«World Politics Review»: Πολύ δύσκολη η αποκατάσταση των ευθραύστων σχέσεων με την Τουρκία υπό την προεδρία Μπάιντεν

 
«World Politics Review»: Πολύ δύσκολη η αποκατάσταση των ευθραύστων σχέσεων με την Τουρκία υπό την προεδρία Μπάιντεν

Ενημερώθηκε: 07/01/21 - 22:15

Δύσκολες μέρες αναμένεται να έρθουν για την Τουρκία μετά την επίσημη ανάληψη της Προεδρίας των ΗΠΑ από το Τζο Μπάιντεν σύμφωνα με άρθρο που δημοσιεύτηκε στην αμερικανική ιστοσελίδα «World Politics Review».

Συγκεκριμένα όπως τονίζεται στο άρθρο η εξομάλυνση των σχέσεων ΗΠΑ και Τουρκίας είναι απίθανο να έρθει αν ο Ερντογάν δεν αλλάξει πολιτική όσο αφορά τους ρωσικούς πυραύλους S-400, την αυξανόμενη επιθετικότητα του κατά της Ελλάδας και της Κύπρου, και δεν σταματήσει την ρητορική μίσους κατά της Δύσης. Αν συνεχίσει έτσι ο Ερντογάν τότε, όπως σημειώνει η αμερικανική ιστοσελίδα, η Τουρκία θα έρθει αντιμέτωπη με περαιτέρω κυρώσεις τόσο από τις ΗΠΑ όσο και από την Ε.Ε. καθώς και με διπλωματική ,οικονομική και στρατιωτική απομόνωση.

Αναλυτικά το άρθρο που υπογράφει η Σίναν Σίντι, καθηγήτρια σε θέματα Εθνικής Ασφάλειας στο μεταπτυχιακό πρόγραμμα Διοίκησης και Προσωπικού του Πανεπιστημιακού Στρατιωτικού Ιδρύματος των Πεζοναυτών των ΗΠΑ.

«Καθώς ο εκλεγμένος πρόεδρος Τζο Μπάιντεν ετοιμάζεται να αναλάβει τα καθήκοντά του, πολλοί σύμμαχοι και εταίροι των ΗΠΑ αναζητούν μια ευκαιρία για καλύτερες σχέσεις με την Ουάσινγκτον. Ωστόσο, η Τουρκία, υπό την ηγεσία του Προέδρου της, Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν, θα αντιμετωπίσει μια δύσκολη μάχη για την επίλυση των συνεχιζόμενων διαφορών της με τις Ηνωμένες Πολιτείες, για να μην αναφέρουμε τους άλλους συμμάχους της στο ΝΑΤΟ.

Υπάρχουν τρία μεγάλα εμπόδια στην επανεκκίνηση των σχέσεων της Τουρκίας με τη Δύση. Πρώτον, οι ΗΠΑ παραμένουν αντιμέτωπες με την Τουρκία για την απόφαση του Ερντογάν να αγοράσει ένα προηγμένο πυραυλικό αμυντικό σύστημα από τη Ρωσία (σ.σ. S400). Δεύτερον, η Ευρωπαϊκή Ένωση εξετάζει σκληρές κυρώσεις εναντίον της Άγκυρας για τις γεωτρήσεις της στην Ανατολική Μεσόγειο, σε ύδατα που διεκδικούνται επίσης από την Ελλάδα και την Κύπρο. Και τρίτον, ακόμη και ανεξάρτητα από τους παραπάνω λόγους, η κυβέρνηση του Ερντογάν πιθανότατα θα συνεχίσει να υπονομεύει τις ΗΠΑ και την ΕΕ ως μέρος της εγχώριας εκστρατείας του για να κρατήσει τους Τούρκους ψηφοφόρους στο πλευρό του, ενισχύοντας τα εθνικιστικά αισθήματα.

Νωρίτερα αυτό το μήνα, η κυβέρνηση Τραμπ επέβαλε στοχευμένες αλλά αυστηρές κυρώσεις εναντίον της Τουρκίας ως απάντηση στην απόκτηση του ρωσικού συστήματος πυραυλικής άμυνας S-400 το 2019. Οι κυρώσεις, που στοχεύουν την αμυντική βιομηχανία της Τουρκίας, βασίστηκαν στο νόμο CAATSA. Το Κογκρέσο, εξαγριωμένο από την καθυστέρηση που υπήρχε, περιέλαβε μια διάταξη που επιβάλλει την επιβολή κυρώσεων εντός 30 ημερών στο ετήσιο αμυντικό νομοσχέδιο που πέρασε με συντριπτική πλειοψηφία τον περασμένο μήνα.

Η απόφαση του Ερντογάν να αγοράσει τους S-400 έχει προκαλέσει εδώ και καιρό την δυσαρέσκεια των ΗΠΑ και του ΝΑΤΟ, καθώς το σύστημα δεν είναι συμβατό με την υπάρχουσα αμυντική υποδομή της συμμαχίας. Το προηγμένο ραντάρ των S-400 θα μπορούσε επίσης να συλλέξει ευαίσθητες πληροφορίες σχετικά με τις δυνατότητες του ΝΑΤΟ - κυρίως, τα πρόσφατα αναπτυχθέντα μαχητικά αεροσκάφη F-35. Ο Ερντογάν πλήρωσε ένα βαρύ τίμημα για την επιμονή του να διατηρήσει τους S-400. Μετά την παράδοση των πρώτων ρωσικών πυραυλικών συστοιχιών στην Τουρκία στα μέσα του 2019, οι ΗΠΑ προχώρησαν σε μια άνευ προηγουμένου απόφαση, την απομάκρυνση της Τουρκίας από το πρόγραμμα F-35 και την ακύρωση της προγραμματισμένης παράδοσης περίπου 100 αεροσκαφών.

Σε σύγκριση με αυτήν την κίνηση, οι πρόσφατες κυρώσεις βάσει του CAATSA ήταν πολύ πιο περιορισμένες, για να αποφευχθούν ευρύτερες ζημιές στην τουρκική οικονομία. Θα περιορίσουν κυρίως την πρόσβαση των τουρκικών ενόπλων δυνάμεων στον αμερικανικό στρατιωτικό εξοπλισμό. Ωστόσο, αντανακλούν την αυξανόμενη εχθρότητα προς την Τουρκία μεταξύ των νομοθετών των ΗΠΑ. Εάν η Τουρκία δεν αλλάξει δραματικά την πορεία της κατά την διάρκεια της προεδρίας Μπάιντεν, είναι απίθανο η κυβέρνηση των ΗΠΑ να άρει αυτές τις κυρώσεις, απομονώνοντας έτσι την Τουρκία εντός του ΝΑΤΟ.

Η επερχόμενη κυβέρνηση του Μπάιντεν είναι επίσης πιθανό να κυνηγήσει πολύ περισσότερο εκκρεμείς ποινικές υποθέσεις εναντίον τούρκικών κρατικών ιδρυμάτων και αξιωματούχων, που είχαν σταματήσει ή καθυστερήσει κατά την προεδρία Τραμπ. Η κίνηση αυτή αναμένεται να δυσχεράνει περαιτέρω τις σχέσεις των δύο κρατών. Τον Οκτώβριο του 2019, οι ομοσπονδιακοί εισαγγελείς των ΗΠΑ κατηγόρησαν την τουρκική κρατική τράπεζα Halkbank για εικαζόμενη συμμετοχή της σε διοχέτευση δισεκατομμυρίων δολαρίων σε χρυσό και μετρητά στο Ιράν, παραβιάζοντας έτσι τις αμερικανικές κυρώσεις κατά της Τεχεράνης.

Πριν όμως από την απαγγελία του κατηγορητήριου, ο Τραμπ είχε ενδώσει στις πιέσεις του Ερντογάν να καθυστερήσει την εκδίκαση της υπόθεσης. Το Υπουργείο Δικαιοσύνης άσκησε κατηγορίες εναντίον της Halkbank, ως αντίδραση των ΗΠΑ, στην διαταγή που έδωσε ο Ερντογάν στα τουρκικά στρατεύματα να εισβάλουν στη Συρία. Στην συνέχεια τον Ιούνιο ο ανώτερος ομοσπονδιακός εισαγγελέας του Μανχάταν, Τζέφρι Μπέρμαν, απολύθηκε για την άρνησή του, σύμφωνα με πληροφορίες, να προβεί σε ευνοϊκό διακανονισμό με Halkbank, που περιλάμβανε ασυλία για άτομα που είναι ύποπτα για συμμετοχή στην υπόθεση.

Χωρίς σημαντικές αλλαγές πολιτικής και συμπεριφοράς από τον Ερντογάν, η Τουρκία είναι πιθανό να αντιμετωπίσει περαιτέρω κυρώσεις από τις ΗΠΑ και την ΕΕ.

Ο διάδοχος του Μπέρμαν, ο οποίος θα διοριστεί από τον Γενικό Εισαγγελέα του Μπάιντεν, σίγουρα θα κυνηγήσει αυτή την υπόθεση μέχρι τέλους. Εάν καταδικαστεί η Halkbank, θα μπορούσε να αντιμετωπίσει πρόστιμα δισεκατομμυρίων δολαρίων και τρομερές οικονομικές συνέπειες που θα γίνουν αισθητές σε ολόκληρη την τουρκική οικονομία. Οι εισαγγελείς των ΗΠΑ θα μπορούν επίσης να απαγγείλουν κατηγορίες σε στελέχη της Halkbank και σε άλλα άτομα που εμπλέκονται σε διευκόλυνση υπόπτων συναλλαγών.

Ο Ερντογάν έχει πιέσει σκληρά, μέσω των λόμπι, για να αποτρέψει τέτοιες κινήσεις και αναφέρεται ότι έχει ήδη επικοινωνήσει με την ομάδα του Μπάιντεν. Ωστόσο, είναι απίθανο ο Μπάιντεν να παρέμβει στην υπόθεση Halkbank, δεδομένης της επιθυμίας του να αποκαταστήσει την ανεξαρτησία του Υπουργείου Δικαιοσύνης μετά τον Τραμπ. Ο Μπάιντεν έχει επίσης δεσμευτεί να ανοικοδομήσει τη φήμη των ΗΠΑ μεταξύ των συμμάχων και των εταίρων του ως εγγυήτρια των ισχυρών δημοκρατικών θεσμών και του κράτους δικαίου. Αυτό σημαίνει ότι τόσο στην υπόθεση Halkbank όσο και στη διαμάχη για τους S-400, το βάρος για τη βελτίωση των σχέσεων πέφτει στον Ερντογάν. Κινήσεις ουσίας όπως ο τερματισμός της εξαγοράς των S-400 και διευθέτηση της υπόθεσης Halkbank, σύμφωνα με τους όρους που θα θέσουν οι εισαγγελείς του Υπουργείου Δικαιοσύνης, θα βοηθούσαν σίγουρα στην εξομάλυνση των σχέσεων των δύο χωρών.

Ωστόσο, ο Ερντογάν είναι απίθανο να το κάνει δεδομένης της συνεχώς αρνητικής στάσης του απέναντι στις ΗΠΑ και τη Δύση, κατηγορώντας τους συχνά για τα προβλήματα της Τουρκίας. Εν μέρει λόγω αυτής της ιστορίας σκληρής ρητορικής, το 48% των Τούρκων θεωρούν πλέον τις ΗΠΑ ως τη μεγαλύτερη απειλή για τη χώρα τους, σύμφωνα με πρόσφατη έρευνα.

Παρόμοια άποψη επικρατεί και για την ΕΕ, η οποία απειλεί την Τουρκία με κυρώσεις λόγω των επιθετικών κινήσεών της σε διεκδικούμενα χωρικά ύδατα της Μεσογείου. Καθ 'όλη τη διάρκεια του 2020, η κυβέρνηση του Ερντογάν ενήργησε σύμφωνα με τους επεκτατικούς ισχυρισμούς της σχετικά με τα δικαιώματα της για γεώτρηση πετρελαίου και φυσικού αερίου στον βυθό της Ανατολικής Μεσογείου. Η Τουρκία είναι ιδιαίτερα εχθρική απέναντι στην Ελλάδα και την Κύπρο, κατηγορώντας την πρώτη ότι προσπάθησε να μετατρέψει το Αιγαίο Πέλαγος σε «Ελληνική Λίμνη», λόγω των πολυάριθμων ελληνικών νησιών που η Αθήνα ισχυρίζεται ότι το καθένα έχει τη δική του αποκλειστική οικονομική ζώνη που εκτείνεται στα 200 ναυτικά μίλια.

Ο Ερντογάν αμφισβήτησε έντονα τους ισχυρισμούς της Ελλάδας στέλνοντας ερευνητικά σκάφη σε αμφισβητούμενα ύδατα, συνοδευόμενα από πλοία του τουρκικού πολεμικού ναυτικού. Άλλες ευρωπαϊκές χώρες, ιδίως η Γαλλία, αντέδρασαν στέλνοντας τα δικά τους πολεμικά πλοία για να βοηθήσουν την Ελλάδα και την Κύπρο, αυξάνοντας έτσι τις εντάσεις και προκαλώντας φόβους για στρατιωτική σύγκρουση . Παρόλο που ο Ερντογάν γνωρίζει ότι η αντιπαράθεση αυτή βλάπτει τις σχέσεις του τόσο με την ΕΕ όσο και με τις ΗΠΑ, προτιμά να στρέφει την τουρκική κοινή γνώμη κατά της Δύσης. Αν και αυτή φαίνεται να είναι μια κοντόφθαλμη στρατηγική, είναι ζωτικής σημασίας για τον Ερντογάν, ο οποίος πρέπει να ενισχύσει την υποστήριξή του στο εσωτερικό της χώρας τους εάν θέλει να παραμείνει στην εξουσία.

Η τουρκική κυβέρνηση εξακολουθεί να ανησυχεί βαθιά για την προοπτική της κυβέρνησης Μπάιντεν, που έχει δεσμευτεί να αποκαταστήσει τη θέση των ΗΠΑ στην παγκόσμια σκηνή συνεργαζόμενη στενά με τους Ευρωπαίους συμμάχους της. Για να αποκατασταθούν οι σχέσεις με την Τουρκία, θα απαιτηθούν σημαντικές αλλαγές πολιτικής και συμπεριφοράς από τον Ερντογάν. Όσο απίθανη και να είναι αυτή η προοπτική, χωρίς τέτοιες αλλαγές, η Άγκυρα είναι πιθανό να αντιμετωπίσει και άλλες κυρώσεις, με αποτέλεσμα την περαιτέρω οικονομική, διπλωματική και στρατιωτική απομόνωση της.»