Από τότε που ξεκίνησε την προεκλογική του εκστρατεία, το 2015, ο πρόεδρος Τραμπ έχει προκαλέσει συγκρίσεις με τον Ιταλό δικτάτορα Μπενίτο Μουσολίνι (δεν βοήθησε ότι στη μέση της εκστρατείας του τουιτάρισε μια φράση του Μουσολίνι επειδή, όπως είπε, τη βρήκε «ενδιαφέρουσα». Τέτοιες συγκρίσεις ήταν κάποτε αδιανόητες για αμερικανούς δημοκρατικούς ηγέτες, αλλά η ναρκισσιστική προσωπικότητα του Τραμπ και οι ακραίες δημόσιες δηλώσεις του τις έχουν επιτρέψει.
Οι αναλογίες αυτές όμως μπορεί να αποβούν παραπλανητικές. Η δικτατορία του Μουσολίνι ήταν ένας συνδυασμός βίας και λογοκρισίας. Ο Τραμπ πάλι, ως υποψήφιος και στη συνέχεια ως πρόεδρος, δεν εισήλθε σε μια πολιτική σκηνή που χαρακτηριζόταν από βία και δεν άσκησε ποτέ έλεγχο στα μέσα ενημέρωσης, έστω κι αν επωφελήθηκε από τη φιλική στάση ενός μέρους του συντηρητικού Τύπου.
Αντί να συνδέεται ο Τραμπ με τους τρόπους που χρησιμοποίησε ο Μουσολίνι για να γίνει δικτάτορας στην Ιταλία, μια καλύτερη σύγκριση θα ήταν με τους τρόπους που επέτρεψαν στον δικτάτορα να αποκτήσει υψηλή δημοτικότητα στην Αμερική της δεκαετίας του 1920. Πολλοί αναγνώστες θα εκπλαγούν όταν μάθουν για την ενθουσιώδη ανταπόκριση των Αμερικανών στη μαζική διαδήλωση φασιστικών στρατευμάτων το 1922 στη Ρώμη που οδήγησε τον βασιλιά να διορίσει τον Μουσολίνι πρωθυπουργό.
Δεν ήταν κάτι τυχαίο. Φασίστες αξιωματούχοι πίεζαν από τις αρχές της δεκαετίας τους αμερικανούς δημοσιογράφους να καλύπτουν με θετικό τρόπο την προσωπικότητα του Μουσολίνι. Και αυτό συνεχίστηκε μέχρι την άνοδο του Χίτλερ στην εξουσία, το 1933, για να αλλάξει ριζικά μετά την εισβολή της Ιταλίας στην Αβησσυνία τον Οκτώβριο του 1935, που οδήγησε στην επιβολή οικονομικών κυρώσεων από την Κοινωνία των Εθνών και την αποχώρηση του Μουσολίνι από τον οργανισμό.
Οι περισσότεροι ιστορικοί θεωρούν ότι η υποστήριξη του Ντούτσε από την Αμερική οφειλόταν μόνο στην προσπάθεια να γίνει η Ιταλία αντικομμουνιστικό προπύργιο και κόμβος εμπορικών επενδύσεων. Αυτό όμως δεν αποτελεί επαρκή εξήγηση. Οι διαχειριστές της εικόνας του Μουσολίνι εκμεταλλεύτηκαν τις ανησυχίες που υπήρχαν στην Αμερική για την εκστρατεία υπέρ της ισότητας των φύλων, παρουσιάζοντας τον δικτάτορα ως έναν ισχυρό και αρρενωπό ηγέτη. Αυτό συνδυάστηκε και με την ανάπτυξη της βιομηχανίας του κινηματογράφου. Στις 3 Νοεμβρίου 1922, λίγες ημέρες μετά την Πορεία προς τη Ρώμη, η Birmingham Age-Herald έγραψε ότι ο Μουσολίνι έμοιαζε με «αστέρα του κινηματογράφου». Και τον Φεβρουάριο του 1927, το Motion Picture Magazine δημοσίευσε μια φωτογραφία των Μέρι Πίκφορντ και Ντάγκλας Φέρμπανκς, του ισχυρού ζεύγους του Χόλιγουντ, να σχηματίζουν τον φασιστικό χαιρετισμό. Η λεζάντα έγραφε ότι η χειρονομία αυτή αποτελούσε προσωπικό φόρο τιμής στον Ντούτσε, τον οποίο είχαν συναντήσει ένα χρόνο νωρίτερα στη Ρώμη και θαύμαζαν απεριόριστα.
Η αύξηση της δημοτικότητας του Ντούτσε συνοδεύτηκε από την άνοδο ενός άλλου σταρ του κινηματογράφου, του Ροντόλφο Βαλεντίνο. «Πρέπει να υπάρχει ένας ηγέτης για ένα έθνος, μια χώρα, ένα σπίτι», είπε ο Βαλεντίνο σε μια συνέντευξή του. «Η ισότητα δεν υπάρχει. Η γυναίκα δεν είναι ίση με τον άνδρα, ούτε πνευματικά ούτε με άλλο τρόπο».
Ο Βαλεντίνο και ο Μουσολίνι γοήτευσαν το αμερικανικό κοινό χάρις σε τέτοιες αντιδημοκρατικές και μισογυνικές δηλώσεις. Οι εικόνες τους όμως ήταν αποτέλεσμα προσεκτικής διαχείρισης από στελέχη και στις δύο πλευρές του Ατλαντικού. Η κουλτούρα της διασημότητας στην Αμερική του 20ού αιώνα ήταν προϊόν της έντασης ανάμεσα στην αυξημένη πρόσβαση στην κατανάλωση, την πληροφορία και τα πολιτικά δικαιώματα, από τη μια πλευρά, και την προσωπική απήχηση αρρένων ηγετών από την άλλη. Οι Αμερικανοί έβρισκαν την αντιδημοκρατική και μισογυνική στάση των διασήμων καθησυχαστική.
Η κληρονομιά αυτή εξακολουθεί να κυριαρχεί και σήμερα στα μέσα ενημέρωσης. Χάρις στην κάλυψη των προκλήσεών του από άτομα και μέσα, ο Τραμπ έχει καταφέρει να αποκτήσει ένα κύρος, στο όνομα του νόμου και της τάξης. Κι εμείς, οι χρήστες των μέσων κοινωνικής δικτύωσης, φέρουμε κάποια ευθύνη. Γιατί πρέπει να θυμόμαστε ότι ο Τραμπ κέρδισε αυτό το κύρος χάρις σε τουιτς που καταλήγουν στους δικούς μας τοίχους.
Τζόρτζιο Μπερτελίνι, καθηγητής ιστορίας του κινηματογράφου στο Πανεπιστήμιο του Μίσιγκαν / The Washington Post/ ΑΠΕ