Οι μολύνσεις από Covid σε ανθρώπους που έχουν περάσει την ασθένεια ή έχουν εμβολιαστεί είναι σπάνιες. Αλλά υπάρχουν. Διάφορες μελέτες έχουν εντοπίσει μολύνσεις στο 1% με 10% των ανθρώπων που έχουν αποκτήσει ανοσία. Οι περισσότεροι είναι ασυμπτωματικοί. Φέρουν όμως για ένα χρονικό διάστημα τον κορονοϊό και μπορούν να τον μεταδώσουν. Είναι λοιπόν πολύ νωρίς για να μιλάμε για επιστροφή στην πλήρη κανονικότητα.
Όπως λέει ο Γκιγέρμο Λόπεθ Λιουτς, καθηγητής κυτταρικής βιολογίας στο Πανεπιστήμιο Πάμπλο ντε Ολαβίδε, το κλειδί για να αποτραπεί αυτός ο κίνδυνος είναι η επίτευξη όσο το δυνατόν μεγαλύτερης ομαδικής ανοσίας σε όσο το δυνατόν πιο σύντομο χρονικό διάστημα. «Είναι ένας αγώνας δρόμου με τον ιό», τονίζει.
Ο βιολόγος είχε την ευκαιρία να παρακολουθήσει τη μόλυνση ενός κοντινού του ανθρώπου: είναι 92 ετών, εμβολιάστηκε και με τις δύο δόσεις ενός από τα εμβόλια που κυκλοφορούν στην Ισπανία και χρειάστηκε να εισαχθεί για ένα τραύμα σε ένα νοσοκομείο της Κόρδοβα. Του έκαναν τεστ για Covid-19 και βγήκε θετικό, παρόλο που δεν είχε συμπτώματα.
Η Τζόσλιν Κίνερ και η Λόύσι Χόρτον, μαζί με άλλα μέλη της Ιατρικής Σχολής των Πανεπιστημίων της Καλιφόρνια (UCLA) και του Σαν Ντιέγκο (UCSD), δημοσίευσαν τον περασμένο Μάρτιο στην επιθεώρηση The New England Journal of Medicine τα αποτελέσματα μιας εσωτερικής έρευνας. «Ο κίνδυνος μόλυνσης από τον κορονοϊό μετά τον εμβολιασμό ήταν 1,19% μεταξύ του νοσηλευτικού προσωπικού του UCSD και 0,97% μεταξύ του προσωπικού του UCLA», αναφερόταν στην έρευνα. Ανάλογα είναι τα αποτελέσματα και άλλων ερευνών.
Σύμφωνα με τον Λόπεθ Λιουτς, όμως, οι περιπτώσεις μόλυνσης εμβολιασμένων πρέπει να είναι περισσότερες, αφού συνήθως οι άνθρωποι αυτοί δεν παρουσιάζουν συμπτώματα και κατά συνέπεια δεν κάνουν τεστ. Ο Μαρκ Παντόρι, διευθυντής του εργαστηρίου Δημόσιας Υγείας της Νεβάδα, συμφωνεί. «Είναι βέβαιο ότι υποτιμάμε τις περιπτώσεις μόλυνσης όσων έχουν εμβολιαστεί ή έχουν νοσήσει», λέει στην επιθεώρηση Scientific American. «Χρειάζονται ειδικευμένες ομάδες για να κάνουν αυτή τη δουλειά».
Ο ισπανός καθηγητής αποδίδει το φαινόμενο αυτό στο ιικό φορτίο, την ποσότητα του ιού δηλαδή που κυκλοφορεί στο αίμα του φορέα. Τα άτομα που έχουν αποκτήσει ανοσία διαθέτουν μια γραμμή άμυνας που έχει σχηματιστεί από τα λεμφοκύτταρα Β και Τ. «Τα πρώτα παράγουν τα αντισώματα και εμποδίζουν τον ιό να εισχωρήσει στα κύτταρα. Τα δεύτερα τού επιτίθενται ευθέως και παράγουν πρωτεϊνες όπως η ιντερφερόνη που ειδοποιούν για την παρουσία του ιού και εμποδίζουν τον πολλαπλασιασμό του», τονίζει.
Παρόλο που το σύστημα αυτό όμως δραστηριοποιείται για να εξουδετερώσει τη μόλυνση, το άτομο μπορεί να διατηρήσει ένα συγκεκριμένο ιικό φορτίο. «Η ανοσία είναι ζήτημα ημερών», λέει ο Λόπεθ Λιουτς. «Όταν δεν έχουμε ανοσία, ο ιός ή η παθογόνα ουσία έχει πολύ χρόνο για να προκαλέσει ζημιά, που αντανακλάται στα συμπτώματα. Οι άμυνες του σώματός μας είναι αναποτελεσματικές και χρειάζονται 10 με 14 ημέρες για να δραστηριοποιηθούν πλήρως. Οταν έχουμε ανοσία, τα λεμφοκύτταρα Β και Τα δρουν πιο γρήγορα. Παρ’όλα αυτά, ένας που έχει ανοσία, αλλά φέρει ιικό φορτίο, μπορεί να μολύνει κάποιον που δεν έχει τις ίδιες άμυνες. Αν και ο άλλος έχει ανοσία, η πιθανότητα μετάδοσης είναι ελάχιστη».
Για τους λόγους αυτούς, ο βιολόγος υποστηρίζει ότι τα προληπτικά μέτρα πρέπει να παραμείνουν μέχρι να γενικευτεί ο εμβολιασμός. Αλλιώς, οι μεταλλάξεις θα έχουν περισσότερες ευκαιρίες να επιτεθούν.
*Ο Ραούλ Λιμόν είναι αρθρογράφος της El Pais
ΠΗΓΗ: ΑΠΕ-ΜΠΕ via El Pais