Δίκτυα µη σύννομης διακίνησης νοθευμένων ή μη ασφαλών ελαιολάδων εντόπισε ο Ενιαίος Φορέας Ελέγχου Τροφίμων (ΕΦΕΤ), συνεχίζοντας τους ελέγχους για την προστασία των καταναλωτών και της αυθεντικότητας του ελληνικού ελαιολάδου.
Ειδικότερα, όπως ανακοινώθηκε, η Περιφερειακή Διεύθυνση του ΕΦΕΤ Κεντρικής Μακεδονίας, σε συνεργασία µε τη Χημική Υπηρεσία Μακεδονίας – Θράκης (Υποδιεύθυνση Θεσσαλονίκης – Τμήμα Α') που διεξήγαγε τις χημικές αναλύσεις, διαπίστωσε την εμπορία προϊόντων τα οποία, ενώ επισημαίνονται ως εξαιρετικά παρθένα ελαιόλαδα, είναι στην πραγματικότητα σπορέλαια τεχνητά χρωματισμένα, αγνώστου προέλευσης.
Συγκεκριμένα, πρόκειται για τα νοθευμένα προϊόντα με τις εξής επωνυμίες: «ΚΡΗΤΙΚΟΝ» – «ΜΕΣΣΗΝΙΑΚΟ ΧΩΡΙΟ» – «ΜΟΝΑΣΤΗΡΙΑΚΟ» – «ΕΙΡΗΝΗ» – «BEVELLINI» – «το λιοτρίβι» – «ΑΡΩΜΑ» – «ΕΞΑΙΡΕΤΙΚΑ ΠΑΡΘΕΝΟ ΕΛΑΙΟΛΑΔΟ» καθώς και τα μη ασφαλή προϊόντα με τις εξής επωνυμίες «ΝΕΦΕΛΗ» – «ΛΙΑΤΙΚΟ».
Ο ΕΦΕΤ καλεί τους καταναλωτές, που έχουν ήδη προμηθευτεί τα ανωτέρω προϊόντα να μην τα καταναλώσουν.
Παράλληλα, επισημαίνει στους καταναλωτές να προσέχουν την ετικέτα του ελαιολάδου που πρόκειται να αγοράσουν όπου, εκτός της ονομασίας πώλησης του προϊόντος και των πληροφοριών για την κατηγορία του ελαιολάδου, πρέπει υποχρεωτικά να αναγράφεται και ο αλφαριθμητικός αριθμός έγκρισης της μορφής EL-40-_ _ _ o οποίος είναι χαρακτηριστικός της μονάδας τυποποίησης.
Επίσης, συνιστά στους καταναλωτές να αποφεύγουν την αγορά ελαιολάδου από πλανόδιους και ανώνυμους πωλητές και στην περίπτωση υποψίας λόγω ανεπαρκούς επισήμανσης, δελεαστικής τιμής ή οργανοληπτικών χαρακτηριστικών του ελαιολάδου να επικοινωνούν με τον ΕΦΕΤ στο 11717.
Σύμφωνα με τον ΕΦΕΤ, οι επαγγελματίες του χονδρικού ή λιανικού εμπορίου ελαιολάδου θα πρέπει να επιλέγουν με προσοχή τους προμηθευτές τους, διασφαλίζοντας τα πραγματικά τους στοιχεία, τα οποία επιβεβαιώνουν την αξιοπιστία τους (διεύθυνση επιχείρησης, εγκαταστάσεις παραγωγής, εγκυρότητα τιμολογίων και άλλων παραστατικών) και τη νομιμότητα της διαδικασίας αγοραπωλησίας. Επισημαίνεται ότι σε περίπτωση μη συμμορφώσεων φέρουν, σύμφωνα με το νόμο, ευθύνη για την οποία προβλέπονται ποινικές και διοικητικές κυρώσεις.