Ο άνθρωπος που τεμάχισε σε μέλη την οικογένειά του ακούγοντας Μπαχ και Μότσαρτ και πέταξε τις σορούς τους σε χωματερές, ο Θεόφιλος Σεχίδης, βρίσκεται ένα βήμα πριν από την ελευθερία του, την οποία φέρεται να θέλει να απολαύσει στο νησί που έπραξε τα αποτρόπαια εγκλήματά του, στη Θάσο.
Στα 45 του πλέον χρόνια ο άνθρωπος που πέρασε στο "πάνθεον" των πιο φρικτών δολοφόνων της Ελλάδας, βρίσκεται πολύ κοντά στην αποφυλάκισή του, παρά τις πολλαπλές στυγερές δολοφονίες που διέπραξε σε βάρος ολόκληρης της οικογένειά του το 1996.Μάλιστα, ο ίδιος φέρεται να θέλει να επιστρέψει στο νησί του, χωρίς να υπολογίζει την κοινωνική κατακραυγή, και να μείνει σε μία ξαδέλφη του, καθώς είναι η μόνη που γλίτωσε από τον κανιβαλισμό του, ενώ δεν του έχει απομείνει κανένα περιουσιακό στοιχείο στα χέρια του.
Ούτε οι μεγαλύτεροι επιστήμονες του κόσμου,ούτε τα διδακτορικά ψυχιατρικής που έγιναν, δεν μπόρεσαν να διαλευκάνουν αυτό που πραγματικά συνέβη το 1996 στον 24χρονο τότε φοιτητή.Σήμερα , παρά τις πέντε φορές ισόβια που του επιβλήθηκαν, ο νόμος προβλέπει την αποφυλάκισή του. Φοιτητές του τμήματος του ΕΚΠΑ και του Παντείου Πανεπιστημίου, συνέταξαν μια συν-εργασία για την υπόθεση Σεχίδη, η οποία δημοσιεύτηκε στο crimetimes και πιστοποιεί ότι η πιθανότητα αποφυλάκισης του Θεόφιλου Σεχίδη δεν είναι απλώς σενάριο.
Το φρικιαστικό χρονικό
Βρισκόμαστε στα τέλη Μαΐου του 1996 όταν στην Ασφάλεια Θεσσαλονίκης φτάνει μια ιδιαίτερα περίεργη υπόθεση.
Μέσα σε ένα 24ωρο, εξαφανίστηκαν πέντε μέλη της οικογένειας του Θεόφιλου Σεχίδη. Ο 55χρονος πατέρας του Δημήτρης, η 48χρονη μητέρα του Μαρία, η 27χρονη αδελφή του Ερμιόνη, η 75χρονη γιαγιά του Ερμιόνη Καλαμάρα, καθώς και ο 58χρονος θείος του, αδελφός του πατέρα του, Βασίλης Σεχίδης.
Η σύζυγος του τελευταίου, Ελένη Σεχίδη, μόνιμη κάτοικος Βελγίου, δήλωσε στις ελληνικές αστυνομικές αρχές ότι ο σύζυγός της δεν είχε επικοινωνήσει μαζί της από τις 19 Μαΐου.
Ο πατέρας του Σεχίδη , Δημήτρης, εργαζόταν ως δάσκαλος στο δημοτικό σχολείο της Κεραμωτής, απέναντι από το νησί της Θάσου, ενώ η μητέρα του, Μαρία, ήταν νοικοκυρά. Η μεγαλύτερη αδελφή του, Ερμιόνη, έπασχε από σχιζοφρένεια.
Από την πρώτη στιγμή που οι έρευνες επικεντρώθηκαν στον Θεόφιλο, κανείς δεν περίμενε τις σοκαριστικές αποκαλύψεις .Ο ίδιος ισχυριζόταν, όπως είχε πει και στη θεία του, ότι ο μεν θείος του είχε μεταβεί στην Ιταλία, τα δε υπόλοιπα μέλη της οικογένειάς του στη Γερμανία, στην οποία επρόκειτο να εγκατασταθούν μόνιμα.
Τελικά, ύστερα από μέρες και πολλαπλές καταθέσεις, ο Θεόφιλος ομολόγησε ότι στις 19 και στις 20 Μαΐου είχε σκοτώσει τους γονείς, την αδελφή, τη γιαγιά και τον θείο του και είχε πετάξει τα τεμαχισμένα πτώματά τους σε χωματερή της Καβάλας.
"Μου έκαναν ψυχολογικό πόλεμο"
«Σκότωσα τα θύματά μου αμυνόμενος. Υπήρξε οικογενειακή συνομωσία. Μου έκαναν ψυχολογικό πόλεμο επειδή ήξερα ότι ήμουν άλλης μάνας παιδί και δε μου ‘λεγαν την αλήθεια», υποστήριξε στην αστυνομία, μετά από ημέρες και πολλαπλές καταθέσεις.
Ο πρώτος φόνος έλαβε χώρα στις 19 Μαΐου. Όπως διευκρίνισε ο δράστης: «Λίγες ημέρες πριν γίνει το κακό, τρεις-τέσσερις ημέρες νομίζω, βρισκόμουν στην Κομοτηνή, όταν ξαφνικά, χωρίς να τους περιμένω, έρχονται ο πατέρας μου με τον θείο μου. Έρχονται δήθεν για να πάρουν το αυτοκίνητο του πατέρα μου που το είχα εγώ. Εγώ ξαφνιάστηκα. Είχα να δω τον θείο μου έναν, ενάμιση χρόνο. Μου είπαν πως μόλις φτάσουν στη Θάσο, την ίδια κιόλας ημέρα να τους πάρω τηλέφωνο να μιλήσουμε. Μου είπαν, μετά την τηλεφωνική επικοινωνία, πως έπρεπε να πάω αμέσως στη Θάσο για να μιλήσουμε. Έτσι, την επόμενη, 18 Μαΐου, πήγα στη Θάσο, στον Λιμένα. Όταν ξημέρωσε, κάποια στιγμή ο θείος μου λέει ότι θέλει να πάμε μια βόλτα πάνω στο αρχαίο θέατρο». Όπως ανέφερε ο Θεόφιλος κατά την πρώτη του κατάθεση στην Ασφάλεια Θεσσαλονίκης, η συζήτηση εξελίχθηκε σε λογομαχία και στη συνέχεια, σε συμπλοκή. «Προσπάθησε να με χτυπήσει με ένα μαχαίρι. Τον έσπρωξα και έπεσε σε γκρεμό, από ύψος δέκα μέτρων. Κατέβηκα κάτω και τον είδα να ψυχορραγεί. Και για να μη βασανίζεται άλλο, του έκοψα με το μαχαίρι το κεφάλι».
Κατόπιν, επέστρεψε στο σπίτι του, όπου και έμεινε μόνος, όχι όμως για πολύ. Μετά από λίγη ώρα επέστρεψε ο πατέρας του: «Ο πατέρας μου είχε ένα μαχαίρι, φοβήθηκα. Μόλις γύρισε για να πάει στην τουαλέτα, τον πυροβόλησα κι έπεσε νεκρός. Μετά, του έκοψα την καρωτίδα με ένα μαχαίρι». Ακολούθησαν η μητέρα και η αδελφή του. «Κρατούσε και αυτή (η μητέρα του) μαχαίρι. Της άρπαξα το χέρι και της έκοψα τον λαιμό. Με τον ίδιο τρόπο σκότωσα στη συνέχεια την αδελφή μου Ερμιόνη».
Ατέλειωτη φρίκη
Ο Θεόφιλος Σεχίδης πέρασε τη νύχτα στο σπίτι, με τα πτώματα των συγγενών του. Αφαίρεσε προσεκτικά ορισμένα μέρη από τον εγκέφαλο και τα τοποθέτησε στο ψυγείο! «Για μεταγενέστερη μελέτη», όπως υποστήριξε αργότερα. Το πρωί, η ανυποψίαστη γιαγιά επισκέφθηκε το σπίτι. «Άρπαξε ένα μαχαίρι να με χτυπήσει. Τι να έκανα κι εγώ; Τη σκότωσα!» είπε.
Τεμάχισε τα άψυχα κορμιά, τα τοποθέτησε σε σακούλες σκουπιδιών και με το αυτοκίνητό του μετέφερε το μακάβριο φορτίο σε χωματερή της Καβάλας, μεταξύ Νέας Καρβάλης και Κεραμωτής. Μόνο το πτώμα του θείου του βρέθηκε τελικά από την Αστυνομία.
Όπως ήταν αναμενόμενο κρίθηκε προφυλακιστέος.
Η δίκη διεξήχθη στις 20 Ιουνίου 1997 στο Μικτό Ορκωτό Δικαστήριο Δράμας, με αυτεπαγγέλτως διορισθέντα συνήγορο υπεράσπισης, δεδομένου ότι ο κατηγορούμενος δεν θέλησε να διορίσει ο ίδιος συνήγορο.
Ο ίδιος ο κατηγορούμενος δήλωσε κατά την απολογία του πως δεν μετανιώνει για τίποτε και επανέλαβε πως λόγος της πράξης του ήταν το γεγονός ότι δεν του αποκάλυπταν ποια ήταν η πραγματική του μητέρα.
Μπαχ-Μότσαρτ και πολλά βιβλία
Το Δικαστήριο κήρυξε τον Θεόφιλο Σεχίδη ομόφωνα ένοχο για τις κατηγορίες της ανθρωποκτονίας από πρόθεση κατά συρροή, της περιύβρισης νεκρού, της παράνομης οπλοφορίας, οπλοχρησίας και οπλοκατοχής και του επέβαλε πέντε φορές ισόβια κάθειρξη. Κατά της απόφασης αυτής ο καταδικασθείς άσκησε έφεση, την οποία ένα έτος αργότερα, στις 2 Ιουνίου 1998, την απέσυρε, επειδή την είχε ασκήσει, όπως ανέφερε, μετά από πίεση του δικηγόρου του κι έτσι η υπόθεση της πενταπλής ανθρωποκτονίας της Θάσου έκλεισε οριστικά κι αμετάκλητα.
Τέλος, ο Θεόφιλος Σεχίδης έγκλειστος στη φυλακή το μόνο που ζητούσε ήταν Μπαχ-Μότσαρτ και βιβλία, πολλά βιβλία.Σήμερα λοιπόν είναι έτοιμος να βγει έξω από τα κάγκελα...Άραγε, είναι έτοιμος;