Toν δεκάλογο του "καλού ιερέως" παρουσίασε στην ομιλία του προς τον Ιερό Κλήρο και τους Μοναχούς της Μητροπόλεως Αυστρίας και της Εξαρχίας Ουγγαρίας, όπου πραγματοποίησε επίσημη επίσκεψη ο Οικουμενικός Πατριάρχης.
Ο κ. Βαρθολομαίος διατύπωσε τον «δεκάλογον διαλεγομένης ποιμαντικής», σε μία εποχή, όπως είπε, κατά την οποία τα σημεία των καιρών δυσχεραίνουν το ποιμαντικό έργο. “Προτείνομεν μίαν ποιμαντικήν με ενσυναίσθησιν και φαντασίαν, με ακλόνητον εμπιστοσύνην εις την χάριν του Θεού και εις την δύναμιν της ελευθερίας του ανθρώπου”, τόνισε
1. Υπενθυμίζομεν και εις υμάς το έξοχον Χρυσοστομικόν: «Το της ιερωσύνης αξίωμα μέγα εστί και θαυμαστόν» (PG 62, 525 – 6). Το αξίωμα του κληρικού είναι κατάθεσις ψυχής και απαιτεί θυσίαν και αυτοπροσφοράν. Πρέπει να είσθε απαιτητικοί από τον εαυτόν σας. Και να μη λησμονήτε ότι εις την συνείδησιν των περισσοτέρων συνανθρώπων μας το όνομα Εκκλησία συνδέεται αυθορμήτως με τον ιερόν κλήρον, και η κριτική προς τους κληρικούς μετατρέπεται εις κριτικήν προς την Εκκλησίαν.
2. Επαναλαμβάνομεν και ενώπιόν σας αυτό, το οποίον συχνάκις αναφέρομεν. Δεν πείθει κανένα μία «εικονική ιερωσύνη, η οποία επιδιώκει να φαίνεται περισσότερον παρά να είναι, να διεκδική παρά να θυσιάζεται και να προσφέρη. Η Ορθόδοξος ευσέβεια τιμά βαθέως τον ιερέα, ο οποίος δεν ανήκει εις τον εαυτόν του, αλλά εις τον Χριστόν και τους αδελφούς. Οι σύγχρονοι καιροί έχουν ανάγκην γνησίων λειτουργών και διακόνων του Χριστού και του χριστεπώνυμου λαού.
3. Ο ιερεύς του Θεού της αγάπης είναι πράος, κοινωνικός, με κατανόησιν και σεβασμόν προς την προσωπικότητα και τας ευαισθησίας των πιστών, ουδέποτε ράθυμος, απαισιόδοξος, αδιάφορος διά τον ανθρώπινον πόνον. Διά να χρησιμοποιήσωμεν μίαν ωραίαν εικόνα από το Γεροντικόν: ο ιερεύς του Υψίστου δεν επιτρέπεται να είναι «τετραγωνιαίος», αλλά οφείλει να είναι «στρογγύλος», ίνα «προς πάντας κυλίηται» (Αββάς Ματώης, Γεροντικόν, εκδόσεις Αστήρ, 1981, σελ. 75). Ισχύει διά το έργον του ιερέως το έξοχον Χρυσοστομικόν: «Ψυχής γαρ απώλεια μιάς, τοσαύτην έχει ζημίαν, όσην ουδείς παραστήσαι δύναται λόγος» (PG 60, 40).
4. Ανεκηρύξαμεν το 2020 «έτος ποιμαντικού ανακαινισμού και οφειλετικής μερίμνης διά την νεολαίαν» (βλ. Πατριαρχική Απόδειξις επί τοις Χριστουγέννοις 2022) και εκαλέσαμεν σύμπαντα τον καθ' ημάς ιερόν κλήρον και τον λαόν εις συμμετοχήν και εις στήριξιν της σημαντικής και ενθέου ταύτης προσπαθείας. Υπεγραμμίσαμεν δε ότι πρέπει να αγωνισθώμεν διά να κατανοήση η νέα γενεά την σημασίαν της βιώσεως της θείας λατρείας ως θεμελίου διά την χριστιανικήν ύπαρξιν. Καλούμεν πάντας υμάς, ευλαβέστατοι κληρικοί της Ιεράς Μητροπόλεως Αυστρίας, σήμερον εις «'κενωτικήν᾽ ποιμαντικήν 'κινητοποίησιν᾽», διά να προσφέρετε εις τους νέους και τας νέας εις τας ενορίας σας, ομού μετά της «βοηθείας», την «αλήθειαν» της εν Χριστώ ελευθερίας, εν τη οποία συνοψίζονται όλα τα αγαθά, τα οποία εχαρίσατο εις τον άνθρωπον η ένσαρκος Θεία Οικονομία.
5.Η καλή θεολογική κατάρτισις, μαζί με την θύραθεν παιδείαν, διευκολύνουν το έργον του κληρικού, αφού δι' αυτής γνωρίζει καλλίτερα τα προβλήματα του συγχρόνου ανθρώπου και του πολιτισμού του, αλλά και τας θετικάς προοπτικάς αυτού του πολιτισμού. Κάθε κληρικός υπηρετεί πάντοτε τους εκάστοτε συγχρόνους του, πάντοτε συγκεκριμένους ανθρώπους και ουδέποτε γενικώς «τον άνθρωπον». Δεν υπάρχει «αφηρημένη ποιμαντική».
6.Η λυσιτελής χρήσις των δυνατοτήτων τας οποίας προσφέρει ο εκάστοτε πολιτισμός αποτελεί ένδειξιν δυναμισμού της ζωής της Εκκλησίας. Η συνολικώς αμυντική στάσις απέναντι εις τον πολιτισμόν, ωσάν να εστρέφοντο όλαι αι εξελίξεις της εποχής κατά της Εκκλησίας, δεν ανταποκρίνεται εις την αποστολήν της εν τω κόσμω. Είναι δε βέβαιον, ότι η ενασχόλησις με τον πολιτισμόν δεν σημαίνει ταύτισιν εν παντί με αυτόν. Διά της εκκοσμικεύσεώς της η Εκκλησία χάνει τον κόσμον. Όμως, ο κόσμος ως πεδίον χριστιανικής μαρτυρίας, χάνεται επίσης, όταν η Εκκλησία κλεισθή εις τον εαυτόν της, όταν αδιαφορή διά τον κόσμον. Προφανέστατα, η Εκκλησία του Χριστού δεν δύναται να ανταποκριθή εις το «αδιάλειπτον χρέος του επανευαγγελισμού του λαού του Θεού στις σύγχρονες εκκοσμικευμένες κοινωνίες» (Μήνυμα της Αγίας και Μεγάλης Συνόδου, § 2), εάν δεν εξέλθη προς τον κόσμον διά να συναντήση τον σύγχρονον άνθρωπον και να φθάση η φωνή της εις τα ώτα και την καρδίαν του.
7.Να ενθυμήσθε πάντοτε τους λόγους του Αποστόλου Παύλου: «Πάντα ισχύω εν τω ενδυναμούντι με Χριστώ» (Φιλιπ. δ’, 13). Τίποτε δεν είναι ιδικόν μας κατόρθωμα. Τα πάντα είναι δωρεά και χάρις και επιτελούνται δι' υμών υπό του Κυρίου εν τη κοινωνία της Εκκλησίας. Όμως, η συνεργασία, η προθυμία, ο προσωπικός αγών μας είναι απαραίτητα. Όπως λέγει ο εν Αγίοις Προκάτοχος της ημών Μετριότητος εις τον Θρόνον της Εκκλησίας της Κωνσταντινουπόλεως, Ιωάννης ο Χρυσόστομος, «καθάπερ το πυρ δείται ξύλων, ούτω και η χάρις της προθυμίας της ημετέρας ίνα αεί αναζέη». Είναι μέγας τίτλος τιμής διά τους κληρικούς να λειτουργούν ως «Θεού συνεργοί» (πρβλ. Α’ Κορ. γ’, 9), του θέλοντος «πάντας ανθρώπους σωθήναι και εις επίγνωσιν αληθείας ελθείν» (Α’ Τιμ. β’, 4).
8.Δεν κηρύσσομεν Θεόν κρυπτόμενον εις την απόλυτον υπερβατικότητά του, «ακίνητον» και απρόσωπον, αλλά Θεόν σεσαρκωμένον, Θεόν, «ον αγάπη κεκόμικεν εις την γην», Θεόν ο Οποίος, όπως έχει λεχθή, «ευρίσκεται πιο κοντά σε εμάς από όσον εμείς οι ίδιοι στον ίδιο μας τον εαυτό». Η Εκκλησία είναι ο τρόπος με τον οποίον ο Θεός κατεργάζεται την σωτηρίαν του ανθρώπου και του κόσμου, η δε ιερωσύνη ανήκει εις το κέντρον της ζωής της. Ο ιερεύς διακονεί το θεανδρικόν μυστήριον της Εκκλησίας και η όλη παρουσία και μαρτυρία του είναι συμβολή εις την ευχαριστιακήν πραγμάτωσιν της Εκκλησίας εν τη λειτουργική ζωή και εν τη διακονία της αγάπης. Σύνολος η ζωή της Εκκλησίας τρέφεται από την Θείαν Ευχαριστίαν. Εις αυτήν και δι' αυτής αναδεικνύεται ο δοξολογικός και εσχατολογικός προσανατολισμός της.
9.Η Εκκλησία απαντά και εις τας συγχρόνους προκλήσεις διά της βιώσεως και αναπτύξεως της ευχαριστιακής και εσχατολογικής ταυτότητός της. Η κεντρική θέσις της Θείας Ευχαριστίας και ο εσχατολογικός προσανατολισμός της ζωής της σώζουν την Εκκλησίαν από την απολυτοποίησιν ιστορικών, κοινωνικών και πολιτιστικών μορφωμάτων. Εν τη Εκκλησία, η αγάπη είναι ο «νέος οίνος», ο οποίος αεί διαρρηγνύει τους «παλαιούς ασκούς» (πρβλ. Ματθ. θ’, 17). Εδώ ευρίσκεται ο πυρήν των χριστιανικών αξιών, αι οποίαι και σήμερον έχουν παγκόσμιον εμβέλειαν. Αυταί αποτελούν έκφρασιν του ήθους της ακαταλύτου ενότητος πίστεως εις τον Θεόν και αγάπης προς τον πλησίον, τον συνάνθρωπον και αδελφόν. Αυτός ο συνδυασμός καθέτου και οριζοντίου διαστάσεως του ήθους είναι η μεγάλη αλήθεια, την οποίαν ενεσάρκωσεν η Εκκλησία καθ' όλην την ιστορικήν της πορείαν, υπείκουσα εις τους λόγους του αρχηγού και τελειωτού της πίστεως ημών.
10.Η ζωή των κληρικών πρέπει να είναι έμπρακτος μαρτυρία ότι ανήκομεν εις τον Κύριον, ο οποίος είναι «το Α και το Ω, ο πρώτος και ο έσχατος, αρχή και τέλος» (Αποκ. κβ’, 13). Οφείλομεν να ονομάζωμεν, γεγονυία τη φωνή, το «υπέρ παν όνομα» (Φιλιπ. β’, 9) του Κυρίου, το μόνον όνομα υπό τον ουρανόν, «εν ω δεί σωθήναι ημάς» (Πραξ. δ’, 12). Να Τον δοξάζωμεν επειδή μας αξιώνει να διακονώμεν την θεοτήρητον παράδοσιν πίστεως, αγάπης και ελπίδος και να δίδωμεν την καλήν μαρτυρίαν περί της ελθούσης πανσωστικής χάριτος και της ερχομένης ουρανίου βασιλείας Αυτού.