Θέλει η Τουρκία λύση του Κυπριακού;

 
Θέλει η Τουρκία λύση του Κυπριακού;

Ενημερώθηκε: 09/01/17 - 12:22

Ειδικός Συνεργάτης

Αρθρογράφος: Ειδικός συνεργάτης

Τον τελευταίο καιρό, η Τουρκία - με δηλώσεις του Προέδρου της, αλλά και στελεχών τόσο της εθνικιστικής, όσο και της κεμαλικής αντιπολίτευσης - δίνει νέα διάσταση στη διεκδικητική στρατηγική που ακολουθεί σε βάρος του Ελληνισμού.

Επαναφέρει έμπρακτα όλες τις διεκδικήσεις της στο Αιγαίο, επαναλαμβάνει τους ισχυρισμούς για δήθεν ''γκρίζες ζώνες'' και φτάνει στο σημείο να αμφισβητεί ακόμη και τη Συνθήκη της Λοζάνης.

Την ίδια στιγμή, ωστόσο, αφήνει αέρα στο χαλινάρι του Τουρκοκύπριου ηγέτη και συμμετέχει έμπρακτα στην κορύφωση των συνομιλιών για λύση του Κυπριακού. Και τίθεται το ερώτημα: Μπορεί η Τουρκία, την ώρα που εντείνει τις προκλήσεις της στο Αιγαίο, να συμπράξει στην επίλυση του Κυπριακού; Έχει λόγους που να την οδηγούν στην απόφαση να επιδιώξει αλλαγή της σημερινής πραγματικότητας στην Κύπρο;

Η απάντηση - όπως φάνηκε και το 2004, με το Σχέδιο Ανάν - είναι καταφατική. Με τη διαφορά ότι τότε το κίνητρο της Τουρκίας αφορούσε στην ένταξη της Κυπριακής Δημοκρατίας στην Ε.Ε., ενώ τώρα αφορά στη δυναμική που δημιουργείται από την προοπτική αξιοποίησης των κοιτασμάτων φυσικού αερίου στην κυπριακή ΑΟΖ. Φαίνεται, μάλιστα, ότι τώρα έχει, περισσότερο από ποτέ, σοβαρούς λόγους να θέλει την κατάλυση της Κυπριακής Δημοκρατίας. Έχει, προπάντων, κάθε λόγο να επιδιώκει τη δημιουργία ενός νέου κράτους που θα ακυρώνει στρατηγικές επιλογές της ελληνικής πλευράς και θα δίνει στην τουρκοκυπριακή πλευρά τη δυνατότητα να προωθεί τους δικούς της στρατηγικούς στόχους.

Μπορεί, πρώτ' όλα, η Τουρκία, μέσα από την κατάργηση της Κυπριακής Δημοκρατίας και τη δημιουργία ενός ελληνοτουρκικού κρατιδίου, να καταργήσει τους στρατηγικούς άξονες που - έχοντας ως γέφυρα τη Λευκωσία - ξεκινούν από την Αθήνα για να καταλήξουν ο ένας στο Κάιρο και ο άλλος στο Τελ Αβίβ. Αλλά και να ματαιώσει τον άξονα που σχεδιάζεται με το Λίβανο. Διότι, πολύ απλά, κανένας Τουρκοκύπριος Αντιπρόεδρος δεν πρόκειται να δεχτεί, ούτε για μια στιγμή, τους άξονες αυτούς. Αξιοποιώντας το δικαίωμα βέτο, θα τους τινάξει στον αέρα, από την πρώτη κιόλας ημέρα της λειτουργίας του νέου κράτους.

Μπορεί, επίσης, η Τουρκία - και υπάρχει σχετική δέσμευση της ελληνοκυπριακής πλευράς - να επιβάλει, αμέσως μετά τη λύση του Κυπριακού, τη διέλευση από το έδαφός της του αγωγού που θα πηγαίνει το φυσικό αέριο (της Κύπρου, της Αιγύπτου και του Ισραήλ) στην Ευρώπη. Έτσι ώστε, όχι μόνο να ματαιώσει τα σχέδια για ένα αγωγό που θα χρησιμοποιεί ως γέφυρα την Ελλάδα, αλλά και να πετύχει νέα σημαντική αναβάθμιση του γεωπολιτικού ρόλου της και ιδίως τη μετεξέλιξή της σε ενεργειακό κόμβο μεγάλης σπουδαιότητας για την Ευρώπη και όχι μόνο.

Μπορεί, ακόμη, η Τουρκία, μέσα από τη λειτουργία ενός ελληνοτουρκικού κρατιδίου, να επιδιώξει την αδρανοποίηση της Λευκωσίας τόσο στην οριοθέτηση της δικής της ΑΟΖ με εκείνη της Κύπρου, όσο και στην οριοθέτηση των ΑΟΖ Κύπρου και Ελλάδας. Κανένας Πρόεδρος του νέου κράτους δεν θα μπορέσει - αφού θα αντιμετωπίζει το βέτο του Τουρκοκύπριου Αντιπροέδρου - να προβάλει τα δίκαια της Κύπρου στην οριοθέτηση της κυπριακής με την τουρκική ΑΟΖ. Και κανένας Τουρκοκύπριος Αντιπρόεδρος δεν θα δεχτεί τη θέση της Αθήνας ότι η ελληνική και η κυπριακή ΑΟΖ εφάπτονται. Ένα νέο ελληνοτουρκικό Κυπριακό Κράτος θα μείνει ουδέτερο και έτσι θα γίνουν πιο ισχυροί οι ισχυρισμοί της Τουρκίας ότι ανάμεσα στην κυπριακή και την ελληνική ΑΟΖ παρεμβάλλεται μια δική της Αποκλειστική Οικονομική Ζώνη.

Είναι προφανές, λοιπόν, πως η Τουρκία έχει πολύ σοβαρούς λόγους να θέλει την άμεση κατάργηση της Κυπριακής Δημοκρατίας και τη δημιουργία ενός νέου κράτους που δεν θα μπορεί να κινηθεί παρά μόνο με τη συγκατάθεσή της. Έτσι ώστε να πετύχει την κατάργηση των στρατηγικών αξόνων Ελλάδας - Κύπρου - Ισραήλ και Ελλάδας - Κύπρου - Αιγύπτου. Και τη διέλευση του νέου αγωγού φυσικού αερίου από το έδαφός της. Και την ευμενή οριοθέτηση της ΑΟΖ της με εκείνη της Κύπρου. Και την εξουδετέρωση, μέσω της Κύπρου, της ελληνικής θέσης σύμφωνα με την οποία η ελληνική και κυπριακή ΑΟΖ εφάπτονται. Και βέβαια τη διασφάλιση συγκυριότητας των τουρκοκυπρίων στα κοιτάσματα αερίου.

Για όλα αυτά, η τουρκική πλευρά, έχει ήδη διασφαλίσει όλα τα εχέγγυα, καθώς το νέο κράτος θα έχει δύο τιμόνια και δύο φρένα, ένα για κάθε πλευρά. Έχει ήδη γίνει αποδεκτή η τουρκική αξίωση για δύο Βουλές από τις οποίες η μία - η Άνω Βουλή - θα συγκροτείται από ίσο αριθμό Ελληνοκυπρίων και Τουρκοκυπρίων. Έτσι ώστε να μην περνά τίποτε παρά μόνον εάν το θέλει και η τουρκική πλευρά. Έχει επίσης γίνει δεκτό το δικαίωμα βέτο του αντιπροέδρου σε όλα τα καίριας σημασίας ζητήματα. Και ταυτόχρονα εκκρεμεί η αξίωση για εκ περιτροπής προεδρία, για την οποία δημόσια δεν λέγεται κουβέντα.

Πέρα από αυτά, η Άγκυρα - με πρόσχημα την ασφάλεια των Τουρκοκυπρίων - επιμένει στην αξίωσή της να παραμείνει στο νησί, τουλάχιστον για μια μεταβατική περίοδο, ένα μέρος των τουρκικών στρατευμάτων, αλλά και να επαναληφθούν τα επεμβατικά δικαιώματά της. Μόλις πρόσφατα, μάλιστα, ο ηγέτης των Τουρκοκυπρίων κατέστησε σαφές ότι ''μηδενικές εγγυήσεις και μηδενικά στρατεύματα σημαίνει πως δεν υπάρχει λύση''. Άφησε έτσι να φανεί αφενός πως δεν μπορεί να υπάρξει πλήρης εγκατάλειψη των θέσεων αυτών και αφετέρου πως μπορεί να βρεθεί ένας κάποιος συμβιβασμός.

Παρόλα αυτά, ενώ δηλαδή η Τουρκία έχει πολλούς και σοβαρούς λόγους να θέλει την κατάργηση της κυπριακής Δημοκρατίας και τη δημιουργία ενός νέου κράτους, ο Ταγίπ Ερντογάν έχει, την ώρα αυτή, εξίσου σοβαρούς λόγους να αναβάλλει κάθε εξέλιξη. Πρώτ' απ' όλα, η αποδυνάμωσή του στο χώρο των Ενόπλων Δυνάμεων, αλλά και τα πλήγματα που ο ίδιος επέφερε στο Στρατό μετά την απόπειρα πραξικοπήματος, δεν του επιτρέπουν να ξεκινήσει τώρα ούτε καν μερική απόσυρση κατοχικών δυνάμεων.

Ακόμη πιο βέβαιο, όμως, είναι ότι - στην προσπάθειά του να αλλάξει το Σύνταγμα και να εγκαθιδρύσει προεδρικό σύστημα - έχει ανάγκη τα εθνικιστικά στοιχεία της Βουλής και της κοινωνίας. Και, όσο υπάρχει η ανάγκη αυτή, μέχρι το ερχόμενο Καλοκαίρι δηλαδή, έχει σοβαρούς λόγους να μπλοκάρει και να αναβάλλει τις εξελίξεις. Και βέβαια να καλλιεργεί ένταση στις ελληνοτουρκικές σχέσεις, παρά να συμβάλει στη λύση του Κυπριακού. Εκτός κι αν μπορεί να παρουσιάσει την όποια συμφωνία σαν εθνική επιτυχία.