Το φθινόπωρο του 2021, όταν η Μόσχα μείωνε αισθητά τις ροές του ρωσικού αερίου προς την Ευρώπη και διαφαινόταν ο κίνδυνος της ρωσικής εισβολής στην Ουκρανία, το σχέδιο της Ε.Ε. για την απεξάρτησή της από τους υδρογονάνθρακες της Ρωσίας φαινόταν εξαιρετικά φιλόδοξο και δύσκολο. Εντυπωσιάζει, όμως, η ταχύτητα με την οποία πέτυχε η Γηραιά Ηπειρος να δώσει τέλος σε αυτό το ενεργειακό ειδύλλιο με τον ενεργειακά πλούσιο γείτονά της και να απεξαρτηθεί από το ρωσικό φυσικό αέριο. Και βέβαια δεν ήταν μια διαδικασία αντίστοιχη με την προσπάθεια της Ευρώπης να αντιμετωπίσει την κλιματική αλλαγή, καθώς οι κυβερνήσεις ήταν πρόθυμες να πληρώσουν όσα κι αν χρειάζονταν για να διασφαλίσουν εναλλακτικούς ενεργειακούς πόρους και κατά κύριο λόγο υγροποιημένο φυσικό αέριο, επίσης να χρησιμοποιήσουν πολύ περισσότερο άνθρακα και να αναβάλουν για το απώτερο μέλλον κάποια από τα περιβαλλοντικά σχέδιά τους. Και η διαδικασία ήταν επώδυνη καθώς το περασμένο έτος η Ευρώπη αναγκάστηκε να πληρώσει κάπου ένα τρισ. δολ. για ενέργεια και για να αντιμετωπίσει αυτόν τον δυσβάσταχτο λογαριασμό δέχθηκε εκατοντάδες δισ. ευρώ ως επιδοτήσεις από τις κυβερνήσεις.
Ακόμη και οι πλέον αισιόδοξοι, όμως, δεν μπορούσαν να προβλέψουν πόσο γρήγορα θα κινείτο η Ευρώπη. Μόλις πριν από ένα χρόνο η Ευρώπη δαπανούσε περίπου 1 δισ. ευρώ την ημέρα για να πληρώνει αέριο, πετρέλαιο και άνθρακα που εισήγε από τη Ρωσία. Σήμερα πληρώνει μόλις ένα μικρό τμήμα αυτού του ποσού. Η κατάσταση θα ήταν πολύ πιο δύσκολη αν δεν συνέπιπτε με τη μετάβαση της Ευρώπης στην καθαρή ενέργεια που είχε ξεκινήσει πριν από λίγα χρόνια. Και αυτός είναι ο λόγος που ενώ η Ε.Ε. αναζητούσε οποιονδήποτε ενεργειακό πόρο εκτός των ρωσικών, οι εκπομπές καυσαερίων μειώθηκαν ελαφρώς το 2022 αντί να αυξηθούν. Συνέδραμε βέβαια και ο ήπιος χειμώνας που οφείλεται στην κλιματική αλλαγή, καθώς περιόρισε τη ζήτηση για θέρμανση, ενώ οδήγησε τις ρυπογόνες βιομηχανίες σε αναστολή της λειτουργίας τους καθώς δεν μπορούσαν να αντέξουν το κόστος της ενέργειας. Εκείνο, όμως, που σίγουρα μας δίδαξε το περασμένο έτος είναι πως είναι δυνατόν να επισπεύσουμε την ανάπτυξη φωτοβολταϊκών και μπαταριών, να μειώσουμε την κατανάλωση ενέργειας και να καταργήσουμε πλήρως τα ορυκτά καύσιμα.
Οι εγκαταστάσεις φωτοβολταϊκών σε όλη την Ευρώπη αυξήθηκαν κατά 35% σε σύγκριση με τα επίπεδα του 2021, φθάνοντας στο επίπεδο-ρεκόρ των 40 γιγαβάτ, και πλησίασαν σε απόσταση αναπνοής το αισιόδοξο σενάριο αναλυτών του BloombergNEF. Αυτό οφείλεται σε μεγάλο βαθμό στους καταναλωτές που επέλεξαν τα φωτοβολταϊκά για να μειώσουν τους λογαριασμούς του ηλεκτρικού ρεύματος. Εδωσαν έτσι ώθηση στον κλάδο φθάνοντάς τον σε ένα επίπεδο που θα στηριχθεί από τις πολιτικές της Ε.Ε. Πολλοί δεν αρκέστηκαν στην εγκατάσταση φωτοβολταϊκών, αλλά προσέθεσαν και μπαταρίες. Η αποθήκευση μπαταριών σημείωσε αύξηση 79% το περασμένο έτος και σε μεγάλο βαθμό αυτό οφείλεται ακριβώς στις εγκαταστάσεις σε κατοικίες που σύμφωνα με στοιχεία του BloombergNEF αυξήθηκαν κατά 95%. Και αυτή η αύξηση δεν ανακόπηκε ούτε όταν οι τιμές των μπαταριών άρχισαν να αυξάνονται για πρώτη φορά. Σημειώθηκε επίσης αύξηση στην παραγωγή αιολικής ενέργειας, χωρίς, ωστόσο, να φθάσει τις προβλέψεις. Και αυτό οφειλόταν στον πληθωρισμό που έπληξε τον κλάδο της αιολικής ενέργειας περισσότερο από την ηλιακή. Σε συνδυασμό όμως με τις καθυστερήσεις στην έκδοση αδειών και τις διάφορες ρυθμίσεις, το αποτέλεσμα ήταν να αναπτυχθεί ο κλάδος πολύ καθυστερημένα και λιγότερο απ’ όσο θα μπορούσε να είχε αναπτυχθεί. Αλλά όπως τονίζει ο Ολιβερ Μετκάλφ, αναλυτής του BNEF, «η ενεργειακή κρίση έχει αναγκάσει τους πολιτικούς να διευθετήσουν τις δυσκολίες στην έκδοση αδειών».
Καμία αύξηση της παραγωγής ανανεώσιμων πηγών ενέργειας δεν θα ήταν ποτέ αρκετή για να αντικαταστήσει τόσο γρήγορα το πετρέλαιο, το φυσικό αέριο και τον άνθρακα που εισάγουμε από τη Ρωσία.
Ο σημαντικότερος παράγοντας, όμως, ήταν η μείωση της ζήτησης για αέριο τόσο από τις βιομηχανίες όσο και από τα νοικοκυριά. Οταν η τιμή του καυσίμου εκτοξεύθηκε, μερικές βιομηχανίες όπως των λιπασμάτων θεώρησαν ασύμφορη τη λειτουργία τους και τη διέκοψαν, ενώ άλλες βρήκαν εναλλακτικούς ενεργειακούς πόρους. Ετσι μειώθηκε η χρήση αερίου κατά 18% σε σύγκριση με το 2021, όταν μέσα στο 2020, τη χρονιά της πανδημίας και των πρώτων σκληρών lockdowns, είχε μειωθεί κατά 14%. Το ίδιο συνέβη και με τη ζήτηση για θέρμανση των νοικοκυριών, που επίσης μειώθηκε κατά 15% σύμφωνα με το BloombergNEF. Και πάλι το ΑΕΠ της Ε.Ε. σημείωσε ετήσια αύξηση 3,5%, ελάχιστα μικρότερη, δηλαδή, σε σύγκριση με τις προβλέψεις για ανάπτυξη 4% που αναμενόταν προ του πολέμου. Μέχρι και το φθινόπωρο όλοι πίστευαν πως η Ε.Ε. δεν μπορούσε να αποφύγει την ύφεση, αλλά τώρα οι οικονομολόγοι της Ε.Ε. προβλέπουν ανάπτυξη 0,9% για το 2023.