Η Amazon και το Facebook κερδίζουν δισεκατομμύρια παγκοσμίως, αλλά συχνά δεν πληρώνουν καθόλου φόρους. H Apple, έχοντας μεταφέρει στην Ιρλανδία την έδρα της, έχει ετήσια φορολογική επιβάρυνση …0,005%, επί των κερδών της. Αποτέλεσμα; Οι ψηφιακοί κολοσσοί να εξασφαλίζουν κέρδη ρεκόρ, αλλά καταβάλουν ψίχουλα σε χώρες που βλέπουν τη φορολογική βοήθεια ως εθνικό επιχειρηματικό μοντέλο. Αυτή η πρωτοφανής φοροαποφυγή έγινε ακόμη πιο τρανταχτή στη διάρκεια της πανδημίας: Όταν τα κράτη αναγκάστηκαν να δαπανήσουν δισεκατομμύρια ευρώ για να ενισχύσουν τις κοινωνίες και τις υποδομές από τις οποίες επωφελούνται επίσης οι πολυεθνικοί κολοσσοί. Είναι «σημαντική», λοιπόν, κατ` αρχήν, η απόφαση των υπουργών Οικονομικών των Επτά πλουσιότερων χωρών του κόσμου να επιβάλουν παγκοσμίως ελάχιστο φόρο 15% στις πολυεθνικές, ανεξάρτητα από το αν δηλώνουν τα κέρδη τους σε χώρες -φορολογικούς παραδείσους. Σίγουρα δεν πρόκειται για «επανάσταση», όπως έσπευσαν να κάνουν λόγο ορισμένοι πολιτικοί. Ο Αμερικανός πρόεδρος Τζο Μπάιντεν που είχε την ιδέα, είχε ζητήσει αρχικά να επιβληθεί ελάχιστος φόρος 21%, αλλά μπροστά στον κίνδυνο να ναυαγήσει το σχέδιό του, συμβιβάστηκε στο 15%. Ηδη, οι εκπρόσωποι του Facebook και της Google χαιρέτισαν τη συμφωνία του G7 -μια σαφής ένδειξη ότι δεν πρόκειται για επανάσταση, με την έννοια της «της κοινωνικής δικαιοσύνης», όπως λέει η Γκαμπριέλα Μπούχερ , εκτελεστική διευθύντρια της ανθρωπιστικής οργάνωσης Oxfam International. «Η G7 είχε την ευκαιρία να σταθεί δίπλα στους φορολογούμενους, αντίθετα επέλεξε να σταθεί στο πλευρό των φορολογικών παραδείσων».
Ο Πρόεδρος του Γερμανικού Ινστιτούτου Οικονομικής Έρευνας (DIW), Μάρτσελ Φράτσερ βλέπει πάντως μεγάλα πλεονεκτήματα στη συμφωνία των χωρών της G7 για έναν παγκόσμιο ελάχιστο φόρο. «Η Γερμανία και άλλες χώρες είναι από τους μεγαλύτερους νικητές της παγκόσμιας ελάχιστης φορολογίας: Θα διοχετεύσουν πολλά δισεκατομμύρια ευρώ σε πρόσθετα φορολογικά έσοδα στα κρατικά ταμεία», δήλωσε ο Γερμανός οικονομολόγος στην "Augsburger Allgemeine". Εκτιμά ότι θα προστατευθούν οι μικρομεσαίες επιχειρήσεις από τον αθέμιτο ανταγωνισμό των πολυεθνικών και έτσι θα εξασφαλίσουν επίσης τις θέσεις εργασίας στη Γερμανία. Όπως λέει ο Φράτσερ , με τη νέα συμφωνία «θα πρέπει να τερματιστεί η σκληρή διαδικασία ανακατανομής της φορολογικής επιβάρυνσης από τις εταιρείες στους πολίτες. Είναι μια ευκαιρία για φορολογικές ελαφρύνσεις των εργαζομένων ,ειδικά για τα χαμηλά και τα μεσαία εισοδήματα».
Η συμφωνία που επιτεύχθηκε στη σύνοδο των υπουργών Οικονομικών στο Λονδίνο το περασμένο Σάββατο, μένει βέβαια να επικυρωθεί από τις 20 πλουσιότερες χώρες του κόσμου (G20), στη Βενετία τον Ιούλιο, και στη συνέχεια από τα κράτη μέλη του ΟΟΣΑ. Μέχρι τότε ίσως κάτι αλλάξει, καθώς υπάρχουν ακόμη φωνές που ζητούν το 15% να γίνει …25% αλλάξουν… Άλλες χώρες, (όπως η Ιρλανδία που έχει θεσπίσει ελάχιστο φόρο 12,5%), έχουν κατέβει στα …οδοφράγματα, αρνούμενες να αποδεχθούν το 15% ,προειδοποιώντας ότι θα ασκήσουν βέτο στο Συμβούλιο της ΕΕ.
Πικετί: «Σκανδαλώδης συμφωνία»
Ο διάσημος Γάλλος οικονομολόγος και καθηγητής Οικονομικών στο Πανεπιστήμιο του Παρισιού, Τομά Πικετί κάνει λόγο για μια «σκανδαλώδη συμφωνία». Ο συγγραφέας του «Κεφάλαιου στον 21ο αιώνα» μιλώντας στο Φεστιβάλ Οικονομίας στο Τρέντο τόνισε χαρακτηριστικά: «Το να δοθεί στις μεγάλες πολυεθνικές το προνόμιο να πληρώνουν φόρο 15% σημαίνει να τους αναγνωρίζουμε το δικαίωμα να πληρώνουν λιγότερο από τις μικρομεσαίες επιχειρήσεις , όπως οι περισσότεροι άνθρωποι και η μεσαία τάξη γενικά». Προσθέτει ο Πικετί ότι «αν όλοι πληρώνουν 15% φόρο θα ήταν ωραίο, αλλά γνωρίζουμε ότι δεν είναι δυνατόν κάτι τέτοιο ,αν θέλουμε να έχουμε δημόσιες συγκοινωνίες ,δημόσια σχολεία και δημόσιο σύστημα υγείας».
Αναμφίβολα, η χρηματοδότηση των δημοσίων υποδομών στηρίζεται κυρίως στη μεσαία τάξη, στην οποία ουδεμία ουσιαστική έκπτωση γίνεται στην φορολογική επιβάρυνση. «Μας περνούν για ηλίθιους λοιπόν όταν λέμε γιατί να γίνεται έκπτωση σε όσους μπορούν να έχουν θυγατρικές και offshore εταιρίες σε φορολογικούς παραδείσους;» διερωτάται και όχι αδικαιολόγητα ο Τομά Πικετί. Η συμφωνία είναι πάντως «ιστορική» επειδή είναι η πρώτη φορά που οι πλουσιότερες χώρες στον κόσμο συμφώνησαν σε ένα ελάχιστο ποσοστό φορολόγησης των πολυεθνικών κολοσσών. Είναι όμως και ανεπαρκής. Ο λόγος; Το λένε οι αριθμοί: Το Ευρωπαϊκό Παρατηρητήριο Φορολογίας ,που ιδρύθηκε πρόσφατα με επικεφαλής τον 34χρονο Γάλλο οικονομολόγο Γκαμπριέλ Ζουκμάν, έχει υπολογίσει ότι αν ο ελάχιστος φόρος των πολυεθνικών ήταν στο 25%, οι 27 χώρες μέλη της ΕΕ θα εισέπρατταν σχεδόν άλλα 170 δισεκατομμύρια ευρώ. Η Γερμανία θα κέρδιζε 29 δισεκατομμύρια ευρώ παραπάνω, η Γαλλία 26, η Ισπανία 12,4, η Ιταλία 11,1 ,ακόμη και η Ελλάδα 2-3 δισεκατομμύρια. Με τη συμφωνία των G7 για ελάχιστο φόρο 15%, τα πρόσθετα φορολογικά έσοδα μειώνονται όμως μόλις σε 50 δισεκατομμύρια ευρώ, συνολικά.
Το ερώτημα είναι βέβαια ένα: Αν δεν είχε επιτευχθεί έστω και αυτός ο συμβιβασμός για τον ελάχιστο φόρο ,μήπως το θέμα θα πήγαινε στις Ρωμαϊκές καλένδες; Ο Πικετί λέει ότι οι ισχυρές χώρες μέλη της ΕΕ στη G7, αντί να στηρίξουν την πρόταση Μπάιντεν για 21% ελάχιστο φόρο, οχυρώθηκαν πίσω από την ανάγκη της ομοφωνίας στην επίτευξη της συμφωνίας, για να δικαιολογήσουν το συμβιβασμό του 15%. «Ηταν ένας εύσχημος τρόπος για να πουν όχι σε μια πιο θαρραλέα πρόταση», υποστηρίζει ο Γάλλος οικονομολόγος και καθηγητής στο Οικονομικό Πανεπιστήμιο του Παρισιού. Να μην ξεχνάμε άλλωστε ότι χώρες -φορολογικοί παράδεισοι ευδοκιμούν και στην Ευρώπη χάρη στην ευνοϊκή μεταχείριση που παρέχουν στις πολυεθνικές ( Ιρλανδία, Λουξεμβούργο, Ολλανδία, Μάλτα) ,
«Ρομπέν των Δασών» και κοινωνική ανισότητα
Σε κάθε περίπτωση, το μεγάλο ζήτημα που έχουν να αντιμετωπίσουν οι ευρωπαϊκές κυβερνήσεις είναι η κοινωνική ανισότητα και η ανάγκη αναδιανομής του πλούτου. Ακόμη και το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο (ΔΝΤ), η ναυαρχίδα του νεοφιλελευθερισμού, προειδοποιεί για ότι η κοινωνική ανισότητα αυξάνεται παγκοσμίως: «Τα εισοδήματα των εργαζομένων δεν συμβαδίζουν με την αυξανόμενη οικονομική παραγωγή. Είναι σημαντικό να εξαλειφθεί η ανισορροπία "ειδικά στις βιομηχανικές χώρες και είναι αναγκαία τα μέτρα μακροπρόθεσμης ανακατανομής του πλούτου» ,εκτιμά το ΔΝΤ στην Παγκόσμια Οικονομική Έκθεση. Προειδοποιεί ότι η ραγδαία τεχνολογική πρόοδος και η παγκοσμιοποίηση έχουν αφήσει πάρα πολλούς πίσω. Τέτοιες προτάσεις, που μοιάζουν να προέρχονται από τον …Ρομπέν των Δασών ,δεν είχαν ακουστεί ποτέ από το ΔΝΤ. Αλλά και ο Οργανισμός Οικονομικής Συνεργασίας και Ανάπτυξης (ΟΟΣΑ), που εξακολουθεί να είναι μεγάλο νεοφιλελεύθερο ίδρυμα, είχε προειδοποιήσει από το 2015 (!) ότι «οι πολιτικοί πρέπει να διασφαλίσουν ότι οι πλουσιότερες και πολυεθνικές εταιρείες θα πρέπει να δώσουν το μερίδιό τους στη φορολογική επιβάρυνση». Οι προειδοποιήσεις αυτές θεωρούνται αναγκαίες από τους πλέον συστημικούς οικονομολόγους ,καθώς η εργασία χάνει σταθερά την αξία της . Ούτως ή άλλως, πολλά από αυτά που εξακολουθούν να κάνουν σήμερα οι άνθρωποι θα γίνονται σύντομα από την τεχνητή νοημοσύνη - και θα συμβάλουν σε ακόμη υψηλότερα κέρδη για τις μεγάλες εταιρείες. Οι κυβερνήσεις λοιπόν , θα χρειαστεί να ενισχύσουν πολύ το κράτος πρόνοιας για να μπορεί να εκτελέσει τα τεράστια καθήκοντά του. Γιατί σύντομα , με την ανεργία να αυξάνεται, θα υπάρχουν άνθρωποι στους οποίους θα πρέπει να δοθεί από το κράτος πρόνοιας ένα άνευ όρων βασικό εισόδημα, για να ζήσουν.
Στο πλαίσιο αυτό εντάσσεται άλλωστε και η επιβολή του ελάχιστου φόρου στις πολυεθνικές, όπως και τα μέτρα κατά της φοροδιαφυγής και η μεγαλύτερη φορολόγηση του μεγάλου πλούτου.«Ολα αυτά ,εκτός από το πρακτικό αποτέλεσμα, έχουν και το ψυχολογικό: Γιατί οι άνθρωποι πρέπει να βλέπουν ότι η κοινωνική δικαιοσύνη είναι επίσης ένα ζήτημα προοπτικής», γράφει εύστοχα η γερμανική εφημερίδα NordBayern.
Πανδημία και «ψηφιακή» ανισότητα
Ιδιαίτερα λόγω της πανδημίας, πολλοί οικονομολόγοι εκτιμούν ότι το κοινωνικό χάσμα θα διευρυνθεί σημαντικά τους επόμενους μήνες και χρόνια. Η πανδημία δημιούργησε και μια νέα ανισότητα: την ψηφιακή . Και μάλιστα σε δύο τομείς : Στην εργασία και την εκπαίδευση,από το σπίτι. Η οικονομολόγος, καθηγήτρια στο Χάρβαντ, Στέφανι Στάντσεβα, λέει ότι «αυξάνεται η ανισότητα όταν περισσότεροι άνθρωποι εργάζονται από το σπίτι». Όπως εξηγεί ,αυτό συμβαίνει επειδή κυρίως οι πιο εύποροι άνθρωποι είναι αυτοί που μπορούν να εργαστούν από το σπίτι. Στη Βρετανία, για παράδειγμα ,αυτό επιβεβαιώθηκε από μια μελέτη τεσσάρων ερευνητών από την Οξφόρδη και το Κέιμπριτζ. Σύμφωνα με την μελέτη, εργαζόμενοι που κέρδιζαν περισσότερες από 70.000 λίρες ετησίως μπορούσαν να κάνουν το 60% της δουλειάς τους στο σπίτι. Αντίθετα, για τους χαμηλόμισθους, το ποσοστό δεν ξεπερνούσε το 20%. Στη Γερμανία επίσης, έρευνα του Ομοσπονδιακού Ινστιτούτου Απασχόλησης ,έδειξε ότι το 78% των εργαζόμενων με υψηλά εισοδήματα μπορούσαν να εργαστούν από το σπίτι, αλλά μόνο το 13% των αμοιβομένων με χαμηλούς μισθούς.
Η άλλη ψηφιακή επανάσταση της πανδημίας- η εκπαίδευση στο σπίτι -έχει ακόμη πιο σαφή αρνητική επίδραση στην ανισότητα: Ο Γερμανός οικονομολόγος Λούντγκερ Βάισμαν του Ινστιτούτου Οικονομικής Έρευνας (Ifo) ,λέει ότι λόγω της πανδημίας, η ανισότητα αυξήθηκε μεταξύ πλούσιων και φτωχών μαθητών. Το 59% των μαθητών από φτωχότερα στρώματα με γονείς χωρίς πανεπιστημιακή μόρφωση, δήλωσαν ότι έμαθαν λιγότερα ή πολύ λιγότερα από το σπίτι. Στην Ολλανδία , επίσης, η έρευνα που έγινε μεταξύ των μαθητών μετά τη λήξη της καραντίνας , έδωσε σοκαριστικά αποτελέσματα : Παρά τα εκτεταμένα ψηφιακά μαθήματα, τα κενά στη μάθηση ήταν έως και 60% μεγαλύτερα για τους μαθητές που προέρχονταν από οικογένειες με χαμηλότερα εκπαιδευτικά και εισοδηματικά προσόντα.