Ένα αξίωμα στα 250 σχεδόν χρόνια της αμερικανικής πολιτικής ιστορίας είναι ότι οι πρόεδροι της χώρας ποτέ δεν εγκαταλείπουν τα καθήκοντά τους, ούτε αποσύρονται από την κούρσα για την επανεκλογή τους οικειοθελώς.
Στις σπάνιες περιπτώσεις που έχει συμβεί αυτό, δεν ήταν η αντιπολίτευση που τους ανάγκασε να προχωρήσουν σε μια τέτοια κίνηση, αλλά οι αντιδράσεις που προκλήθηκαν στο κόμμα του ίδιου του προέδρου.
Αυτό ακριβώς συνέβη και με τον Μπάιντεν αυτό το καλοκαίρι. Όλο το διάστημα από την σοκαριστικά αδύναμη παρουσία του στην τηλεμαχία με τον Ρεπουμπλικάνο υποψήφιο Ντόναλντ Τραμπ πριν από ένα μήνα σχεδόν, ο Μπάιντεν προσπαθούσε με συνεντεύξεις, ομιλίες και προσωπικές εκκλήσεις σε βουλευτές και γερουσιαστές να αντιστρέψει το κλίμα και να επαναφέρει με το μέρος του τους σκεπτικιστές του κόμματός του, αφήνοντας να διαφανεί ξεκάθαρα η πρόθεσή του ότι ήταν διατεθειμένος να συνεχίσει να προσπαθεί. Όμως μετά το τελευταίο χτύπημα και από τον Covid, απομονωμένος στο εξοχικό του στο Ντέλαγουερ, κατέληξε στο συμπέρασμα ότι ήταν πλέον πολύ αργά, αφού τα υπόλοιπα ηγετικά στελέχη των Δημοκρατικών του κατέστησαν σαφές ότι είχαν αμετάκλητα καταλήξει στο ίδιο συμπέρασμα.
Ο ντροπιασμένος Νίξον
Ο Μπάιντεν ήταν ένας 31χρονος νεαρός γερουσιαστής πριν από μισό αιώνα, όταν στις 8 Αυγούστου 1974 ο Ρίτσαρντ Νίξον, στη δίνη του σκανδάλου Γουοτεργκέιτ, απεύθυνε ένα τηλεοπτικό διάγγελμα στο έθνος δηλώνοντας «δεν έχω παραιτηθεί ποτέ», ανακοινώνοντας τελικά ότι θα άφηνε τα καθήκοντά του το μεσημέρι της επόμενης μέρας, αναγνωρίζοντας ότι «δεν έχω πλέον μια αρκετά ισχυρή πολιτική βάση στο Κογκρέσο για να δικαιολογήσω τη μάχη για να παραμείνω στην εξουσία».
Στην περίπτωση του Νίξον, η συνειδητοποίηση αυτής της πραγματικότητας ήρθε όταν ο ισχυρός Ρεπουμπλικάνος γερουσιαστής Μπάρι Γκόλντγουοτερ επισκέφτηκε τον πρόεδρο στο Λευκό Οίκο, επικεφαλής μια αντιπροσωπείας ηγετικών στελεχών του κόμματος, και τον έθεσε προ των ευθυνών του.
Δεν γνωρίζουμε ακόμη αν υπήρξε κάποια ισοδύναμη δραματική στιγμή περίπτωση του Μπάιντεν – ίσως κάποια μοιραία κλήση από τον Μπαράκ Ομπάμα ή τον Μπιλ Κλίντον -. Η ορατή τουλάχιστον πίεση εναντίον του προέδρου προερχόταν από συνεχείς δημόσιες εκκλήσεις από λιγότερο επιφανείς Δημοκρατικούς, αλλά και έναν χείμαρρο ειδήσεων από πηγές κοντά σε σημαίνοντα πρόσωπα των Δημοκρατικών, όπως η πρώην πρόεδρος της Βουλής Νάνσι Πελόζι, ο ηγέτης της πλειοψηφίας στη Γερουσία Τσαρλς Σούμερ και ο ηγέτης της μειοψηφίας της Βουλής των Αντιπροσώπων Χακίμ Τζέφρις, οι οποίοι θεωρούσαν ότι ένας μειωμένων δυνατοτήτων Μπάιντεν έχει πολύ λίγες πιθανότητες να κερδίσει τον Τραμπ στις εκλογές.
Βέβαια σε αντίθεση με τον Νίξον, ο Μπάιντεν δεν φεύγει ντροπιασμένος, αλλά με τα περισσότερα στελέχη στο κόμμα του να είναι έτοιμα στο εξής να υμνήσουν το έργο του, αφού έκανε πλέον την επιλογή του.
Η αναιμική στήριξη στον Τζόνσον
Διαφορετική ως προς την εξέλιξη, αλλά όχι ως προς το αποτέλεσμα ήταν η περίπτωση του 36ου προέδρου των ΗΠΑ Λίντον Τζόνσον, ο οποίος στις 31 Μαρτίου 1968 ανακοίνωσε ότι δεν θα θέσει ξανά υποψηφιότητα για επανεκλογή το Νοέμβριο εκείνης της χρονιάς.
Η απόφαση πραγματικά αιφνιδίασε τους πολιτικούς αναλυτές της εποχής. Σε μια περίοδο που οι αντιδράσεις για τον πόλεμο στο Βιετνάμ κλιμακώνονταν, ο Τζόνσον θα έπρεπε να αντιμετωπίσει στις εσωκομματικές εκλογές του κόμματός του δύο αντιπολεμικούς συνυποψηφίους, τους γερουσιαστές Γιουτζίν Μακάρθι και Ρόμπερτ Κένεντι, ο δεύτερος από τους οποίους θα δολοφονηθεί τη νύχτα των προκριματικών στην Καλιφόρνια, δύο μήνες περίπου αργότερα.
Όπως ο Μπάιντεν, ο Λίντον Τζόνσον έβλεπε την κομματική υποστήριξη προς το πρόσωπό του να καταρρέει, καταλήγοντας τελικά στο συμπέρασμα ότι ακόμη και αν κέρδιζε το χρίσμα των Δημοκρατικών ήταν χαμένη υπόθεση να παρουσιαστεί μπροστά στους ψηφοφόρους στην κούρσα για τις εκλογές ως ένας αντιδημοφιλής πολιτικός του κατεστημένου, στην κορυφή ενός κόμματος με το ηθικό στα τάρταρα.
Δυσαρέσκεια Μπάιντεν
Υπάρχουν ενδείξεις που υποδηλώνουν ότι ο Μπάιντεν και η οικογένειά του έχουν δυσαρεστηθεί ιδιαίτερα που διάφορα ηγετικά στελέχη του κόμματος των Δημοκρατικών δεν τον στήριξαν επαρκώς, όπως ο πρώην πρόεδρος Μπάρακ Ομπάμα. Αν και ποτέ δεν δεσμεύτηκε ότι θα είναι υποψήφιος για μία μόνο θητεία, πολλοί από τους συμβούλους του κάποτε υπέθεταν ότι θα ήταν έτσι. Άλλωστε, ο ίδιος ο Μπάιντεν, αναλαμβάνοντας τα καθήκοντά του το 2020 είχε δηλώσει ότι «θεωρώ τον εαυτό μου ως γέφυρα, όχι ως οτιδήποτε άλλο».
Όμως δεν είναι πολλοί οι πρόεδροι που παραιτούνται εύκολα από την εξουσία και τα προνόμια του αξιώματος. Ο τελευταίος που το έκανε στις ΗΠΑ — ακολουθώντας τη δέσμευσή του να υπηρετήσει μόνο μία θητεία— ήταν ο Τζέιμς Πολκ, ο οποίος εξελέγη το 1844 και δεν επεδίωξε να επανεκλεγεί το 1848.
Πηγή: Politico μέσω ertnews.gr