Ο Άγιος Αθανάσιος τιμάται από την Ανατολική Ορθόδοξη, την Κοπτική Ορθόδοξη, τη Ρωμαιοκαθολική, τις Λουθηρανικές και τις Αγγλικανικές εκκλησίες. Είναι δε ένας από τους τέσσερις Πατέρες της Ανατολικής εκκλησίας που φέρουν τον τίτλο «Μέγας» μαζί με τούς Βασίλειο, Φώτιο, και Αντώνιο, και ένας από τους 33 Πατέρες της Ρωμαιοκαθολικής εκκλησίας.
Σε ηλικία 25 ετών χειροτονήθηκε διάκονος από τον επίσκοπο Αλεξανδρείας Αλέξανδρο, τον οποίο ακολούθησε στην Α΄ Οικουμενική Σύνοδο το 325, στη Νίκαια της Βιθυνίας , όπου πρωταγωνίστησε στην καταδίκη της διδασκαλίας του Αρείου .Το 328 και σε ηλικία μόλις 33 ετών εξελέγη πατριάρχης Αλεξανδρείας, τον τόπο καταγωγής του.
Όπως προκύπτει από περιγραφές του Γρηγορίου Θεολόγου συμπεραίνεται ότι καταρτίστηκε θεολογικά στην Κατηχητική Σχολή της Αλεξάνδρειας.
Μετά την εκλογή του, άρχισε σημαντικό ποιμαντικό έργο, μελέτησε τις ανάγκες των μοναχών, κληρικών και λαϊκών για την καλύτερη δυνατή συμβίωση και εναρμόνιση των ρόλων τους στο εκκλησιαστικό πλαίσιο. Επίσης ανέπτυξε έντονη αντιαιρετική δράση, με κύριο στόχο την διάδοση του «ορθού» δόγματος της ομοουσιότητας του Πατρός και του Υιού.
Υπήρξε και προεξάρχων μεγάλου φιλανθρωπικού έργου στη περιοχή της Αλεξάνδρειας.
Ο Μέγας Αθανάσιος, ο επονομαζόμενος και «στύλος της ορθοδοξίας», διετέλεσε Επίσκοπος για 46 έτη, εκ των οποίων τα 17 τα πέρασε στην εξορία.
Στο μεταξύ οι θεωρίες του Άρειου βρήκαν πρόσφορο έδαφος στον τότε αυτοκράτορα Κωνσταντίνο ο οποίος εναντιώθηκε στις απόψεις του. Όταν πήγε στην Κωνσταντινούπολη να τον βρει όχι μόνο δεν τον συνάντηση αλλά εξορίστηκε στη Γαλάτια.
Αυτή ήταν η πρώτη του εξορία του, που διήρκεσε 2 έτη και 4 μήνες.Επέστρεψε το 337 μ.Χ μετά το θάνατο του αυτοκράτορα Κωνσταντίνου.
Η επιστροφή του Αθανασίου συνοδεύτηκε, όπως αναμενόταν, από τον διαρκή πόλεμο των Αρειανών οι οποίοι καταφέρνουν και τον εξορίζουν και πάλι, αυτή τη φορά στη Ρώμη. Όμως ο επίσκοπος εκεί Ιούλιος συγκάλεσε σύνοδο και κήρυξε την αθωότητά του και το 346 μ.Χ., 6 έτη μετά την εξορία του επέστρεψε και πάλι στην Αλεξάνδρεια.
'Οταν ο Κωνστάντιος ανέλαβε αυτοκράτορας στη και πάλι οι Αρειανοί καλούν σύνοδο, καθαιρούν τον Αθανάσιο και στέλνουν άγημα 5000 στρατιωτών με τον Ρωμαίο στρατηλάτη Συριανό, με σκοπό να τον εξοντώσουν οριστικά. Πλήθος πιστών όμως τον φυγαδεύουν στη έρημο, όπου για έξι χρόνια διαφεύγει τη σύλληψη με τη βοήθεια φιλικά διακείμενων μοναχών . Εκείνη την περίοδο ο Αθανάσιος βρήκε την ευκαιρία να γράψει έναν πολύ μεγάλο αριθμό έργων του, ενώ ταυτόχρονα διεξήγαγε δριμεία εκστρατεία, ώστε να κατασταλεί κάθε αρειανή επιρροή.
Όταν ο Ιουλιανός αναβαίνει στο θρόνο ανακαλεί όλους του εξορισμένους επισκόπους, μεταξύ αυτών και τον Αθανάσιο. Ο Ιουλιανός θέλει να επαναφέρει το καθεστώς του πανθέου, από την άλλη ο Αθανάσιος μάχεται με όλες του τις δυνάμεις για την αποκατάσταση της εκκλησίας και το 362 μ.Χ. εξορίζεται και πάλι αυτή τη φορά στη Θηβαΐδα μέχρι το θάνατο του Ιουλιανού.
Επανέρχεται αλλά και πάλι εξορίζεται για μόλις τέσσερις μήνες .Ο Αυτοκράτορας ς φοβούμενος εξέγερση από την αγανάκτηση των κατοίκων της Αλεξάνδρειας, ανακάλεσε από την εξορία τον Αθανάσιο. Έκτοτε μέχρι και τον θάνατο του, παρέμεινε στη θέση του, χωρίς διωγμούς.
Το εξαιρετικό παρά τις εξορίες στην περίπτωση του Αγίου Αθανασίου, είναι το πλούσιο συγγραφικό έργο, παρά τις πολύ μεγάλες διώξεις και εξορίες τις οποίες υπέστη. Δεν σώθηκαν όλα τα έργα του και από τα διασωθέντα, πολλά νοθεύτηκαν από αιρετικούς και αποδόθηκαν σε αυτόν χωρίς να είναι γνήσια.
Ανάλογα με το περιεχόμενο τους οι πατρολόγοι κατατάσσουν τα έργα του Μεγάλου Αθανασίου σε πέντε ενότητες. Στα απολογητικά, υπέρ του Χριστιανισμού, αντιαιρετικά, ερμηνευτικά-ασκητικά και πρακτικά-επιστολές.
Είναι συγγραφέας πολλών έργων όπως «Κατά ειδώλων», «περί ενανθρωπήσεως του Λόγου» και διαφόρων επιστολών με κυριότερη την ΛΘ΄ (39η) όπου υπάρχει κανόνας (κατάλογος) των βιβλίων της Καινής Διαθήκης. Του αποδίδεται επίσης το Σύμβολο του αγίου Αθανασίου ή Symbolum Quicunqve, ένα από τα πρώτα σύμβολα της χριστιανικής πίστης το οποίο πολλοί δυτικοί μελετητές ισχυρίζονται ότι πρωτογράφτηκε στα Λατινικά.
Οι ίδιοι θεολόγοι θεωρούν λανθασμένη την άποψη που έχει επικρατήσει ότι ο Αθανάσιος έγραψε το συγκεκριμένο σύμβολο και ο J.N.D. Kelly, σύγχρονος μελετητής των πατερικών κειμένων, θεωρεί ως πιθανότερο συγγραφέα τον Βικέντιο του Λερίν.
Η υπόθεση αυτή ωστόσο δεν έχει γίνει αποδεκτή από την επιστημονική κοινότητα καθότι ο Βικέντιος είχε ελλιπή γνώση της ελληνικής γλώσσας στην οποία είναι πιο πιθανό να συντάχθηκε αρχικά το κείμενο. Σε αντίθετη περίπτωση, η διαμάχη γύρω από το Filioque θα είχε ξεκινήσει αμέσως εφόσον οι Ανατολικοί Πατέρες δεν υπήρχε καμία περίπτωση να δεχτούν άλλη εκπόρευση του Αγίου Πνεύματος εκτός από αυτή του Πατέρα.
Την πρώτη συγγραφική του προσπάθεια την έκανε με το έργο «Κατά Ελλήνων» στρέφοντας τα βέλη του κατά των ειδωλολατρών. Το δεύτερο επιγράφεται «Λόγος περί ενανθρωπήσεως του λόγου», συνοψίζοντας τη διδασκαλία της εκκλησίας περί σωτηρίας του ανθρώπου. Μεγάλο τμήμα της συγγραφής του, αφορά την αίρεση των αρειανών με κυριότερα, «4 λόγοι κατά Αρειανών», «Απολογητικός κατά Αρειανών», «Απολογία προς βασιλέα Κωνστάντιο», «Απολογία περί φυγής αυτού» που πραγματεύονται τις διδασκαλίες της Α΄ Οικουμενικής συνόδου, τις απολογίες σε βάρος του, από τους Αρειανούς και τη φυγάδευση του στην έρημο το 356 μ.Χ.
Από τα ερμηνευτικά, τα περισσότερα έχουν χαθεί, διασώζονται όμως οι ερμηνείες περί ψαλμών. Τέλος από τα ασκητικά και πρακτικά, διασώζονται τα «Βίος και Πολιτεία Πατρός Αντωνίου» και «Περί Παρθενίας».
Από τις επιστολές διακρίνονται οι εορταστικές, προς μοναχό Αμούν, προς Ρουφινιανό, προς Σαρπίωνα, προς Επίκτητο προς Αδέλφιο, προς Μάξιμο και προς Δρακόντιο.
Στην 39η Εορταστική Επιστολή του, το 367 μ.Χ., ο Αθανάσιος απαριθμεί τα 27 βιβλία της Καινής Διαθήκης, γεγονός που αποτελεί την αρχαιότερη σωζόμενη εμφάνιση του κανόνα με την μορφή που έχει μέχρι και σήμερα. Από πληροφορίες που μαθαίνουμε από τον Ωριγένη, στα ταξίδια τα οποία διενήργησε σε κατά τόπους Εκκλησίες, ανέφερε ανάγνωση χωρίων, που απαγγέλλονταν ως Κανονικά. Το εύρος των βιβλίων που χρησιμοποιούνταν με αυτό τον τρόπο ήταν αρκετά μεγαλύτερο από τον πυρήνα των βιβλίων που χαρακτηρίστηκαν ως θεόπνευστα και κανονικά.
Η Ορθόδοξη Εκκλησία τιμά τη μνήμη του Αγίου Αθανασίου ετησίως δύο φορές το χρόνο.
Στις 2 Μαΐου, που είναι και η ημερομηνία κοίμησης του αγίου, το οποίο το μαθαίνουμε από Κώδικα των Καυσοκαλυβίων. Υπάρχει διάσταση απόψεων κάτα πόσο βέβαιο είναι, αν πρόκειται για την κοίμηση του ή την ανακομιδή των λειψάνων όπως ο Λαυριώτικος Κώδικας υποστηρίζει.
Η δεύτερη εορτή του τιμάται στις 18 Ιανουαρίου μαζί με τον Άγιο Κύριλλο, χωρίς να είναι γνωστό, το γιατί και πότε καθιερώθηκε αυτή η εορτή, είναι πολύ πιθανό να τοποθετήθηκε η εορτή του Αθανασίου και Κυρίλλου στις 18 Ιανουαρίου, αμέσως μετά τη γιορτή του Μ. Αντωνίου, για να δειχθεί η πνευματική τους εξάρτηση και συνέχεια με τον Μέγα Αντώνιο, ο οποίος ήταν και ο πνευματικός τους πατέρας.
Η Λουθηρανική, η Αγγλικανική και η Καθολική εκκλησία τιμούν τη μνήμη του στις 2 Μαΐου. Βάση του εορτολογίου της Εκκλησιάς η 2 Μαΐου είναι η ανακομιδή των ιερών λειψάνων του ενώ η 18 Ιανουαρίου είναι η κύρια ημέρα μνήμης του αγίου, ενώ την ιδία μέρα εορτάζεται και η κοίμηση του Αγίου Κυρίλλου.