«Χριστούγεννα, Πρωτούγεννα, πρώτη γιορτή του χρόνου»: Χριστουγεννιάτικα Ελληνορθόδοξα Εορτολογικά

 
«Χριστούγεννα, Πρωτούγεννα, πρώτη γιορτή του χρόνου»: Χριστουγεννιάτικα Ελληνορθόδοξα Εορτολογικά

Ενημερώθηκε: 24/12/21 - 20:24

Μ. Γ. ΒΑΡΒΟΥΝΗΣ Καθηγητής Λαογραφίας του Δημοκρίτειου Πανεπιστήμιου Θράκης

Τα Χριστούγεννα, η πρώτη μεγάλη εορτή του Δωδεκαημέρου τιμάται ιδιαιτέρως από τον ελληνικό λαό, με πλήθος εθίμων και λατρευτικών συνηθειών. Τις παραμονές της εορτής χαρακτηρίζεται για τη σφαγή του οικόσιτου χοίρου, το κρέας και το λίπος του οποίου θα κάλυπταν τις ανάγκες του οικογενειακού τραπεζιού τις ημέρες των εορτών, αλλά και μετά από αυτές. Πολλά είναι τα έθιμα καθαρμού και εξορκισμού που συνοδεύουν της σφαγή – απαγγελία προσευχών, τελετουργικό κάρφωμα μαχαιριού κ.λπ. – δεδομένου ότι στη λαϊκή αντίληψη ο χοίρος θεωρείται ζώο δαιμονικό.

Τα χοιροσφάγια συνοδεύονται συνήθως από γλέντι και οινοποσία, ενώ η παραμονή της εορτής, ως παραμονή μεγάλης δεσποτικής εορτής, είναι για το λαό μας αυστηρή νηστεία και από λάδι, εκτός αν είναι Σάββατο ή Κυριακή, οπότε κατ’ εξαίρεση το λάδι καταλύεται. Την παραμονή ζυμώνονται οι τελετουργικοί άρτοι των Χριστουγέννων, τα χριστόψωμα, οι πίτες και τα κουλούρια, με πλουμίδια από ζυμάρι, που συχνά συμβολίζουν τα ζώα του σπιτιού και τις επαγγελματικές ασχολίες των κατοίκων του, ώστε να ευλογηθούν και αυτά από τη γέννηση του Χριστού. Στη Δαμασκηνιά της Κοζάνης, τα κουλούρια για τα ζώα έχουν σχήμα ζυγού, και τα διατηρούν όλο το χρόνο, ενώ αλλού θρυμματίζουν τα χριστουγεννιάτικα κουλούρια που πλάθουν για τα ζώα και τα αναμειγνύουν στην τροφή τους, ώστε να τα γευτούν και αυτά και να ευλογηθούν αναλόγως.

Το βράδυ της παραμονής, στη Θράκη, έστρωναν πανηγυρικό νηστήσιμο και ανάλαδο τραπέζι, στο οποίο παρέθεταν εννιά ειδών φαγητά, κατά κανόνα πολυσπόρια διαφόρων καρπών και οσπρίων, το οποίο ευλογούσε ο πατέρας θυμιάζοντάς το με ένα κεραμύδι και κάρβουνα από την οικογενειακή εστία, και κατόπιν κάθονταν και έτρωγαν, ανταλλάσοντας κατάλληλες εορταστικές ευχές. Στη Νίσυρο πάλι τελούσαν τρισάγιο για τους νεκρούς, ενώ στο Λασήθι μετά το τρισάγιο κερνούσαν το εκκλησίασμα με φαγητό και κρασί, ως «μακαριά», για την ανάπαυση των ψυχών των προσφιλών τους νεκρών.

Στην Ήπειρο το βράδυ της παραμονής έπιαναν τελετουργικά και το προζύμι της χρονιάς, απαγγέλλοντας σχετικές ευχές, από ένα κορίτσι αμφιθαλές. Συνηθισμένες, ιδίως στο βορειοελλαδικό χώρο, είναι και οι εθιμικές πυρές των Χριστουγέννων, που ανάβονται το βράδυ της παραμονής στην πλατεία του χωριού, ή σε ύψωμα στην άκρη του, γύρω από την οποία οι κάτοικοι χορεύουν και τραγουδούν. Ο παλαιότερος ηλιολατρικός χαρακτήρας της ημέρας φαίνεται σε πολλά ελληνικά χριστουγεννιάτικα έθιμα που σχετίζονται άμεσα με τη φωτιά.

Στον Πόντο μάλιστα σταύρωναν τη φωτιά αυτή με ένα φύλλο οξιάς και με κόκκινο κρασί, ενώ στη Σιάτιστα χόρευαν γύρω της και οι μεταμφιεσμένοι με προβιές και κουδούνια άνδρες, στα πλαίσια των γονιμικών δωδεκαημερίτικων μεταμφιέσεων. Ανάλογες τελετουργικές καθαγιάσεις της φωτιάς μαρτυρούνται και στη Θεσσαλία. Την κύρια μορφή των δωδεκαημερίτικων μεταμφιέσεων στον ποντιακό λαϊκό πολιτισμό αποτελούν οι Μωμόγεροι: Σύμφωνα με τις παλαιότερες υπάρχουσες περιγραφές, το έθιμο είναι σατιρικό και συνηθίζεται κατά τη διάρκεια της περιόδου των Χριστουγέννων, συγκεκριμένα από τις 15 Δεκεμβρίου, μέχρι τα μέσα Ιανουαρίου, άλλα μερικές φορές μέχρι τον μήνα του Φεβρουαρίου. Λόγω της γεωγραφικής απομόνωσης των Ποντίων, το έθιμο ήταν μια μορφή αναγνώρισης της Ελληνικής προέλευσής τους, και επίσης ένας τρόπος να ξεχαστεί από την οθωμανική δουλεία, και τις βίαιες εξισλαμίσεις.

Το έθιμο των Μωμογέρων είναι ζωντανό ακόμα και σήμερα ιδιαίτερα σε διάφορα μέρη της Ελλάδας όπου οι πολύ Πόντιοι κατοικούν. Στην εβδομάδα πριν από το νέο έτος, τα άτομα θα ντυθούν με διάφορα κοστούμια, όπου κάθε κοστούμι συμβολίζει ένα μέρος του πολιτισμού και της λαογραφίας των Ποντίων. Η αρκούδα συμβολίζει τη δύναμη, η ηλικιωμένη γυναίκα ένα σύμβολο του παρελθόντος, η νύφη για το μέλλον, το άλογο για την ανάπτυξη, ο γιατρός για την υγεία, ο στρατιώτης για την υπεράσπιση, την αίγα (κατσίκα) για τα τρόφιμα και ο Άγιος Βασίλης συμβολίζει το νέο έτος που θα φτάσει σε μερικές μέρες.

Σήμερα το έθιμο είναι περισσότερο ψυχαγωγικό, ενώ στο παρελθόν ήταν μαγικό. Στο Παλαιόκαστρο της Χαλκιδικής τηρείται το έθιμο των φωταράδων. Ο «βασιλιάς» φορώντας το ταλαγάνι και φορτωμένος με κουδούνια ανοίγει το χορό ενώ ακολουθούν οι φωταράδες κρατώντας ξύλινα σπαθιά για να ξυλοφορτώσουν εκείνους που θα επιδιώξουν να πάρουν το λουκάνικο που στήνεται στη μέση του χωριού. Στον Άγιο Πρόδρομο της Χαλκιδικής πρωταγωνιστές των Θεοφανείων είναι οι φούταροι. Την παραμονή των Φώτων νεαροί άντρες λένε τα κάλαντα μαζεύοντας κρέας, λουκάνικα και χρήματα και την ημέρα του άι Γιαννιού χορεύουν στην πλατεία του χωριού. Όταν κάνουν διάλειμμα τρέχουν να πάρουν από ένα ρόπαλο και όταν ξαναμπαίνουν στο χορό πετούν τα ρόπαλα ψηλά σφυρίζοντας με όλη τους τη δύναμη για να σηματοδοτήσουν το τέλος του Δωδεκαημέρου.

Σε χωριά της Καβάλας και της Δράμας, όπως η Νικήσιανη, το Μοναστηράκι, ο Ξηροπόταμος, η Πετρούσα και ο Βώλακας αναβιώνει το έθιμο των αράπηδων. Άντρες ντύνονται με προβιές και ζώνονται κουδούνια. Λέγεται ότι οι αράπηδες ήταν πολεμιστές που μετείχαν στην εκστρατεία του Μεγαλέξανδρου και έδιωξαν με τους αλαλαγμούς τους ελέφαντες των Ινδών. Η καμήλα που στολίζεται μετά τον αγιασμό των υδάτων είναι ένα έθιμο της Γαλάτιστας Χαλκιδικής. Συνήθως έξι άντρες μπαίνουν κάτω από το ομοίωμα μιας καμήλας βαδίζοντας ρυθμικά ή χορεύοντας, κουνώντας κουδούνια και τραγουδώντας. Πρόκειται για την αναπαράσταση ενός πραγματικού γεγονότος, την απαγωγής μιας όμορφης κοπέλας από το γιο του Τούρκου επιτρόπου που συνέβη στα τέλη του 19ου αιώνα. Ο αγαπημένος της για να την ξαναπάρει πίσω έστησε γλέντι και για να μπει στο τούρκικο σπίτι έφτιαξε ένα ομοίωμα καμήλας κάτω από το οποίο κρύφτηκαν οι φίλοι του. Αφού έκρυψαν την κοπέλα κάτω από την καμήλα την έβγαλαν έξω και την επομένη τη στεφάνωσαν με τον αγαπημένο της πριν προλάβουν να την ξαναπάρουν οι Τούρκοι.

Σε πολλές περιοχές τοποθετούσαν στο τζάκι ένα χοντρό κούτσουρο, το «χριστόξυλο», το οποίο πριν έραιναν τελετουργικά με ξηρούς καρπούς, για να καίει όλο το Δωδεκαήμερο, κατά το οποίο δεν άφηναν το εστιακό πυρ να σβήσει, ώστε να μην μπορούν να μπουν από την καμινάδα στο σπίτι οι καλλικάντζαροι και τα άλλα κακοποιά δαιμονικά όντα των ημερών. Τη στάχτη, μετά τις γιορτές, την έριχναν στις τέσσερις γωνίες του σπιτιού, με την πίστη ότι κρατούσε μακριά τα δαιμονικά όντα, ενώ στα Μάλγαρα της Θράκης τα ξύλα που έμεναν μισοκαμμένα στην εστία τα έμπηγαν στα χωράφια, για να αποτρέψουν κακοποιές και επίβουκες μαγικές ενέργειες.

Στα Άγραφα, όπως και παραπάνω σημειώθηκε για τη Θεσσαλία, την παραμονή των Χριστουγέννων «πάντρευαν» τελετουργικά τη φωτιά, βάζοντας σταυρωτά στο τζάκι ξύλο αγριοκερασιάς και κέδρου, για την προστασία της νοικοκυράς και του άνδρα του σπιτιού, αντιστοίχως. Στη Λευκάδα πάλι, τα ξύλα αυτά τα περίχυναν πρώτα κρασί και λάδι, ενώ στην Τραπεζούντα ο νοικοκύρης έχυνε σταυροειδώς κρασί στη φωτιά, τη νύχτα των Χριστουγέννων, σε ένα είδος αρχέγονων σπονδών.

Την φωτιά αυτή ανακάτευε ένα μικρό αγόρι, ή ο νοικοκύρης με το ραβδί του, ευχόμενος για καλή σοδειά και ευτυχία. Στο επίσημο εορταστικό τραπέζι των Χριστουγέννων έκοβαν πρώτα το χριστόψωμο, αφού το σταύρωναν με το μαχαίρι, και σε ορισμένες περιοχές άρχιζαν το γεύμα με μέλι και καρύδια, λέγοντας σχετικές και επίκαιρες ευχές. Στην Κορώνη τα αποφάγια τα μάζευαν και τα έθαβαν στις ρίζες των δέντρων των χωραφιών τους, πιστεύοντας ότι έτσι θα αποδώσουν άφθονο καρπό, ενώ στη Σινώπη, μετά το τελετουργικό κόψιμο, κρατούσαν τα στολισμένα με καρπούς και λουλούδια «σταυροψώμια» στο εικονοστάσι του σπιτιού, απ’ όπου τα έπαιρναν και τα έτρωγαν τα Θεοφάνεια.

Στο Κωστί της Θράκης θύμιαζαν το εορταστικό τραπέζι με το υνί από το αλέτρι, το οποίο κατόπιν τοποθετούσαν δίπλα στη φωτιά του τζακιού, για το υπόλοιπο Δωδεκαήμερο. Στον Δρυμό της Μακεδονίας τοποθετούσαν το χριστόψωμο στο τραπέζι, μαζί με διάφορους καρπούς, νομίσματα και ένα ποτήρι κρασί, από το οποίο μεταλάμβαναν όλα τα μέλη της οικογένειας, ευχόμενα καταλλήλως για υγεία, καλή σοδειά και γονιμότητα. Στην Αιτωλία πάλι ο ιερέας περιερχόταν τα σπίτια του χωριού και τελούσε την ακολουθία του υψώματος της τραπέζης, κατά την οποία το χριστόψωμο κρατούν όλα τα μέλη της οικογένειας, και κατόπιν το βάζει στο κεφάλι του και το σπάζει, πραγματοποιώντας μαντεύματα για την ερχόμενη καλοκαιρινή σοδειά.

Στην Κίο της Βιθυνίας έβαζαν σε ένα ανατολικό παράθυρο λεκάνη με νερό, κλωνάρι ξερό βασιλικό και εικόνισμα της Παναγίας, και κατόπιν θύμιαζαν και έψαλλαν τροπάρια, πιστεύοντας ότι την ώρα γέννησης του Χριστού θα έβλεπαν αστραπές ή όραμα της βρεφοκρατούσας Θεοτόκου. Στην Ήπειρο πήγαιναν στη βρύση, την «κερνούσαν» με γαλακτοκομικά προϊόντα και γλυκά που εναπέθεταν εκεί, και έπαιρναν «αμίλητο νερό», που κατόπιν μετέφεραν στα σπίτια τους. Το βράδυ της παραμονής είναι γνωστοί, από ολόκληρο τον ελλαδικό χώρο, οι αγερμοί των παιδιών, που με τα φανάρια τους περιέρχονταν όλα τα σπίτια του οικισμού, τραγουδώντας τα κάλαντα, και δεχόμενα ως φιλοδώρημα χρήματα, προϊόντα και γλυκά, έθιμο που επιβιώνει ως τις μέρες μας, ακόμη και στα αστικά περιβάλλοντα των πόλεών μας.

Τα χριστουγεννιάτικα κάλαντα διηγούνται τη γέννηση του Χριστού και την επίσκεψη των μάγων στη φάτνη του. Υπάρχουν διάφορες κατά τόπους παραλλαγές των χριστουγεννιάτικων καλάντων, στα οποία συχνά βρίσκουμε συμβολισμούς γεωργικής και κτηνοτροφικής ευγονίας. Τα κάλαντα αυτά, πέρα από το βασικό θέμα τους, τα κάλαντα επαινούν το σπίτι και την οικογένεια, με ευχές και επαίνους για το νοικοκυριό και την ευημερία του. Οι ευχές αυτές έχουν μάλιστα ιδιαίτερη σημασία για τη λαογραφία, καθώς αντανακλούν και αποτυπώνουν τις κοινωνικά αποδεκτές και επιθυμητές αρετές, οι οποίες πρέπει να χαρακτηρίζουν τους ανθρώπους, στα πλαίσια της παραδοσιακής κοινότητας, άρα προσδιορίζουν κοινωνικούς ρόλους και πολιτισμικές ταυτότητες.