Το πόσο οι πλημμύρες επηρεάζουν την πολιτική στη Γερμανία και φτιάχνουν ή χαλάνε πολιτικές καριέρες είναι γνωστό. Ως υπουργός Εσωτερικών του Αμβούργου, ο Χέλμουτ Σμιτ έγινε γνωστός το 1962 από τον τρόπο που χειρίστηκε τις πλημμύρες στην πόλη του και 12 χρόνια αργότερα έγινε καγκελάριος.
Ο Γκέρχαρντ Σέντερ κινδύνευε να χάσει την επανεκλογή του το 2002, αλλά κατάφερε να πείσει τους ψηφοφόρους για τις ηγετικές του ικανότητες περιοδεύοντας με δραματικό ύφος και γαλότσες στις πλημμυρισμένες περιοχές του ποταμού Ελβα. Ο συντηρητικός αντίπαλός του Εντμουντ Στόιμπερ άργησε να αντιδράσει, έχασε τις εκλογές και εξαφανίστηκε από το πολιτικό σκηνικό.
Με αυτή την έννοια, οι πλημμύρες που προκάλεσαν τον θάνατο τουλάχιστον 170 ανθρώπων την περασμένη εβδομάδα θα έπρεπε να έχουν προκαλέσει μεγάλη αναταραχή στην προεκλογική εκστρατεία. Σε έναν βαθμό αυτό συνέβη, όχι όμως σε σημείο που να επηρεάσει το πιθανό αποτέλεσμα. Η υποστήριξη προς όλα τα πολιτικά κόμματα είναι σχεδόν ταυτόσημη στις δημοσκοπήσεις μ’εκείνη πριν από τις πλημμύρες.
Με ποσοστό περίπου 30%, οι Χριστιανοδημοκράτες και οι Χριστιανοσιαλιστές κρατούν τη διαφορά των δέκα περίπου μονάδων που έχουν χτίσει εδώ και μερικούς μήνες από τους Πράσινους. Οι τελευταίοι προπορεύονταν τον Απρίλιο, αλλά πλέον μοιάζουν ανίκανοι να καλύψουν το έδαφος που έχασαν έκτοτε.
Οι Σοσιαλδημοκράτες έχουν βαλτώσει στην τρίτη θέση με ποσοστό 16%, ενώ οι Ελεύθεροι Δημοκράτες έρχονται τέταρτοι με 12%. Στις επόμενες θέσεις βρίσκονται η Εναλλακτική Γερμανία και η Αριστερά, δύο κόμματα που θεωρούνται υπερβολικά ακραία για να λάβουν μέρος σε μια κυβέρνηση.
Με άλλα λόγια, η κεντροδεξιά φαίνεται ότι θα ηγηθεί και πάλι της επόμενης κυβέρνησης. Το ερώτημα είναι με ποιον θα συμμαχήσει. Ολοι οι συνδυασμοί που είχαν αναφερθεί πριν από τις πλημμύρες, περιλαμβανομένης της συνεργασίας Χριστιανοδημοκρατών και Πρασίνων, είναι πιθανοί. Όλα θα κριθούν την ημέρα των εκλογών.
Τούτων λεχθέντων, οι πλημμύρες έχουν σημασία, για διάφορους λόγους. Εστρεψαν τους προβολείς στον Αρμιν Λάσετ, τον υποψήφιο της κεντροδεξιάς, και το αποτέλεσμα δεν ήταν κολακευτικό. Οι Γερμανοί περιμένουν από τους ηγέτες τους να είναι σοβαροί, ιδιαίτερα σε στιγμές κρίσης, όχι να χασκογελάνε όπως έκανε ο Λάσετ στη διάρκεια μιας επίσκεψής του σε μια πλημμυρισμένη πόλη.
Μέχρι τις πλημμύρες, το μήνυμα του Λάσετ προς τους Γερμανούς ήταν να τον εμπιστευθούν ώστε να μην αλλάξει ρότα η Γερμανία σε σχέση με την καγκελαρία της Αγγελα Μέρκελ. Ο Λάσετ υποστήριζε επίσης τη βιομηχανία του άνθρακα στη Βόρεια Ρηνανία-Βεστφαλία. Η θέση αυτή όμως βρίσκεται πλέον σε κίνδυνο, καθώς τόσο η πολιτική τάξη όσο και τα μέσα ενημέρωσης συμφωνούν ότι οι πλημμύρες συνδέονται με την κλιματική αλλαγή.
Αυτή η συναίνεση προκαλεί δυσκολίες στους Πράσινους, καθώς η περιβαλλοντική τους πολιτική δεν τους καθιστά πλέον κάτι διαφορετικό από τους άλλους. Για πολλούς ψηφοφόρους, το ερώτημα είναι κατά πόσον η Αναλένα Μπέρμποκ, η υποψήφια των Πρασίνων για την καγκελαρία, διαθέτει τις απαραίτητες προσωπικές ικανότητες για τη δουλειά. Από τον περασμένο Μάιο, αυτή είναι η αχίλλειος πτέρνα των Πρασίνων.
Οι πλημμύρες αποκάλυψαν όμως και την απουσία των αναγκαίων επενδύσεων στις υποδομές στα χρόνια της Μέρκελ. Το πολυδιαφημισμένο ομοσπονδιακό μοντέλο διακυβέρνησης δεν ικανοποιεί τις ανάγκες των πολιτών όταν οι πολιτικοί επαφίενται στη μακαριότητά τους.
Για τους λόγους αυτούς, η επόμενη κυβέρνηση δεν θα πρέπει να λάβει μόνο μέτρα για την κλιματική αλλαγή, αλλά να κάνει και περισσότερες επενδύσεις στον οικονομικό εκσυγχρονισμό της χώρας. Ισως λοιπόν η διαφοροποίηση από την εποχή της Μέρκελ να είναι μεγαλύτερη απ’ όσο νομίζουμε.
(*) O Τόνι Μπάρμπερ είναι αρθρογράφος των Financial Times