Καθώς η τουρκική λίρα χάνει όλο και μεγαλύτερο μέρος της αξίας της έναντι του δολαρίου, με την πτώση της να επιταχύνεται μετά και την τελευταία μείωση των επιτοκίων, οι τουρκικές επιχειρήσεις γονατίζουν καθώς εισάγουν τις πρώτες ύλες τους και τις πληρώνουν σε δολάρια. Την ίδια στιγμή, επαγγελματικοί κλάδοι χαμηλού εισοδήματος και τα λαϊκά στρώματα που στήριξαν τον Ταγίπ Ερντογάν τείνουν να τον εγκαταλείψουν καθώς το βιοτικό τους επίπεδο έχει καταβαραθρωθεί εξαιτίας της πολιτικής του Τούρκου προέδρου.
Υπάρχουν βέβαια και ορισμένες εξαγωγικές επιχειρήσεις που επωφελούνται από την καταβαράθρωση της τουρκικής λίρας, που χθες υποχώρησε πλέον σε επίπεδα γύρω στις 16 λίρες προς ένα δολάριο καταγράφοντας νέες απώλειες 2,6%. Ανάμεσά τους κυρίως οι εισηγμένες στο χρηματιστήριο της Κωνσταντινούπολης, αερομεταφορείς, αμυντικοί όμιλοι, αυτοκινητοβιομηχανίες και χημικές βιομηχανίες και γενικώς όσες βιομηχανίες έχουν έσοδα σε δολάρια, ενώ πληρώνουν το προσωπικό τους σε τουρκικές λίρες. Οι περισσότερες εταιρείες πιέζονται, όμως, καθώς παράλληλα με την εξαιρετικά δυσμενή ισοτιμία του τουρκικού νομίσματος αντιμετωπίζουν και την παρατεταμένη και εντεινόμενη αβεβαιότητα των προεδρικών πειραματισμών. Οπως επισημαίνει σχετικό ρεπορτάζ των Financial Times, η ραγδαία υποχώρηση της τουρκικής λίρας έχει καταστήσει εξαιρετικά φθηνές και ανταγωνιστικές τις τουρκικές εξαγωγές, με αποτέλεσμα να πλημμυρίζουν οι παραγγελίες από το εξωτερικό τη βιομηχανία κλωστοϋφαντουργίας των 30 δισ. δολαρίων. Πολλές από τις εταιρείες του κλάδου δεν έχουν, όμως, παρά μόνο 50% πιθανότητες να επιβιώσουν μέσα στους επόμενους 12 μήνες. Το κόστος των υφασμάτων και των ινών που χρησιμοποιούν για την παραγωγή τους, καθώς και των περισσότερων πρώτων υλών τιμολογείται σε δολάριο και έχει εκτοξευθεί στα ύψη. Ετσι τα καταστήματα ενδυμάτων του εμπορικού κέντρου Μέρτερ στην καρδιά της Κωνσταντινούπολης ετοιμάζονται να αντιμετωπίσουν μια καταιγίδα μέσα στην επόμενη άνοιξη.
Ο Ερντογάν επιμένει να επαναλαμβάνει τη θεωρία του περί κινεζοποίησης της τουρκικής οικονομίας και να υπόσχεται πως με το φθηνό νόμισμα η χώρα των 83 εκατ. ανθρώπων θα γνωρίσει μια θεαματική αύξηση των εξαγωγών της, των επενδύσεων αλλά και των θέσεων εργασίας. Επικαλείται επανειλημμένως το κινεζικό θαύμα και τον μετασχηματισμό της κινεζικής οικονομίας μετά τις μεταρρυθμίσεις του 1978 ως απόδειξη πως το μοντέλο αυτό αποφέρει καρπούς. Οπως, βέβαια, επισημαίνουν οι επικριτές του, στην πραγματικότητα υποβάλλει τη χώρα σε ένα κολοσσιαίο οικονομικό πείραμα. Ανάμεσά τους ο Ντουρμούς Γιλμάζ, πρώην διοικητής της κεντρικής τράπεζας που τόνισε προ ημερών πως ο Τούρκος πρόεδρος μετατρέπει τη χώρα σε ένα «εργαστήριο εξεζητημένων ιδεών». Παράλληλα, ο Αλί Ακεμίκ, οικονομολόγος με ειδίκευση στις δύο οικονομίες Κίνας και Τουρκίας και καθηγητής στο Πανεπιστήμιο Yamaguchi της Ιαπωνίας, επισημαίνει ότι σε αντίθεση με την Κίνα, η Τουρκία δεν διαθέτει ένα σαφές «βιομηχανικό όραμα». Η πλέον ηχηρή δήλωση είναι πάντως ενός τραπεζικού στελέχους στο Λονδίνο, που επίσης ειδικεύεται στις δύο οικονομίες και τόνισε πως δεν επαρκεί η μεγάλη υποτίμηση του νομίσματος για να υπάρξει ευημερία σε μια οικονομία, γιατί «αν ήταν έτσι, η Ζιμπάμπουε θα ήταν τεχνολογική υπερδύναμη».
Σχετικό ρεπορτάζ του Bloomberg καταγράφει, έτσι, τη δυσφορία που εκφράζουν λαϊκά στρώματα της Ριζούντας, της ιδιαίτερης πατρίδας του Ερντογάν, από τους ψαράδες, τις μικρές επιχειρήσεις λιανικών πωλήσεων, τους απλούς υπαλλήλους των καφενείων και των σταθμών φυσικού αερίου, ακόμη και των καλλιεργητών τσαγιού, εν ολίγοις τους χαμηλόμισθους Τούρκους που στήριξαν τον Ερντογάν τις προηγούμενες δύο δεκαετίες. Μιλώντας απευθείας στους απλούς Τούρκους, το πρακτορείο καταγράφει την περίπτωση συνταξιούχου που μόλις είχε αγοράσει κρέας με πίστωση από κρεοπωλείο και δηλώνει ότι ίσως δεν θα μπορεί να αγοράσει άλλο κρέας στο μέλλον, δεδομένου ότι «δεν μπορούμε καν να ξέρουμε ποια θα είναι η τιμή του σε μία ώρα». Στη συνέχεια οι συντάκτες του Bloomberg συνομιλούν με υπάλληλο ενός μικρού καφέ που σερβίρει τσάι και επικρίνει τον Ερντογάν τονίζοντας «δεν μπορείς να λες ότι δεν δέχεσαι τα επιτόκια, όταν η οικονομία σου είναι βαθύτατα συνδεδεμένη με τον υπόλοιπο κόσμο». Η συνηθέστερη κριτική που ακούγεται όμως, ιδιαιτέρως από τα χείλη των φτωχών καθημερινών ανθρώπων στην Τουρκία, είναι «μας κοιτάζουν αφ’ υψηλού γιατί στην αρχή ήταν σαν εμάς, καθημερινοί άνθρωποι, αλλά τώρα ζουν μέσα στην πολυτέλεια». Η κριτική αυτή ακούγεται περισσότερο από οπουδήποτε αλλού στη Ριζούντα, που σημαίνει ότι ο Ερντογάν κινδυνεύει να χάσει τους πλέον πιστούς από τους ψηφοφόρους του.