Ο δημοσιογράφος, μέλος της Βουλής των Λόρδων και των Συντηρητικών, Daniel Hannan, γράφει στην Telegraph ότι το Βρετανικό Μουσείο από τη σύλληψή του «σχεδιάστηκε ως εγκυκλοπαιδικό, ένα μέρος για να εκτίθενται κειμήλια από κάθε πολιτισμό και ήπειρο”.
Σημειώνει σχετικά:
Αυτή η οικουμενικότητα είναι πιο ασυνήθιστη από ό,τι νομίζετε. Επισκεφθείτε τα εθνικά μουσεία στη Βουδαπέστη, την Κοπεγχάγη ή την Πράγα και θα βρείτε ιδρύματα που δημιουργήθηκαν για να αφηγηθούν την ιστορία ενός συγκεκριμένου έθνους. […] Όμως η Βρετανία του 18ου αιώνα, σίγουρη για την ταυτότητά της, στόχευσε ψηλότερα. Όπως είπε ο Neil MacGregor, διευθυντής του Βρετανικού Μουσείου μεταξύ 2002 και 2015:“Το μουσείο παραμένει ένα μοναδικό αποθετήριο των επιτευγμάτων του ανθρώπινου μόχθου και δεν υπάρχει πολιτισμός, παρελθόν ή παρόν, που να μην εκπροσωπείται στους τοίχους του. Συνιστά πραγματικά τη μνήμη της ανθρωπότητας”. Kαι αυτό είναι, κοντολογίς, το επιχείρημα υπέρ της εδώ 9 σ.σ. στο Ηνωμένο Βασίλειο) διατήρησης των διαφόρων διαφιλονικούμενων έργων.
Εάν βλέπετε τα μουσεία ως όπλα στο πατριωτικό σας οπλοστάσιο, μπορεί να έχετε πολλές διαμάχες σχετικά με το ποιος κατέχει τι. Αλλά οι πιο ένθερμοι υποστηρικτές της εκχώρησης συγκεκριμένων κειμηλίων τείνουν, σε άλλα πλαίσια, να αποστρέφονται τον εθνικισμό, επισημαίνοντας ότι υφίσταται και κοινή ανθρώπινη κληρονομιά.
Το ερώτημα που πρέπει να τεθεί όταν εξετάζουμε το μέλλον οποιουδήποτε αντικειμένου δεν είναι: “Ποιος αξιώνει την ύπαρξη ενός γεωγραφικού ή γενετικού δεσμού με τον δημιουργό του;” Αλλά μάλλον: “Πού θα τύχει προσεκτικότερης φροντίδας; Πού μπορούμε να εκτιμήσουμε καλύτερα την πολιτιστική του επίδραση; Πού είναι προσβάσιμο από ειδικούς και μελετητές; Πού θα έχει τη δυνατότητα να το απολαύσει ο μεγαλύτερος αριθμός ανθρώπων;”.
Αρκετά από περιουσιακά στοιχεία του Βρετανικού Μουσείου διεκδικούνται από ξένες κυβερνήσεις και υπάρχουν φήμες για μία συμφωνία με την Ελλάδα για τα Μάρμαρα.
Η εντυπωσιακή Υπουργός Πολιτισμού, Michelle Donelan, αποδεικνύεται τόσο σκληρή όσο οι ίδιες οι λευκές πεντελικές πέτρες» σημειώνει το δημοσίευμα παραθέτοντας στη συνέχεια τις δηλώσεις της M. Donelan πως τα Γλυπτά του Παρθενώνα δεν πρέπει να επιστραφούν στην Ελλάδα και ότι κάτι τέτοιο θα άνοιγε τον ασκό του Αιόλου. «Έχει δίκιο» αποφαίνεται ο συντάκτης του άρθρου και συμπληρώνει:
«Σκεφτείτε, για παράδειγμα, τη Στήλη της Ροζέτας, […] Δεν είναι, σε καμία περίπτωση, ένα αντικείμενο που διακρίνεται για την ομορφιά του. Το ενδιαφέρον που παρουσιάζει είναι μάλλον περισσότερο διανοητικό. […] Περισσότεροι από 100.000 άνθρωποι έχουν υπογράψει αίτημα για την επιστροφή της στην Αίγυπτο λέγοντας πως “η Στήλη ήταν αναμφισβήτητα λάφυρο πολέμου και μια πράξη λεηλασίας”.
“Η παρουσία αυτών των αντικειμένων στο Βρετανικό Μουσείο μέχρι σήμερα συντηρεί και θρέφει τα κατορθώματα πολιτιστικής βίας του αποικιακού παρελθόντος”. Οι Βρετανοί όντως απέκτησαν την πέτρα ως λάφυρo πολέμου […]Πού έγκειται η σημασία της Στήλης της Ροζέτας ωστόσο; Οι γλώσσες που είναι χαραγμένες πάνω της, και η κοσμοθεωρία που εκφράζουν, είναι εξίσου ξένες για τους αραβόφωνους Αιγύπτιους Μουσουλμάνους όσο και για εμάς.
Ούτε, κατά πάσα πιθανότητα, είχε ποτέ η πλάκα αυτή κάποιον ιδιοκτήτη […] Αλλά ακόμα κι αν τα παραμερίσουμε όλα αυτά, η σημασία που έχει είναι για την Αιγυπτιολογία και όχι για την Αίγυπτο. Είναι αντικείμενο που ενδιαφέρει τον κόσμο της αποκρυπτογράφησης γλωσσών, της αρχαιολογίας, της αρχαίας ιστορίας – ακριβώς, δηλαδή, τον κόσμο του Βρετανικού Μουσείου.
Τώρα ας εφαρμόσουμε το ίδιο σκεπτικό και στα Μάρμαρα του Παρθενώνα. Σε αντίθεση με τη Στήλη της Ροζέτας, αυτά είναι αντικείμενα εκπληκτικής ομορφιάς […] Ακριβώς λόγω της ομορφιάς τους, η απομάκρυνσή τους [σ.σ. από τον Παρθενώνα] ήταν εξαρχής αμφιλεγόμενη. […]. Αν και μερικά σκόρπια γλυπτά έχουν βρει το δρόμο τους σε διάφορα ευρωπαϊκά μουσεία, τα περισσότερα χωρίζονται μεταξύ του Βρετανικού Μουσείου και του Μουσείου της Ακρόπολης στην Αθήνα, το οποίο αναπαριστά τα μέρη που λείπουν με τραχιά γύψινα έργα σχεδιασμένα έτσι ώστε να τονίζεται η απουσία των πρωτοτύπων.
Το ζήτημα της νόμιμης κυριότητας είναι ξεκάθαρο. Το Βρετανικό Μουσείο αγόρασε τη συλλογή από τον Λόρδο Έλγιν, ο οποίος την είχε αποκτήσει με την άδεια των αρχών. […] Μπορεί να υφίσταται ένα κάποιο επιχείρημα αισθητικής φύσης υπέρ της αποκατάστασης και της μεταφοράς των Μαρμάρων πάνω στον ίδιο τον Παρθενώνα, αλλά όλοι συμφωνούν ότι αυτό δεν είναι πρακτικά δυνατό.
Ως εκ τούτου, η όλη συζήτηση αφορά μόνο τη μεταφορά τους από το ένα μουσείο στο άλλο. Το Μουσείο της Ακρόπολης είναι εντυπωσιακό, και είναι απόλαυση να βλέπεις τα γλυπτά διακρίνοντας παράλληλα την Ακρόπολη μέσα από τα παράθυρα. Ομοίως, το Βρετανικό Μουσείο στεγάζει όμορφα τη συλλογή του και συγκαταλέγεται στα πιο δημοφιλή μέρη σε όλο τον κόσμο. […]Τι γίνεται τότε με τον ισχυρισμό ότι τα Μάρμαρα είναι κομμάτι αυτού που σημαίνει να είσαι Έλληνας;
Τα πράγματα ήρθαν έτσι που ελληνική ανεξαρτησία ήρθε λίγα χρόνια μετά την απομάκρυνσή τους και οι ηγέτες της, ειδικά υπό τη βαυαρική μοναρχία, προσπάθησαν να συνδέσουν την εθνική τους ταυτότητα με την εποχή των πόλεων-κρατών.
Η σύγχρονη ελληνική δημοκρατία δεν είναι υπό καμία νομική έννοια διάδοχο κράτος της πολιτείας της εποχής του Δημοσθένη. Ούτε υπάρχουν προγονικές αξιώσεις.
Ο Βυζαντινός αυτοκράτορας και ιστορικός Κωνσταντίνος Ζ΄ μας λέει ότι, μέχρι την εποχή του, ολόκληρη η περιοχή είχε «καταληφθεί από τους Σλάβους και είχε χαθεί από τον πολιτισμό». […] Αλλά ακόμα κι αν ο Έλληνας πρωθυπουργός μπορούσε να αποδείξει την απευθείας καταγωγή του από τον γλύπτη Φειδία, τι σημασία θα είχε αυτό;
Η έννομη τάξη μας βασίζεται στην έννοια της ιδιοκτησίας. Αν οι παππούδες σου είχαν αγοράσει το σπίτι σου από τον παππού και τη γιαγιά μου, δεν θα είχα το δικαίωμα να σε πετάξω έξω. Η συλλογική ιδιοκτησία δεν αρνείται απλώς την ελευθερία των συμβάσεων, αλλά είναι αναγκαστικά και διφορούμενη. Όπως το θέτει η Tiffany Jenkins στο βιβλίο της, Keeping Their Marbles:
«Τα γλυπτά βρίσκονται στο Βρετανικό Μουσείο εδώ και δύο αιώνες: όλο αυτό το διάστημα τα έχουν επισκεφθεί, έχουν γράψει και διαφωνήσει για αυτά, τα έχουν σχεδιάσει και ζωγραφίσει, έχουν απασχολήσει κοινοβουλευτικές συζητήσεις και πάνω απ’ όλα έχουν γνωρίσει τον σεβασμό και θαυμασμό του κόσμου.
Τότε βέβαια, ακολουθώντας αυτή τη λογική του ταυτοτισμού [σ.σ. identity politics στο πρωτότυπο], γιατί να μην είναι κομμάτι και της βρετανικής ιστορίας; Οι αξιώσεις κοινής ιδιοκτησίας αρνούνται την πραγματική ιδιοκτησία. Προκρίνουν το συλλογικό έναντι του ατομικού και μας ομαδοποιούν – συχνά αυθαίρετα.
Πριν ένα χρόνο πέρασα πολλές ώρες σε μία έκθεση του Βρετανικού Μουσείου με περουβιανά αντικείμενα από την εποχή πριν τους Ίνκας […]Ήταν άραγε διαφορετική η εμπειρία μου επειδή τυχαίνει να έχω γεννηθεί στο Περού; Όχι στ’ αλήθεια. Μέρος του σκοπού των μουσείων είναι να μας ενθουσιάσουν με το άγνωστο, γι’ αυτό και οι περουβιανές αρχές ήταν τόσο χαρούμενες που έκαναν την έκθεσή τους στο Λονδίνο. Το ίδιο πρέπει να νιώθουν και οι πραγματικοί φίλοι των Μουσών, από τις οποίες παίρνουν το όνομά τους και τα μουσεία» καταλήγει το άρθρο.