Ακτινογραφία της ελληνικής οικονομίας από τη γερμανική εφημερίδα Die Welt και το περιοδικό Politico με προειδοποιήσεις για πιθανή χαλάρωση της δημοσιονομικής πειθαρχίας, αλλά και εγκώμια για τον Αλέξη Τσίπρα.
«Σε κίνδυνο η οικονομική ανάκαμψη στην Αθήνα» επιγράφεται η εκτενής ανάλυση που αρχίζει με τον απολογισμό της πρωθυπουργίας Τσίπρα και αναφέρει τα εξής: «Ο Αλέξης Τσίπρας έχει ήδη καταφέρει ουκ ολίγα πολιτικά τεχνάσματα. Ο Έλληνας πρωθυπουργός είχε προκηρύξει δημοψήφισμα κατά της διάσωσης της χώρας του από τη χρεοκοπία, το κέρδισε με τις σημαίες του ΟΧΙ να κυματίζουν και τελικά αγνόησε το αποτέλεσμα. Ένας αντιδημοφιλής στη χώρα του συμβιβασμός σε μία διαμάχη δεκαετιών για το όνομα της γειτονικής Βόρειας Μακεδονίας αναδεικνύει τον Τσίπρα σε 'υλικό για βραβείο Νόμπελ', όπως λέει χαρακτηριστικά ένας Ευρωπαίος διπλωμάτης. Στις Βρυξέλλες και άλλες ευρωπαϊκές πρωτεύουσες ο Τσίπρας κερδίζει τον σεβασμό, καθώς έχει μετεξελιχθεί από αγωνιστής των δρόμων σε πολιτικό ηγέτη, ο οποίος στηρίζει και υλοποιεί ακόμη και αντιδημοφιλείς αποφάσεις».
Στα θετικά στοιχεία της ανάλυσης που παραθέτει η εφημερίδα Die Welt περιλαμβάνεται η βελτίωση που καταγράφει η ελληνική οικονομία, με θετικούς- αν και ισχνούς- δείκτες ανάπτυξης το 2017 και 2018. «Σε εποχές μηδενικών επιτοκίων, υπερθέρμανσης στα χρηματιστήρια και προβλημάτων στις αναδυόμενες αγορές, η Ελλάδα κατάφερε να επιστρέψει στο ραντάρ των επενδυτών που κυνηγούν ευκαιρίες» δηλώνει στη Welt o Κάρστεν Μπρζέσκι, επικεφαλής οικονομολόγος στη γερμανική θυγατρική της τράπεζας ING. «Ωστόσο, παρά τις όποιες βελτιώσεις, δεν πρέπει να είμαστε εύπιστοι. Η Ελλάδα έχει ακόμη πολύ δρόμο μπροστά της», επισημαίνει ο Γερμανός οικονομολόγος.
«Χρειαζόμαστε 3-4% ανάπτυξη»
Τις δυσκολίες που έχουν συσσωρευθεί περιγράφει αναλυτικά στην Welt ο πρόεδρος του ΣΕΒ Θεόδωρος Φέσσας: «Η αποεπένδυση των περασμένων ετών υπολογίζεται σε πάνω από 100 δισεκατομμύρια ευρώ, η ανεργία κυμαίνεται στο απαράδεκτο ποσοστό του 19%. Σε αυτά προστίθενται η γήρανση του πληθυσμού και η συνεχιζόμενη φυγή νέων και ικανών ανθρώπων». Επιπλέον, υποστηρίζει ο πρόεδρος του ΣΕΒ, «τα συνδικάτα και τα περισσότερα πολιτικά κόμματα θέλουν να επιστρέψουν στο παρελθόν και δεν βλέπουν ότι άλλες οικονομίες κινούνται πολύ περισσότερο στην κατεύθυνση της ανταγωνιστικότητας, της δημιουργίας θέσεων εργασίας, της ευελιξίας».
Τη δική του πρόταση καταθέτει στη Welt και ο επικεφαλής της αξιωματικής αντιπολίτευσης Κυριάκος Μητσοτάκης. «Παρά τα όσα έκανε ή δεν έκανε ο Τσίπρας, η οικονομική ανάπτυξη κυμαίνεται γύρω στο 2%. Φανταστείτε πόσο θα ήταν με μία κυβέρνηση φιλική προς τις επενδύσεις», τονίζει ο πρόεδρος της Ν.Δ. Κατά την άποψή του «χρειαζόμαστε 3 ή 4% ανάπτυξη ετησίως, για να φτάσουμε στα επίπεδα ευημερίας που είχαμε πριν από την κρίση». Τι λένε όμως για την ελληνική οικονομία οι οίκοι αξιολόγησης; Η Welt σημειώνει τα εξής: «Ακόμη και οι οίκοι αξιολόγησης, οι οποίοι κάποτε θεωρούνταν υπεύθυνοι για την κρίση καθώς υποβάθμιζαν το αξιόχρεο της Ελλάδας, δεν βλέπουν την υπερχρέωση ως φλέγον πρόβλημα. Και αυτό γιατί τα περισσότερα ελληνικά ομόλογα δεν αποπληρώνονται στο άμεσο μέλλον. Το 2020 και το 2021 η Ελλάδα καλείται να εξοφλήσει λιγότερα από έξι δισεκατομμύρια ευρώ».
«Low spread» ανησυχεί τους Ιταλούς
Στη γειτονική Ιταλία ο συνδυασμός του αυξανόμενου χρέους με την παρατεταμένη πολιτική αβεβαιότητα αποθαρρύνει επενδυτές και οδηγεί σε νέα αύξηση των σπρεντ. Σε σχόλιό της με τίτλο «Το δηλητήριο του λαϊκισμού», η εφημερίδα Süddeutsche Zeitung παρατηρεί: «Ιταλία; Όχι, ευχαριστώ! Να εμπιστευθούμε έναν κυβερνητικό συνασπισμό που αρέσκεται στις αντιπαραθέσεις, κάνοντας όλο και πιο ασταθή τη χώρα με το μεγαλύτερο χρέος στην Ευρώπη; Με τίποτα! Έτσι σκέπτονται και συμπεριφέρονται όλο και περισσότεροι, όταν πρόκειται για τα λεφτά τους. Έτσι έκρινε πριν από μία εβδομάδα και η Blackrock: η μεγαλύτερη εταιρία διαχείρισης κεφαλαίων παγκοσμίως απέσυρε αιφνιδιαστικά την πρότασή της για εξαγορά της προβληματικής τράπεζας Carige. Οι επενδυτές στη Νέα Υόρκη έκριναν υπερβολικά υψηλό το ρίσκο μίας Ιταλίας με μηδενική ανάπτυξη και αυξανόμενο χρέος. Τώρα η κυβέρνηση της Ρώμης θέλει να φορτώσει τη διάσωση της τράπεζας στους φορολογούμενους. Δεν πρόκειται για μεμονωμένη περίπτωση. Και στην Alitalia αποχώρησαν υποψήφιοι επενδυτές. Φαίνεται απίθανο να βάλουν τα λεφτά τους για να υπάγονται στις διαταγές μίας εθνικιστικής κυβέρνησης Λέγκα και Πέντε Αστέρων. Κι έτσι οι κυβερνητικοί εταίροι φλερτάρουν με την ιδέα της επανεθνικοποίησης».
Πηγή: DW