Γενικευμένο πλήρη και σε βάθος έλεγχο στα οικονομικά του ΜΚΟ "Κιβωτός του Κόσμου", του πατέρα Αντώνιου και της συζύγου του αλλά και άλλων εννέα προσώπων παρήγγειλε στην οικονομική αστυνομία ο εισαγγελέας Πρωτοδικών, Ιωάννης Σέβης.
Ο κ. Σέβης, που έχει χρεωθεί τη δικογραφία που σχηματίζεται για τα οικονομικά πεπραγμένα της "Κιβωτού", στην παραγγελία του για διενέργεια προκαταρκτικής εξέτασης, ζητά, σύμφωνα με πληροφορίες, να διερευνηθεί η ενδεχόμενη διάπραξη τεσσάρων σοβαρών οικονομικών αδικημάτων κακουργηματικού βαθμού που αφορούν υπεξαίρεση, απιστία φοροδιαφυγή και ξέπλυμα μαύρου χρήματος.
Για τα αδικήματα της υπεξαίρεσης και της απιστίας, απαιτείται έγκληση από τη νέα διοίκηση της "Κιβωτού", καθώς σε περίπτωση διάπραξής τους, είναι το νομικό πρόσωπο που έχει υποστεί ζημιά. Σύμφωνα ωστόσο με όλες τις εκτιμήσεις, η νέα Διοίκηση θα προχωρήσει στις απαιτούμενες ενέργειες όταν θα έχει ολοκληρωθεί ο διαχειριστικός έλεγχος που διενεργείται ήδη με εντολή της, αμέσως μετά την ανάληψη των καθηκόντων της. Σε κάθε περίπτωση η Εισαγγελία φαίνεται να κρίνει πως σε αυτήν τη φάση δύναται να αρχίσει από τώρα την έρευνά της και για τα συγκεκριμένα αδικήματα.
Με την εισαγγελική παραγγελία, η Οικονομική Αστυνομία καλείται να διενεργήσει εκτεταμένο φορολογικό και διαχειριστικό έλεγχο στην "Κιβωτό" για την τελευταία πενταετία και να προβεί άμεσα στην γνωστοποίηση των στοιχείων του πορίσματος που θα συντάξει ως προς τα διαχειριστικά ζητήματα της "Κιβωτού".
Παράλληλα, καλείται να ελέγξει αν έχουν δοθεί στον ΜΚΟ, επιχορηγήσεις οποιασδήποτε μορφής από κρατικούς ή ευρωπαϊκούς πόρους.
Με την εντολή του κ. Σέβη επίσης ζητείται από την Οικονομική Αστυνομία να προχωρήσει άμεσα σε άνοιγμα λογαριασμών τόσο της "Κιβωτού", όσο και συνολικά 11 φυσικών προσώπων, μεταξύ των οποίων ο ιερέας και η πρεσβυτέρα, στενά συγγενικά τους πρόσωπα και μέλη που έχουν εναλλαχθεί το επίμαχο διάστημα στην Διοίκηση του ΜΚΟ. Ο Εισαγγελέας τονίζει πως στην άρση του τραπεζικού απορρήτου οι αρμόδιοι της Οικονομικής Αστυνομίας θα πρέπει να συμπεριλάβουν, κάρτες, μετοχές και οποιοδήποτε χρηματοπιστωτικό προϊόν εντοπιστεί στην κατοχή των υπό έρευνα προσώπων.