον είμαι μια εργαζόμενη μαμά που θέλει να μεταδώσει αξίες στα παιδιά της είναι το πόσο σπουδαίο πράγμα είναι να έχεις ήθος σε αυτήν τη ζωή.
Σε όλες τις δουλειές του κόσμου υπάρχουν δυσκολίες. Στις περισσότερες υπάρχει και ανταγωνισμός. Σε πολλές αθέμιτος. Και σε όλα αυτά κυριαρχεί η λέξη ΤΡΕΛΑ. Στην τηλεόραση όμως το κεφάλαιο αυτό γράφεται με κεφαλαία, ανεξίτηλα γράμματα. Γιατί εκεί προστίθεται και ένα ακόμα στοιχείο που είναι ξεχωριστό και μοναδικό. Η προβολή. Στον βωμό της προβολής, βλέπεις σενάρια επιστημονικής φαντασίας να παίζονται μπροστά στα μάτια σου, κάθε μέρα σχεδόν. Και ποιος γράφει αυτά τα σενάρια; Οι άνθρωποι, πάντα. Στην τηλεόραση εγώ γνώρισα κάθε λογής ανθρώπους. Από αυτούς που σιχαίνεσαι να λες καλημέρα, μέχρι αυτούς που μαζί κοιτάς τους άλλους και σιχαίνεστε παρέα. Για πολλά χρόνια δεν άφηνα αυτούς τους ανθρώπους να μου χαλάσουν την αγάπη για την δημοσιογραφία και το δημιουργικό κομμάτι που την συνοδεύει. Ημουν όμως στο Mega. Και εκεί μέσα, είχα πολλά που σαν κριτήρια μετρούσαν υπέρ. Το μεγαλείο του καναλιού και των ανθρώπων του έσβηναν τα υπόλοιπα. Και τώρα που έσβησε αυτό το Μεγάλο Κανάλι, όλα φαίνονται πολύ πιο καθαρά. Η έπαρση, η δημιουργική πενία, μα πάνω από όλα το επίπεδο κάποιων ανθρώπων πήραν τη σκυτάλη και κραυγάζουν την ανεπάρκεια τους. Κάτι τέτοιο βίωσα και εγώ. Μια εμπειρία που σαν κατάληξη είχε ένα βράδυ στα επείγοντα ιδιωτικού νοσοκομείου, με τους νοσοκόμους να λένε ο ένας στον άλλον «νευρικός κλονισμός», τους γιατρούς να θέλουν να μου κάνουν εισαγωγή, αφού είχα «συμπτώματα εγκεφαλικού» και εμένα να μην μπορώ να συνέλθω, να σταματήσω να κλαίω, να κάνω εμετό και να φοβάμαι αλλά και να έχω νεύρα που κάποιος είναι σπίτι του και γελάει και περνάει κανονικά το σαββατόβραδό του, ενώ εγώ δεν είμαι ούτε με τα παιδιά μου, ούτε για το ποτό μου, ούτε στο κρεβάτι μου ήσυχη.
Εγώ είμαι σε ένα καροτσάκι να θυμάμαι κάθε μέρα των τελευταίων μηνών που ο άνθρωπος με τον οποίο τσακώθηκα σε σημείο να καταλήξω στα επείγοντα είχε κάνει μια ολόκληρη ομάδα ενήλικων ανθρώπων να μιλάει χαμηλόφωνα σαν σχολιαρόπαιδα αυτά τα δύο λεπτά που αναλογούν στο πώς πέρασαν την Κυριακή τους, αφού ο ίδιος δεν ήθελε κουβέντες ούτε σου έδινε το δικαίωμα να του πεις κάποιο αστείο ώστε να γελάσεις ένα λεπτό από τα 720 που πέρναγες κάθε μέρα δουλεύοντας. «Είναι πολύ σοβαρός» σκέφτηκα την πρώτη φορά που το παρατήρησα. Οταν όμως είδα ότι ήταν σοβαρός μόνο με την ομάδα πίσω από τις κάμερες, ενώ με το που εμφανιζόταν στο γραφείο η ομάδα μπροστά από τις κάμερες μεταλλασσόταν, γινόταν ο πιο διασκεδαστικός και φιλικός συνεργάτης, με χιούμορ και με διάθεση για χαμόγελα και για ‘καλό κλίμα’ , θυμάμαι να καταπίνω το χυμό που μόλις είχα πιει καθώς ανέβαινε επικίνδυνα στον οισοφάγο μου. Οπως κατάπια στη συνέχεια και ότι άλλο έζησα εκεί. Την κακή συμπεριφορά, το bullying, την ειρωνεία, τις προσβολές σε συναδέλφους μου, τις φιλοφρονήσεις σε ανθρώπους που ένα λεπτό πριν είχε χλευάσει, τα απανωτά τηλέφωνα για να κάνω κάτι την ώρα που ήξερε ότι ήμουν στην κηδεία του παππού μου, τις εξωπραγματικές απαιτήσεις όπως να ετοιμαστεί ένα βίντεο που χρειάζεται 1 ώρα μοντάζ σε δέκα λεπτά, και πολλά άλλα που μόνο οι άνθρωποι του χώρου θα καταλάβαιναν αν τα έγραφα. Δεν απευθύνομαι όμως σε αυτούς. Οι περισσότεροι από αυτούς ήξεραν άλλωστε, όταν με έπαιρναν τηλέφωνο μαθαίνοντας πως στην ομάδα που θα πήγαινα θα ήταν εκείνος και μου εύχονταν περαστικά και καλή δύναμη.
Έφτασε λοιπόν μια μέρα που δεν μπορούσα να καταπιώ άλλα. Έφτασε μια μέρα που όλα όσα είχα ζήσει έφευγαν από το στόμα μου σαν ρουκέτες στον κάδο απορριμμάτων που υπήρχε μέσα στο μοντάζ, την ώρα που ετοίμαζα ένα βίντεο που χρειαζόταν τουλάχιστον τρεις ώρες σε μόλις μία. Ένα βίντεο από ένα γύρισμα που δεν έπαιξε ποτέ. Δεν έπαιξε παρά το γεγονός ότι οι άνθρωποι που συμμετείχαν σε αυτό είχαν πληρώσει από την τσέπη τους ένα διόλου ευκαταφρόνητο ποσό που δεν τους περίσσευε για τις ανάγκες του γυρίσματος γιατί το κανάλι δεν έδινε λεφτά. Είχαν ξυπνήσει από τις 5 το πρωί για να μας εξυπηρετήσουν, αφού εμείς τους το ζητήσαμε μόλις μια μέρα πριν και δεν προλαβαίναμε αλλιώς. Και εγώ σε όλο αυτό το σκηνικό δεν μπορούσα να καταπιω άλλα. Οπως αρμόζει σε έναν ειλικρινή άνθρωπο, του ζήτησα τον λόγο, πραγματικά ήθελα να καταλάβω έστω την τελευταία στιγμή αυτό που δεν έβλεπα. Ηθελα να καταλάβω τι κάνει κάποιον να υποτιμά τόσο πολύ τον κόπο των άλλων, χωρίς έστω να αισθάνεται άσχημα για αυτό. Περιμενα να πει ένα «έχεις δίκιο, αλλά συμβαίνουν αυτά στην τηλεόραση, θα τους πάρω εγώ να τους εξηγήσω, δώσε μου το τηλέφωνό τους». Οχι μόνο δεν μου είπε κάτι τέτοιο αλλά μου είπε ότι αν έχω αξιοπρέπεια οφείλω να παραιτηθώ αφού ΤΟΛΜΗΣΑ να του παραπονεθώ. Λίγο μετά ένιωσα το δεξί μου πόδι να μουδιάζει. Μετά το χέρι μου. Μετά το στόμα μου. Και κάθομαι και σκέφτομαι. Ολοι αυτοί που φεύγουν στα 30 και στα 40 και στα 50 από ανακοπή, μήπως και εκείνοι είχαν συναντήσει αντίστοιχους ανθρώπους στις δουλειές τους; Δεν αξίζει. Δεν αξίζει να επιτρέπεις σε κανέναν cold-blooded άνθρωπο να σε επηρεάζει. Δεν αξίζει σε κανέναν τέτοιον άνθρωπο που, όχι δεν ζήτησε συγνώμη, όχι δεν έστειλε ένα απλό ‘περαστικά’, αλλά σε έναν άνθρωπο που σε χλεύαζε κιόλας από πάνω για όσα πέρασες ή υπονόησε ότι το έκανες στα ψέματα, να σιωπήσεις και να κρυφτείς στο καβούκι σου. Δεν αξίζει σε κανέναν, πόσω μάλλον σε έναν γονιό. Που βέβαια εγώ πιστεύω ότι ένας γονιός είναι πολύ πιο αποδοτικός στη δουλειά του. Γιατί έχει εντρυφήσει στο multi-tasking αλλά και επειδή έχει σοβαρό λόγο να κάνει τη δουλειά του σωστά. Και για να επιστρέψει χωρίς εκκρεμότητες σπίτι αλλά και για να εξακολουθεί να έχει αυτήν την δουλειά. Γιατί έχει παιδιά να φροντίσει. Εγώ λοιπόν δεν ήμουν εκεί γιατί δεν είχα τι άλλο να κάνω μέσα στη μέρα. Η επειδή είχα κάποια κάψα να είμαι στην τηλεόραση. Και ούτε τώρα μου περισσεύει χρόνος για να κάθομαι να γράφω για ένα τέτοιο θέμα που χρειάζεται ώρες για να το αφηγηθώ. Και που στο κάτω κάτω της γραφής δεν είναι το καλύτερο μου να το θυμάμαι. Βρίσκω τον χρόνο για δύο λόγους. Πρώτον γιατί θεωρώ ότι είναι ο πιο αρμόζων τρόπος για μένα να απαντήσω σε όλους όσοι μου στέλνουν μηνύματα από χθες ρωτώντας με ποιος με έστειλε στο νοσοκομείο. Χαίρομαι που με ρωτάτε γιατί αυτό σημαίνει ότι παρακολουθείτε τη Σάσα. Η Σάσα Σταμάτηείναι φίλη μου και με αφορμή κάποια σχόλια που έδωσαν και πήραν την περασμένη εβδομάδα στα social media έσπευσε να σχολιάσει κάτι που της έκανε εντύπωση. Η Σάσα δεν μασάει τα λόγια της. Και δεν μιλάει αν δεν ξέρει κάτι. Επίσης, μπορώ να πω έχοντας γνωρίσει πολλούς πια ανθρώπους σε αυτό το χώρο ότι είναι πολύ πιο ηθική από πολλούς άλλους που δίνουν ή που θέλουν να δώσουν αυτήν την εντύπωση και σίγουρα πολύ πιο ηθική από όσο ίσως δείχνει. Ο δεύτερος λόγος για τον οποίο νιώθω την ανάγκη να εκφράσω κάποια πράγματα είναι ότι πολλές φορές από αξιοπρέπεια δεν μιλάμε, στην ουσία όμως αυτό που καταφέρνουμε αφήνοντας περιστατικά να περνούν ασχολίαστα είναι να είμαστε συνένοχοι σε ένα «υπόγειο» bullying χωρίς ακριβή μορφή. Επιτρέπουμε να φαίνεται στον κόσμο το όμορφο, το λαμπερό, το αστείο. Και όντως, στην τηλεόραση γίνονται πολλά ωραία πράγματα. Έχει πολύ δημιουργική βάση, γίνονται πολλά αστεία και ευτράπελα, έχει αδρεναλίνη, γνωρίζεις συνέχεια καινούργιους ανθρώπους, το ενδιαφέρον παραμένει πάντα ζωντανό και αν έχεις μέσα σου το μεράκι της ενημέρωσης, όποιου είδους και αν είναι, το κυνήγι της σε κρατάει σε εγρήγορση και σου δίνει κίνητρο να συνεχίζεις και να κάνεις ακόμα πιο στοχευμένες προσπάθειες. Ομως δεν είναι πάντα αυτό που φαίνεται. Δεν είναι όλοι τόσο χαριτωμένοι. Δεν ρολάρουν όλα ομαλά. Και υπάρχουν και εκείνοι που συντελούν σε αυτήν την κατεύθυνση.
Δε θα πω το όνομα του δημόσια. Και αυτό γιατί θα του δώσω αξία. Το όνομα του το ξέρουν πολλοί άνθρωποι του χώρου γιατί το περιστατικό έγινε αρκετά γνωστό. Το όνομα του το ξέρουν όλοι οι δικοί μου άνθρωποι και το ξέρουν και οι γιοι μου. Οι γιοι μου που έμαθαν ότι μπήκα στο νοσοκομείο και για ποιον λόγο, γιατί ήθελα να ξέρουν την αλήθεια όταν ήμουν ξαπλωμένη και δεν μπορούσα να παίξω μαζί τους. Οι γιοι μου που όταν τους έφερα στο στούντιο να δουν τη Σάσα που αγαπούν σαν φίλη μου με ρωτούσαν «Που είναι αυτός;» και έψαχναν παντού να τον βρουν. Οι γιοι μου που θα ήθελα να έχουν αυτούς τους ανθρώπους σαν παράδειγμα προς αποφυγή. Γιατί μπορεί σε όλους τους άλλους να έμεινε το γεγονός ως «η δημοσιογράφος που έπαθε νευρικό κλονισμό», για μένα όμως όλη αυτή η εμπειρία ήταν ένας κλονισμός του ήθους. Του ήθους προς μια μαμά, προς μια γυναίκα, προς έναν άνθρωπο. Και το ήθος δεν αποκτιέται. Το ήθος ή το έχεις ή δεν το έχεις».