Την ώρα που τα σύννεφα των εξαγγελιών Τραμπ για νέους δασμούς (και) σε ευρωπαϊκά προϊόντα αρχίζουν σιγά – σιγά να μαζεύονται πάνω από την Ευρωπαϊκή Ένωση, αρκετές από τις άλλοτε κραταιές βιομηχανίες της Ευρωζώνης βιώνουν μία από τις πιο δύσκολες περιόδους τους.
Από τη μία, εκατοντάδες Γάλλοι εργαζόμενοι βρέθηκαν να διαμαρτύρονται για μια πιθανή πώληση της δοκιμαζόμενης βιομηχανίας χημικών Vencorex σε θυγατρική της κινεζικής Wanhua Chemical Group. Από την άλλη, οι υπάλληλοι της Volkswagen απειλούν με απεργία εξαιτίας ενός διευρυμένου πλάνου περικοπών που θα μπορούσε να οδηγήσει ως και σε κλείσιμο εργοστασίων της εταιρείας στη Γερμανία, καθώς η 15ετής κυριαρχία της αυτοκινητοβιομηχανίας στην Κίνα οδεύει προς το τέλος της.
Και τα δύο παραδείγματα είναι ενδεικτικά του κινδύνου που φέρνει η αυξανόμενη πίεση από πλευράς Κίνας στις ευρωπαϊκές εταιρείες – μια συνθήκη που θα συνεχίσει να υφίσταται ανεξαρτήτως των όποιων “επιθετικών” κινήσεων του Ντόναλντ Τραμπ μετά την εκλογή του. Βαριά ονόματα ειδών πολυτελείας, όπως η LVMH και η Kering, μετρούν σημαντικές απώλειες λόγω της ασθενέστερης ζήτησης από την Κίνα, ενώ οι κατασκευαστές μικροτσίπ, οι χημικές βιομηχανίες και οι αυτοκινητοβιομηχανίες δίνουν σκληρή μάχη με τον κινεζικό ανταγωνισμό, ο οποίος συχνά μπορεί να χαρακτηριστεί και “άνισος” δεδομένων των μέτρων στήριξης του Πεκίνου – των πλέον τολμηρών από την εποχή της πανδημίας. Χαρακτηριστικές είναι οι δηλώσεις των εργαζομένων της Vencorex, οι οποίοι υποστηρίζουν ότι η εταιρεία τους θα εξαγοραστεί από τον ίδιο αντίπαλο που τους “βύθισε”.
Κάπως έτσι, η Κίνα προκαλεί αναταραχές στο ευρωπαϊκό επιχειρηματικό τοπίο και μάλιστα έπειτα από μια περίοδο ανακοινώσεων τριμηνιαίων οικονομικών αποτελεσμάτων κατά την οποία επικράτησε μια αρνητική διάθεση, με τις μισές από τις κορυφαίες εταιρείες να αποτυγχάνουν να “πιάσουν” τους στόχους τους.
Η Κίνα είναι η δεύτερη μεγαλύτερη εξαγωγική αγορά της Ευρώπης, κυρίως μέσω γερμανικών βιομηχανικών αγαθών. Αφού προσέφερε σταθερή ανάπτυξη στις ευρωπαϊκές εταιρείες για χρόνια, το Πεκίνο αποτελεί πλέον πηγή συστηματικής αντιπαλότητας και έντονου ανταγωνισμού, που τροφοδοτείται από αυτό που η UBS προσδιόρισε ως “ραγδαία” επένδυση στην εγχώρια παραγωγική ικανότητα και πίεση για τοπικές αλυσίδες εφοδιασμού. Μεγάλες εταιρείες εξοπλισμού μικροτσίπ, όπως η ASML Holding, εταιρείες ιατρικής τεχνολογίας, όπως η Royal Philips και η γαλλική εταιρεία ηλεκτρικού εξοπλισμού Rexel είναι μεταξύ εκείνων που κρούουν τον κώδωνα του κινδύνου.
Πέρα από τους ημιαγωγούς, τα χημικά, τα βιομηχανικά αγαθά και το πλήγμα στα είδη πολυτελείας, (όπου η Κίνα απορροφά το ένα τέταρτο των πωλήσεων), ο κλάδος που φέρει έκδηλα τα σημάδια της αναταραχής είναι η αυτοκινητοβιομηχανία. Η Κίνα έχει πλέον προσπεράσει τη Γερμανία στην περιοχή της παραδοσιακής υπεροχής της, οι εξαγωγές αυτοκινήτων της Ευρωζώνης προς την ασιατική χώρα ολοένα και μειώνονται και η VW έχει εκδώσει δύο προειδοποιήσεις αναφορικά με τα κέρδη της σε διάστημα τριών μηνών.
Ενδεχομένως αυτό να είχε μικρότερη σημασία αν οι Ευρωπαίοι μπορούσαν να καλύψουν το κενό, κάτι τέτοιο ωστόσο δε συμβαίνει. Και καθώς οι ΗΠΑ αποτελούν επί του παρόντος την κινητήρια δύναμη της παγκόσμιας οικονομίας, η Ευρώπη και η Κίνα ουσιαστικά ανταγωνίζονται για το ποιος θα “κερδίσει” τον Αμερικανό καταναλωτή. Σύμφωνα με τον οικονομολόγο Νικολά Γκετζμάν, “ο κύριος ανταγωνιστής της κινεζικής οικονομίας φαίνεται να είναι η Ευρώπη”.
Οι ευρωπαϊκές εταιρείες δεν είναι εντελώς ανυπεράσπιστες: Θα μπορούσαν θεωρητικά να αναδιατάξουν τις αλυσίδες εφοδιασμού, να επενδύσουν αλλού ή να αναμείνουν μια ανάκαμψη στην Κίνα. Οι χώρες που αντιμετωπίζουν “πλημμύρα” φθηνών κινεζικών προϊόντων στην εγχώρια αγορά θα μπορούσαν να πιέσουν τους εκάστοτε πολιτικούς να αλλάξουν το εμπορικό πλαίσιο — όπως συμβαίνει με τους νέους δασμούς στα κινεζικά ηλεκτρικά οχήματα — ή να μειώσουν τα δικά τους κόστη για να καταστήσουν τα προϊόντα τους πιο ανταγωνιστικά.
Όμως το μέγεθος του χάσματος καινοτομίας, ενέργειας και παραγωγικότητας που στοιχειώνει την Ευρώπη, όπως περιγράφεται στην πρόσφατη έκθεση του Μάριο Ντράγκι, σημαίνει ότι απαιτείται μια μεγαλύτερη ώθηση. Η παραδοσιακή γερμανική στρατηγική της τόνωσης του ανταγωνισμού μέσω της μείωσης των μισθών ίσως να μην αποδώσει αυτή τη φορά. Οι τεράστιες κρατικές επενδύσεις της Κίνας στη μεταποίηση και η θηριώδης κλίμακά της θέτουν ολοένα και μεγαλύτερα εμπόδια σε αυτόν τον αγώνα, σύμφωνα με τον Τζέιμι Ρας από την Bloomberg Economics. Μπορεί λοιπόν οι δασμοί να προσφέρουν χρόνο, δεν αποτελούν όμως “μαγική λύση”, αν κρίνουμε από τα ζητήματα ανταγωνιστικότητας σε τομείς όπως η ενέργεια. Ένα προτιμότερο σενάριο θα ήταν η Γερμανία να χρησιμοποιήσει τα πλεονεκτήματά της, όπως το χαμηλό χρέος προς ΑΕΠ, τα φθηνά επιτόκια δανεισμού και τις υψηλές αποταμιεύσεις για να επενδύσει σε καινοτομία, ενέργεια και υποδομές.
Αυτό που συμβαίνει στην Κίνα και αυτό που μπορεί να συμβεί στις ΗΠΑ μετά την επικράτηση του Ντόναλντ Τραμπ θα πρέπει να αφυπνίσει την Ευρώπη ως προς το το οικονομικό της μοντέλο, το οποίο προωθεί τις εξαγωγές εις βάρος της εγχώριας ζήτησης, της τεχνολογικής προόδου και της γεωπολιτικής ασφάλειας (όπως έδειξαν ο Covid-19 και η εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία).
Όπως λέει μια αγγλική παροιμία, “οι παλιές συνήθειες πεθαίνουν δύσκολα”. Η ΕΕ ήδη αναζητά έναν συμβιβασμό για τους δασμούς στα κινεζικά ηλεκτρικά οχήματα και εμφανίζεται αισιόδοξη ότι μπορεί να βρει τρόπους να αποτρέψει έναν επικείμενο εμπορικό πόλεμο με τον Τραμπ. Ταυτόχρονα όμως, η πολιτική του Πεκίνου αρχίζει να αποδίδει καρπούς και ο Τραμπ έχει ανοιχτά κατηγορήσει τους εταίρους των ΗΠΑ “για τη ζημία που έχουν προκαλέσει” στην αμερικανική οικονομία. Μέσα σε αυτό το κλίμα, τα δύσκολα για την οικονομία της Ευρώπης μόλις ξεκίνησαν.