Προκόπης Παυλόπουλος: Το Σύνταγμα της Τροιζήνας του 1827, η δολοφονία του Καποδίστρια και η επέκεινα πορεία προς την «ελέω Θεού» απόλυτη Μοναρχία του Όθωνα

 
 Προκόπης Παυλόπουλος: Το Σύνταγμα της Τροιζήνας του 1827, η δολοφονία του Καποδίστρια και η επέκεινα πορεία προς την «ελέω Θεού» απόλυτη Μοναρχία του Όθωνα

Ενημερώθηκε: 19/03/25 - 19:15

Προκόπης Παυλόπουλος: Το Σύνταγμα της Τροιζήνας του 1827, η δολοφονία του Καποδίστρια και η επέκεινα πορεία προς την «ελέω Θεού» απόλυτη Μοναρχία του Όθωνα

Στην ομιλία του, με τίτλο «Το Σύνταγμα της Τροιζήνας του 1827: Το οριστικό "Πολιτικόν Σύνταγμα της Ελλάδος"», στο πλαίσιο των εκδηλώσεων του Δημοτικού Ελεύθερου Ανοιχτού Πανεπιστημίου του Δήμου Κορίνθου, ο πρώην Πρόεδρος της Δημοκρατίας, Ακαδημαϊκός και Επίτιμος Καθηγητής της Νομικής Σχολής του ΕΚΠΑ κ. Προκόπιος Παυλόπουλος επισήμανε, μεταξύ άλλων, και τα εξής:

«Πρόλογος

Στο πλαίσιο της Συνταγματικής Ιστορίας μας το Σύνταγμα της Τροιζήνας του 1827 -το οριστικό «Πολιτικν Σύνταγμα τς λλάδος»- προέκυψε από την «θεσμική γέφυρα» την οποία διασφάλισε κανονιστικώς το Σύνταγμα του Άστρους, ήτοι ο «Νόμος τς πιδαύρου» του 1823, όταν η Β΄ Εθνοσυνέλευση αναθεώρησε το «Προσωρινν Πολίτευμα τς λλάδος» που είχε θεσπίσει η Α΄ Εθνική Συνέλευση, την 1η Ιανουαρίου 1822. Συγκεκριμένα, ήδη από την 18η Απριλίου 1823 η Β΄ Εθνοσυνέλευση του Άστρους που ψήφισε -κατ’ αναθεώρηση του «Προσωρινο Πολιτεύματος τς λλάδος» του 1822- τον «Νόμον τς πιδαύρου», είχε προαναγγείλει την Γ΄ Εθνοσυνέλευση. Και τούτο διότι τότε αποφασίσθηκε «ν προσδιορισθθνικ Συνέλευσις ες νάκρισιν το Πολιτεύματος μετ διετίαν». Κατ’ εφαρμογή της ως άνω απόφασης, η Γ΄ Εθνοσυνέλευση συγκλήθηκε για την 25η Σεπτεμβρίου 1825. Όμως, μετά από πολλές καθυστερήσεις εξαιτίας της κακής τροπής του Απελευθερωτικού Αγώνα, η Γ΄ Εθνοσυνέλευση συνήλθε την 6η Απριλίου 1826 στην Πιάδα. Είναι δε αξιοσημείωτο -φυσικά αρνητικώς, και για την οριστικοποίηση της θεσμικής θεμελίωσης του Νεότερου Ελληνικού Κράτους αλλά και για την πορεία του Αγώνα- ότι καθ’ όλο αυτό το χρονικό διάστημα δεν υπήρχε ουσιαστικώς «συνταγματική τάξη» στην απελευθερωμένη Ελλάδα, λόγω μη εφαρμογής του «Νόμου τς πιδαύρου» του 1823.

Ι. Το ιστορικό της κατάρτισης του «Πολιτικο Συντάγματος τς λλάδος»

Τον Αύγουστο του 1826 η Γ΄ Εθνοσυνέλευση διασπάσθηκε, εξαιτίας της ανοιχτής αντιπαράθεσης μεταξύ «αγγλόφιλων» και «γαλλόφιλων». Και η μεν «αγγλόφιλη» τάση του συνήλθε στην Αίγινα, ενώ η «γαλλόφιλη» -στην οποία προστέθηκε η νεοσύστατη «ρωσόφιλη» τάση- συνήλθε στην Ερμιόνη.

Α. Το χρονικό της διάσπασης της Γ΄ Εθνοσυνέλευσης

Η αφετηρία της διάσπασης ήταν η εξής:

1. Οι βασικές αντιρρήσεις

Οι Πληρεξούσιοι που συγκεντρώθηκαν στην Αίγινα υποστήριζαν ότι μόνον η Επιτροπή της Εθνοσυνέλευσης -την οποία είχε συγκροτήσει η Εθνοσυνέλευση της Επιδαύρου προκειμένου, μεταξύ άλλων, «ν συγκαλέση ες θνικν Συνέλευσιν τος Πληρεξουσίους» (Ψήφισμα Ε΄ της 12ης Απριλίου 1826)- είχε το δικαίωμα και να προσδιορίσει τον τόπο της νέας Εθνοσυνέλευσης, αλλά και να προσκαλέσει εκείνους μόνο τους Πληρεξουσίους που είχαν συγκροτήσει την Γ΄ Εθνοσυνέλευση της Επιδαύρου «ς συνέχειαν κείνης λογιζομένην». Οι Πληρεξούσιοι στην Ερμιόνη, αντιθέτως, υποστήριξαν ότι: «πόφασις τς ν πιδαύρθνοσυνελεύσεως δν στηρίζετο οτε ες τ νόμιμο οτε ες τ δίκαιον κατι δι τοτον τν λόγον Συνέλευσις πρεπε ν συγκροτηθπου πλειονοψηφία θελεν ποφασίσει, καπ πληρεξουσίων κ νέου κλελεγμένων».

2. Η τελική συμφωνία

Τελικώς, μετά από πολλές διαμεσολαβητικές προσπάθειες του Άγγλου πρεσβευτή στην Κωνσταντινούπολη Στράτφορντ Κάνινγκ -πρώτου εξαδέλφου του Τζωρτζ Κάνινγκ- αλλά και Ελλήνων πολιτικών και οπλαρχηγών αποφασίσθηκε από κοινού, την 17η Μαρτίου 1827, η Εθνοσυνέλευση να συνέλθει στην Τροιζήνα. Αξίζει, συναφώς, να αναγνωσθεί η επιστολή του Γ. Καραϊσκάκη με την οποία, επιδεικνύοντας ομοψυχία και συναίνεση, προέτρεψε να συνέλθει η Εθνοσυνέλευση σε τρίτο μέρος, προτείνοντας την Αίγινα ή την Σαλαμίνα. Γράφει, λοιπόν, ο μεγάλος Ρουμελιώτης στρατηγός: «Μπορίαν μας μεγάλην βλέπομεν τν ναβολν τς συγκροτήσεως τς θνοσυνελεύσεως, κατι μέχρι τοδε λογοτριβετε περ τόπου, γινόμενοι ες δύο κόμματα ο πληρεξούσιοι τοθνους, ο μν ες Αγιναν ο δ ες ρμιόνην. Δυσαρεστούμεθα βλέποντες ατ τ δύο κόμματα ν διαφέρωνται πρτον περ το τόπου. τόπος, δελφοί, δν εναι πο νκτελ τ καλ κα συμφέροντα τοθνους, λλ τ καλ καπαθ ασθήματα τν ποκειμένων καμόνοια καδελφοσύνη π τποα κρέμαται σωτηρία λων μας, κα εμεθα λοι δελφο καν θνος. ς λείψη τ Πελοποννήσιοι, Νησιται κα Ρουμελιται, λλλοι ν νομιζώμεθα ν ς κα εμεθα» (βλ. Πρακτικά της 9ης Προκαταρκτικής Συνεδρίασης της 31.1.1827 της Εθνοσυνέλευσης της Ερμιόνης).

Β. Οι εργασίες της Γ΄ Εθνοσυνέλευσης

Η Γ’ Εθνοσυνέλευση της Ερμιόνης πραγματοποίησε δέκα προκαταρκτικές συνεδριάσεις, από την 18η Ιανουαρίου του 1827 ως την 10η Φεβρουαρίου, και δεκαεπτά τακτικές, που άρχισαν την 11η Φεβρουαρίου και τέλειωσαν την 17η Μαρτίου του ίδιου έτους.

1. Το περιεχόμενο της Διακήρυξης

Εξαιρετικό ενδιαφέρον παρουσιάζει η από 11.2.1827 Διακήρυξη της 1ης τακτικής Συνεδρίασης της Εθνοσυνέλευσης, την οποίαν υπογράφει ο Πρόεδρός της Γ. Σισίνης. Και τούτο διότι ανιχνεύεται σε αυτή το «πνεύμα» των «Ηθικών Νικομαχείων» και των «Πολιτικών» του Αριστοτέλους: «Χωρς ρετς δν εναι δυνατν νπάρξουν α Πολιτεαι. λλ’ ρετ γεννται π τν καλν Νομοθεσίαν. Καπειδ δι’ ατς ο πολται γινόμενοι νάρετοι τείνουσιν ες τν πρς ν ρον τς Πολιτικς Κοινωνίας, ετουν ες τν εδαιμονίαν των, Συνέλευσις ατη παναλαβοσα τς ργασίας της χει κύριον σκοπν ν τελειοποιήσ καθ’ σον δύναται τ Πολίτευμα τοθνους […]». Περαιτέρω, αξίζει να επισημανθεί ότι κατά τις εργασίες της 13ης Συνεδρίασης της Εθνοσυνέλευσης αποφασίσθηκε η βάση του Ελληνικού Πολιτεύματος να είναι Κοινοβουλευτική.

2. Στην «σκιά» της πολιορκίας της Ακρόπολης

Ωστόσο, τις εργασίες της Εθνοσυνέλευσης στην Ερμιόνη επισκίασε και απασχόλησε η πολιορκία της Ακρόπολης των Αθηνών. Για τα γεγονότα της πολιορκίας φρόντισε η εδρεύουσα στην Αίγινα Διοικητική Επιτροπή της Ελλάδας, με πρόεδρο τον Ανδρέα Ζαΐμη, να ενημερώνει τους Πληρεξουσίους στην Ερμιόνη, συνοδεύοντας τις επιστολές της με την αλληλογραφία που είχε με τους πολιορκημένους και παρακινώντας τους να προτρέψουν τους οπλαρχηγούς στην Ερμιόνη να εκστρατεύσουν στην Αθήνα (βλ. Πρακτικά της τελευταίας Προκαταρκτικής Συνεδρίασης της 10ης Φεβρουαρίου 1827).

α) Επίσης, εξαιρετικό ενδιαφέρον παρουσιάζει η από 7.2.1827 επιστολή της Εθνοσυνέλευσης προς τους πολιορκημένους της Ακρόπολης των Αθηνών. Και τούτο διότι η επιστολή αυτή σκοπό είχε, μεταξύ άλλων, να αναδείξει την αδιάκοπη πορεία της συνέχειας του Ελληνικού Έθνους. Στην επιστολή αυτή αναφέρονται τα εξής: « Συνέλευσις, μα παναλαβοσα τς ργασίας της, εθς στρεψεν τν προσοχήν της ες τν διάσωσιν το φρουρίου τν θηνν, τποο Σες περασπίζεσθε. θέσις ατη εναι κα θεωρεται προμαχών τς λλάδος˙ νδοξος δι τς ρετς τν θανάτων προγόνων μας, δοξάζεται τώρα κα πάλιν, κα κάμνει νέαν ποχν δι τς γενναίας καρωικς περασπίσεώς Σας. Κα Σες, νώνοντες τ αματά Σας μ τὴν στάκτην τν Θεμιστοκλέων, τν Κιμώνων, τν Μιλτιαδν, τν λκιβιαδν, τν ριστειδν, τν Περικλέων, παραδίδετε τνοματά Σας ες τν θανασίαν, ες τν θαυμασμν τν αώνων κα ες τ ελογίας τν γενεν. Καν Πατρς θεωρε εγνωμόνως τος γνας Σας, Συνέλευσις φροντίζει δι τν σωτηρίαν καπεράσπισιν κασφάλειάν Σας κα το Φρουρίου» (βλ. Πρακτικά της Α’ τακτικής Συνεδρίασης της Γ΄ Εθνικής Συνέλευσης της 11ης Φεβρουαρίου 1827).

β) Συγκλονιστική είναι και η από 17.2.1827 επιστολή των αγωνιστών του φρουρίου της Ακρόπολης: «Μ μεγάλην οκονομίαν κα στενοχωρίαν ποφέραμε ως τν σήμερον, Μητέρα, δέλφια, στερηθήκαμεν πλα, μόνο να σιτάρι ξηρν μς μεινεν. Οτε μύλος γερς μς μεινε νλέσωμεν οτε ξύλα ν ψήσωμεν, σα σπήτια κα καλύβες πο εχαμε κακαθόμαστε μέσα, κα ατά τα χαλάσαμεν κα τκάψαμεν δι τ ψωμί. Τώρα δέλφια μείναμεν λοι ες τνοικτ λαβωμένοι καρρωστοι καπίλοιποι. Ορρωστοι ποθαίνουν δίκως μ τ ν μχουν τναγκαα τους, σχεδν τίποτε, τόσον κα λαβωμένοι δν χουν οτε λοιφ οτε ξαντ οτε δεσίματα, λλ βρωμίζουν καποθαίνουν. Τ λοιπν δελφοί, μες ολίγοι γεροπο μείναμεν ες τί ν παραστεκόμαστε; Ες τος ρρώστους; Ες τος πληγωμένους; ες τ τουφέκι; χανόμεθα δέλφια» (βλ. Πρακτικά 8ης Συνεδρίασης της 24ης Φεβρουαρίου1827). Τελικώς, σε μία από τις πιο κρίσιμες στιγμές της Εθνοσυνέλευσης της Ερμιόνης, λήφθηκε η απόφαση, στην 2η Συνεδρίαση της 14ης Φεβρουαρίου1827, για την αποστολή εκστρατευτικού σώματος 4.500 χιλιάδων ανδρών στην Αθήνα, υπό την ηγεσία του Ιωάννη Θ. Κολοκοτρώνη, προκειμένου να συνδράμει τους πολιορκημένους.

3. Τέλος καλό όλα καλά

Στις κρίσιμες αυτές στιγμές οι εργασίες της Γ΄ Εθνοσυνέλευσης στην Ερμιόνη ολοκληρώθηκαν την 17η Μαρτίου 1827 και οι Πληρεξούσιοι, με πνεύμα πραγματικής εθνικής συμφιλίωσης, συνήλθαν στην Τροιζήνα, όπου την 1η Μαΐου 1827 ψηφίσθηκε το οριστικό «Πολιτικν Σύνταγμα τς λλάδος». Η αισιοδοξία που άρχισε να ξαναγεννιέται μετά τα τραγικά γεγονότα της πολιορκίας της Ακρόπολης των Αθηνών και τις διχαστικές τάσεις, οι οποίες είχαν επικρατήσει το προηγούμενο διάστημα, πέρασε στους στίχους που τραγουδιούνταν σε όλη την επαναστατημένη Ελλάδα: «Στν Αγίνη δ θ γίνει./Στην ρμιόνη δν τελειώνει./Στο Δαμαλά [Τροιζήνα] πάει καλά./Εκεί θ τελειωθε/καλλάδα θ σωθε» (Ιωάννου Ηρ. Μάλλωση, Η εν Ερμιόνη Γ’ Εθνοσυνέλευσις, Αθήναι 1930, σ. 18).

4. Η Εθνεγερσία του 1821 στο στόχαστρο του Μέττερνιχ

Πρέπει να τονισθεί με έμφαση πως το εξαιρετικά φιλελεύθερο, για τα δεδομένα της εποχής, πνεύμα του Συντάγματος, στο οποίο κατέληξε η Γ΄ Εθνοσυνέλευση αποκτά πολύ μεγαλύτερη αξία, αν αναλογισθεί κανείς πόσο επιφυλακτική ήταν ακόμη η συντηρητική πλευρά της Ιεράς Συμμαχίας -παρά τις διαφοροποιήσεις της σε σχέση με τις αρχικές, εντόνως αρνητικές, αντιδράσεις της- έναντι της Εθνεγερσίας του 1821. Άκρως ενδεικτικό είναι το ακόλουθο απόσπασμα κειμένου του Μέττερνιχ του 1825, λίγο πριν από την ολοκλήρωση των εργασιών της Γ΄ Εθνοσυνέλευσης (βλ. Αντ. Μπερεδήμα, Διεθνές Δίκαιο και Διπλωματία στα χρόνια της Επανάστασης του 1821, εκδ. Σάκκουλα, Αθήνα, 2021, σελ. 185 επ.): «παναστάσεις ς κεναι τν δύο Χερσονήσων τς Μεσημβρινς Ερώπης, αποαι δν πεδίωκον τίποτε λιγώτερον παρ τν νατροπν το συνόλου τν θεμελίων κα θεσμν π τν ποίων δράζοντο τ βασίλεια τατα ... παρόμοιαι πιχειρήσεις διαφέρουν κατ πολ το κινήματος νς πληθυσμο κατέχοντος τμμα νς μεγάλου Κράτους καποβλέποντος ες τν πολιτικν νεξαρτησίαν το τμήματος ατο. λληνικπανάστασις μοιάζει πολ περισσότερον μ τς ταραχς αποαι λαμβάνουν χώραν ν ρλανδί κα αποαι τν στιγμν ταύτην παναλαμβάνονται κ νέου μ μίαν ντασιν λίαν νησυχητικν δι τν γγλικν κυβέρνησιν παρ μ τ γεγονότα, τποα φάνισαν τν σπανίαν, τν Πορτογαλίαν κα τν ταλίαν κα τποα εχον ες πολ μεγαλύτερον βαθμν τ χαρακτηριστικ τς Γαλλικς παναστάσεως κα τς γγλικς το δεκάτου βδόμου αἰῶνος. λληνικπανάστασις παρουσιάζει μάλιστα περισσότερον ναλογίαν μκείνη τν μερικανικν ποικιν, τν ποίων σκοπς το ποχωρισμς π τν μητέρα-πατρίδα, ν το δυνατν βεβαίως ν συγκριθλλς πρς τ ερημένας χώρας, τελείως πεχούσης λόγ τς γεωγραφικς της θέσεως τν μεγάλων πολιτικν σωμάτων, ες τν ποία χρεωστον τν παρξιν κα τν πολιτισμόν των. κενο τποον ναμφιβόλως ταύτισεν κατ κάποιον τρόπον τν πανάστασιν τν λλήνων μ τς λλας παναστάσεις, τν ποίων πήρξαμε μάρτυρες, εναι πίδρασις τν ποίαν απαναστατικα φατρίαι σκησαν π τν ταραχν τς νατολς, τ πνεμα, αρχαί, τ σχήματα τποα α φατρίαι αται νετύπωσαν ες ν κίνημ, τποον ς πρς τς πρώτας του φορμάς κα τν ντικειμενικόν του σκοπν φαίνετο ς μχον σχέσιν πρς τς μηχανορραφίας τς ποίας εχαν ξυφάνη ες τν λοιπν Ερώπην. Κακόμη πρέπει ν παρατηρήσωμεν τι, ν α θεωρίαι κα συνωμοσίαι, α στρεφόμεναι κατ τν πρώτων βάσεων το παλαιο κοινωνικο συστήματος, πρξαν ες τς παναστάσεις τς σπανίας καταλίας, προκάλυπτος σκοπς κα τ σπουδαιότερον κίνητρον τν ταραχοποιών, παρεισέφρησαν ς πρόσθετα στοιχεα ες τν πανάστασιν τς λλάδος, δ ρόλος των πρξε πλς δευτερεύων. Ἐὰν φίστατο πόλυτος μοιομορφία [τν κρίσεων], ατη θδικαιολόγη μλλον θπήτη ταυτότητα νεργειν μέτρων. Ἐὰν πανάστασις τν λλήνων δύνατο σφαλς ν τεθ ες τν δίαν κατηγορίαν μκείνας αποαι ναστάτωσαν τν σπανίαν κα τν ταλίαν, α Δυνάμεις δν θ ερίσκοντο καθόλου πρ διλήμματος ποίαν στάσιν ν υοθετήσουν μοιομορφία τν νόσων παιτεμοιομορφίαν φαρμάκων ρα δι τς φαρμογς ες τν πανάστασιν ταύτην τν ρχν αποαι νέπνευσαν τς Συμμαχικς Δυνάμεις ες τν γνα των κατ τς Νεαπόλεως, το Πεδεμοντίου κα τς σπανίας, τργο μας καθιστάμενον σως δυσκολώτερον λόγ πλήθους τοπικν περιστάσεων, θτο ν τούτοις ξίσου πλον κα σταθερόν. Δν νομίζομεν μως τι τοιαύτη περίπτωσις κα μακρν το ν παραδεχθμεν τν πόλυτον μοιομορφίαν τν κατατάσεων, ντλομεν κυρίως λπίδας π τς διαφοράς των δι ν συνδράμωμεν ες τν ερήνευσιν τς λλάδος νευ παραβιάσεως οδεμις τν ρχν, τς ποίας θεωρομεν σανίδα σωτηρίας ες τν καιρν τς καταιγίδος...».

ΙΙ. Η δομή και το περιεχόμενο του «Πολιτικο Συντάγματος τς λλάδος»

Το Σύνταγμα της Τροιζήνας του 1827 κατά γενική ομολογία -και ανεξάρτητα από τις μετέπειτα περιπέτειες εφαρμογής του λόγω της αρνητικής συγκυρίας που διαμορφώθηκε -θεωρείται ως ένα από τα αρτιότερα στην συνταγματική μας ιστορία, και μάλιστα με βάση τα δεδομένα της εποχής εκείνης. Τούτο οφείλεται, κατ’ εξοχήν, στα θεσμικά του χαρακτηριστικά, τα οποία αναδεικνύουν την πρώιμη εμπέδωση και επιρροή εξαιρετικά προωθημένων φιλελεύθερων δημοκρατικών ιδεωδών, όπως αυτά είχαν αρχίσει να δημιουργούνται από την θεσμική και πολιτική μήτρα της Γαλλικής Επανάστασης του 1789 και της εξ αυτής προκύψασας Διακήρυξης των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και του Πολίτη. Επιπλέον, πρέπει να επισημανθεί -για λόγους που αφορούν την πορεία εξέλιξης του Νεότερου Ελληνικού Κράτους- ότι το Σύνταγμα της Τροιζήνας του 1827, το «Πολιτικν Σύνταγμα τς λλάδος», ήταν εκείνο, το οποίο άνοιξε τον δρόμο για την εκλογή του Ιωάννη Καποδίστρια ως πρώτου Κυβερνήτη του νεοσύστατου ακόμη Ελληνικού Κράτους. Και τούτο, διότι το Σύνταγμα της Τροιζήνας του 1827 προέβλεπε -δίχως όμως να προσδιορίζει τον τρόπο εκλογής του, παραπέμποντας απλώς σε ειδικό εκτελεστικό νόμο- ως επικεφαλής της Εκτελεστικής Εξουσίας, με ενισχυμένες εξουσίες, μονοπρόσωπο όργανο, τον Κυβερνήτη, του οποίου η θητεία οριζόταν επταετής.

Α. Το φιλελεύθερο πνεύμα των Θεσμών του «Πολιτικο Συντάγματος τς λλάδος»

Από τις μεγάλες -και πάλι για τα δεδομένα και την συγκυρία εκείνης της εποχής- καινοτομίες του «Πολιτικο Συντάγματος τς λλάδος» του 1827, οι οποίες αναδεικνύουν την φιλελεύθερη νοοτροπία του, όσον αφορά τόσο τους Δημοκρατικούς Θεσμούς εν γένει όσο και τα Θεμελιώδη Δικαιώματα του Ανθρώπου, επισημαίνονται, ενδεικτικώς, οι εξής:

1. Η Δημοκρατική Αρχή

Εμβληματική, στο θεσμικό πλαίσιο του Συντάγματος της Τροιζήνας του 1827, είναι η καθιέρωση ρυθμίσεων, οι οποίες αναδεικνύουν, με ιδιαίτερη έμφαση, τις εγγυήσεις τήρησης της Δημοκρατικής Αρχής. Μεταξύ αυτών σπουδαιότερες κρίνονται:

α) Πρώτον, οι ρυθμίσεις με τις οποίες καθιερώνεται η αρχή της Λαϊκής Κυριαρχίας. Ειδικότερα, κατά τις διατάξεις του άρθρου 5 του «Πολιτικο Συντάγματος τς λλάδος», « κυριαρχία νυπάρχει ες τθνος, πσα ξουσία πηγάζει ξ ατο». Η επιρροή των ρυθμίσεων αυτών είναι και σήμερα ακόμη εμφανής, αν αναχθεί κανείς στις διατάξεις του άρθρου 1 παρ. 2 και 3 του ισχύοντος Συντάγματός μας: «2. Θεμέλιο το Πολιτεύματος εναι λαϊκ κυριαρχία. 2. λες οξουσίες πηγάζουν π τν Λαό, πάρχουν πρ ατο κα τοθνους κασκονται πως ρίζει τ Σύνταγμα».

β) Δεύτερον, οι ρυθμίσεις με τις οποίες καθιερώνεται η θεμελιώδης αρχή της Διάκρισης των Εξουσιών. Συγκεκριμένα, κατά τις διατάξεις του άρθρου 36 του «Πολιτικού Συντάγματος της Ελλάδος», « κυριαρχία τοθνους διαιρεται ες τρες ξουσίας. Νομοθετικήν, Νομοτελεστικν κα Δικαστικήν». Θα μπορούσε κανείς να ισχυρισθεί βασίμως ότι στο σημείο αυτό το Σύνταγμα της Τροιζήνας του 1827, εμφανώς επηρεασμένο από το Σύνταγμα των ΗΠΑ του 1787, υιοθέτησε, προσθέτοντας στοιχειώδεις μηχανισμούς εξισορρόπησης καθεμιάς Εξουσίας, την θεμελιώδη αρχή της λειτουργίας του Πολιτεύματος μέσω των εγγυήσεων κατάλληλων «θεσμικών αντιβάρων» («Checks and Balances»)

2. Οι σημαντικότερες εγγυήσεις

Προς την ίδια κατεύθυνση πρέπει να επισημανθεί και τούτο:

α) Το «Πολιτικν Σύνταγμα τς λλάδος», καθιερώνοντας τον κανόνα πως κάθε Βουλευτής είχε το «δικαίωμα ν ζητ κα ν λαμβάν τς ναγκαίας πληροφορίας π τς γραμματείας περ παντς πράγματος συζητουμένου ες τν Βουλήν», έθετε τις πρώτες βάσεις του Κοινοβουλευτικού Ελέγχου και, εν τέλει, της κοινοβουλευτικής ευθύνης των μελών της Εκτελεστικής Εξουσίας.

β) Διευκρινίζεται, επίσης, ότι κατά τις διατάξεις του άρθρου 94 του Συντάγματος της Τροιζήνας του 1827 η Βουλή «τροπολογε κακυρώνει τος νόμους, πλν τν συνταγματικν». Με τον τρόπο αυτό -πλην άλλων συναφών- καθιερώνεται, εμμέσως πλην σαφώς, και η υπεροχή του Συντάγματος έναντι του τυπικού νόμου και των, υποδεέστερων αυτού, κανονιστικού περιεχομένου κανόνων δικαίου. Με άλλες λέξεις, το ως άνω Σύνταγμα καθιέρωνε από τότε, με τρόπο ιδιαίτερα αξιοπρόσεκτο θεσμικώς, την δομή και την ιεραρχία της Έννομης Τάξης.

Β. Η συνταγματική κατοχύρωση των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων του Ανθρώπου

Περαιτέρω, το Σύνταγμα της Τροιζήνας του 1827, το «Πολιτικν Σύνταγμα τς λλάδος», διακρίνεται εντόνως και σαφώς για την προσήλωσή του στις προωθημένες φιλελεύθερες ιδέες της εποχής και όσον αφορά τα Θεμελιώδη Δικαιώματα του Ανθρώπου. Οι ακόλουθες ρυθμίσεις του είναι άκρως ενδεικτικές εν προκειμένω:

1. Το Α΄ Κεφάλαιο

Στο Α΄ Κεφάλαιο, και συγκεκριμένα με τις διατάξεις του άρθρου 1, καθιερώνεται μεν ως επικρατούσα θρησκεία εκείνη της «ρθοδόξου κκλησίας το Χριστο», όμως εξίσου καθιερώνεται ρητώς, ως θεμελιώδες δικαίωμα, η Θρησκευτική Ελευθερία: «Καθες ες τν λλάδα παγγέλλεται τν θρησκεία του λευθέρως, κα δι τν λατρείαν ατς χει σην περάσπισιν».

2. Το Γ΄ Κεφάλαιο

Στο Γ΄ Κεφάλαιο, και υπό τον τίτλο «Δημόσιον δίκαιον τν λλήνων», εισάγεται, με εξαιρετικά προοδευτικό πνεύμα, σειρά ρυθμίσεων περί βασικών γενικών αρχών με συνταγματική ισχύ καθώς και περί των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, μεταξύ των οποίων δεσπόζουσα είναι η θέση:

α) Της κατά τις διατάξεις του άρθρου 7 αρχής της Ισότητας: «λοι ολληνες εναι σοι νώπιον τν νόμων». Οι επόμενες διατάξεις του Κεφαλαίου τούτου εξειδικεύουν την αρχή της Ισότητας, υιοθετώντας εγγυήσεις:

α1) Αναφορικά με την αρχή της Αξιοκρατίας, κατά τις διατάξεις του άρθρου 8: «λοι ολληνες εναι δεκτοκαστος κατ τ μέτρον τς προσωπικς του ξίας, ες λα τ δημόσια παγγέλματα, πολιτικ κα στρατιωτικά».

α2) Αναφορικά με την αρχή της Ισότητας ενώπιον των δημόσιων βαρών, κατά τις διατάξεις του άρθρου 10: «Α εσπράξεις διανέμονται ες λους τος κατοίκους τς πικρατείας δικαίως, καναλόγως τς περιουσίας κάστου. Καμμία δ εσπραξις δν γίνεται χωρς προεκδεδομένον νόμον, κα κανες νόμος περ εσπράξεως δν κδίδεται εμ δι’ ν κα μόνον τος».

β) Της κατά τις διατάξεις του άρθρου 11 προσωπικής ελευθερίας: « νόμος σφαλίζει τν προσωπικν κάστου λευθερίαν κανες δν μπορε νναχθ φυλακωθ εμ κατ τος νομικος τύπους».

γ) Του κατά τις διατάξεις του άρθρου 17 δικαιώματος στην ιδιοκτησία, με παράλληλη μάλιστα εισαγωγή εγγυήσεων για την δυνατότητα αναγκαστικής απαλλοτρίωσης: « Κυβέρνησις μπορε ν’ παιτήσ τν θυσίαν τν κτημάτων τινός, δι δημόσιον φελος, ποχρώντως ποδεδειγμένον, λλ δι προηγουμένης ποζημιώσεως».

δ) Της κατά τις διατάξεις του άρθρου 19 αρχής της μη αναδρομικότητας του νόμου: « νόμος δν μπορε νχπισθενεργν δύναμιν».

ε) Του κατά τις διατάξεις του άρθρου 25 δικαιώματος του αναφέρεσθαι: «Καθες δύναται ν’ ναφέρεται πρς τν Βουλν γγράφως, προβάλλων τν γνώμην το περ παντς δημοσίου πράγματος».

στ) Της κατά τις διατάξεις του άρθρου 26 ελευθερίας του Τύπου: «Ολληνες χουσι τ δικαίωμα χωρς πρξέτασιν ν γράφωσι, κα ν δημοσιεύωσιν λευθέρως δι το τύπου λλέως τος στοχασμος κα τ γνώμας των, φυλάττοντες τος κολούθους ρους: α΄ Ν μν ντιβαίνωσιν ες τρχς τς χριστιανικς θρησκείας. β΄ Ν μν ντιβαίνωσιν ες τν σεμνότητα. γ΄ Νποφεύγωσι πσαν προσωπικν βριν κα συκοφαντίαν».

3. Η κατάργηση των τίτλων ευγενίας

Τέλος -καίτοι τούτο ενέχει περισσότερο συμβολική αξία- είναι χαρακτηριστικό ότι οι διατάξεις του άρθρου 27 διακηρύσσουν, πανηγυρικώς και εκτενώς, την απαγόρευση απονομής τίτλων ευγενείας: «Κανένας τίτλος εγενείας δν δίδεται π τν λληνικ πολιτείαν κα κανες λλην ες ατν δν μπορε, χωρς τν συγκατάθεσιν το Κυβερνήτου, ν λάβπούργημα, δρον, μοιβήν, ξίωμα, τίτλον παντς εδους π κανένα μονάρχην, γεμόνα πξωτερικν πικράτειαν».

ΙΙΙ. Η «αδύνατη» εφαρμογή του «Πολιτικο Συντάγματος τς λλάδος»

Πριν την ψήφιση του «Πολιτικο Συντάγματος τς λλάδος», την 1η Μαΐου 1827 κατά τα προαναφερόμενα, η Γ΄ Εθνοσυνέλευση είχε προχωρήσει, προσβλέποντας σε άμεση εφαρμογή του, στην επιλογή ενός συστήματος Αντιπροσωπευτικής Δημοκρατίας μ’ επικεφαλής μονοπρόσωπο όργανο, τον «Κυβερνήτη της Ελλάδος». Ειδικότερα, την 27η Μαρτίου 1827 η Γ΄ Εθνοσυνέλευση αποφάσισε, ομοφώνως, « Νομοτελεστικ δύναμις ν παραδοθε ες να κα μόνον», προκειμένου ν’ αποφευχθούν στο μέλλον «σα κακπήγασαν ες τ διάστημα τοπταετος γνος ... π τν πολυμέλειαν τς Νομοτελεστικς Δυνάμεως». Τα πράγματα εξελίχθηκαν ταχύτατα, και με πρωτοβουλία κυρίως του Θεόδωρου Κολοκοτρώνη εκλέγεται ομοφώνως –με το Ψήφισμα ΣΤ΄– την 3η Απριλίου 1827, από την Γ΄ Εθνοσυνέλευση, ως «Κυβερνήτης τς λλάδος» ο Ιωάννης Καποδίστριας. Ταυτοχρόνως, με το Θ΄ Ψήφισμα η Γ΄ Εθνοσυνέλευση συγκρότησε μεταβατική τριμελή «ντικυβερνητικν πιτροπήν», με περιορισμένες αρμοδιότητες, ως την έλευση στην Ελλάδα του Ιωάννη Καποδίστρια, η οποία «μπεπιστευμένη τν νομοτελεστικν δύναμιν, θέλει κυβερνήσει τθνος... διάρκεια τς ντικυβερνητικς πιτροπς προσδιορίζεται χρι τς φίξεως το Κυβερνήτου, τε πιτροπ παύει». Επισημαίνεται, ότι το σκεπτικό της επιλογής του Ιωάννη Καποδίστρια, ως πρώτου Κυβερνήτη της Ελλάδας, είναι άκρως ενδεικτικό του ότι τελική ομολογημένη πρόθεση των Αγωνιστών της Εθνεγερσίας ήταν η τοποθέτηση, ως επικεφαλής του Νεότερου Ελληνικού Κράτους, όχι μονάρχη αλλά «Κυβερνήτη», δηλαδή κρατικού οργάνου που κυβερνά όχι «λέ Θεο», αλλά με βάση το Σύνταγμα και την εκτελεστική του νομοθεσία. Επιπλέον δε προσώπου Ελληνικής καταγωγής, με καθαρώς πολιτικά χαρακτηριστικά. Άκρως ενδεικτικό είναι το ακόλουθο απόσπασμα του ως άνω ΣΤ΄ Ψηφίσματος της 3ης Απριλίου 1827: «θνικ Συνέλευσις, θεωρετι ψηλ τέχνη του κυβερνν την Πολιτείαν κα φέρειν πρς εδαιμονίαν τθνη, ξωτερικ κασωτερικ πολιτική, παιτε πολιτικν περαν κα πολλ φτα, τποα βάρβαρος θωμανς δν πέτρεψε ποτ ες τος λληνες. Θεωρετι παιτεται πί κεφαλς τς λληνικς Πολιτείας κατ πρξιν κα θεωρίαν πολιτικς λλην, δι ν κυβερνήσει κατ τν σκοπν τς πολιτικς κοινωνίας».

Α. Η έλευση του Ιωάννη Καποδίστρια στην Ελλάδα και η ανάληψη των καθηκόντων του

Την 8η Ιανουαρίου 1828 ο Ιωάννης Καποδίστριας φθάνει στην Ελλάδα, στο Ναύπλιο. Ανέλαβε τα καθήκοντά του την 11η Ιανουαρίου 1828 στην Αίγινα, όταν του μεταβιβάσθηκε η Εκτελεστική Εξουσία από την «Αντικυβερνητικήν Επιτροπήν». Η ορκωμοσία του ως πρώτου «Κυβερνήτη της Ελλάδος» πραγματοποιήθηκε την 26η Ιανουαρίου 1828. Η κατάσταση που αντιμετώπισε, ευθύς εξ αρχής, ο Ιωάννης Καποδίστριας ήταν, κατά την επιεικέστερη έκφραση, δραματική. Αντί άλλης περιγραφής αρκεί το εξής απόσπασμα από τα «Απόλογα του Καποδίστρια» του Γ. Τερτσέτη, όπου καταγράφεται συνομιλία του Κυβερνήτη με τον Γεωργάκη Μαυρομιχάλη: «Εναι καιρο πο πρέπει ν φορομε λοι ζώνη δερματένια κα ν τρμε κρίδες κα μέλι γριο. Εδα πολλ ες τν ζωήν μου, λλ σν τ θέαμα ταν φθασα δ στν Αγινα δν εδα κάτι παρόμοιο ποτέ, καλλος ν μν τδε... Ζήτω Κυβερνήτης, φώναζαν γυνακες ναμαλιασμένες, νδρες μ λαβωματις πολέμου, ρφαν γδυτά, κατεβασμένα π σπηλιές. Δν ταν τ συναπάντημά μου φων χαρς, λλ θρνος».

1. Κατάσταση έκτακτης ανάγκης

Ουδείς, λοιπόν, μπορεί να αμφισβητήσει, με τεκμηριωμένα ιστορικά δεδομένα, ότι ο Ιωάννης Καποδίστριας είχε να αντιμετωπίσει μια κατάσταση πραγματικής έκτακτης ανάγκης, μέσα στο πλαίσιο της οποίας έπρεπε να πάρει, χωρίς χρονοτριβή, αποφάσεις στοιχειώδους ανάταξης της Ελλάδας προκειμένου να συνεχίσει τον Αγώνα της Απελευθέρωσης και να επιδιώξει την ανακούφιση του δεινώς χειμαζόμενου πληθυσμού. Και ναι μεν, όπως ήδη τονίσθηκε, το «Πολιτικόν Σύνταγμα της Ελλάδος» συνιστούσε έναν θεσμικώς άψογο «Καταστατικό Χάρτη» για την οργάνωση μιας σύγχρονης Αντιπροσωπευτικής Δημοκρατίας με επικεφαλής τον «Κυβερνήτη της Ελλάδος». Πλην όμως είναι, και σήμερα, προφανές ότι η πλήρης και συνεπής εφαρμογή του, υπό τις συνθήκες της εποχής, ήταν ουσιαστικώς αδύνατη.

α) Μια λύση θα ήταν η κατά περίπτωση εφαρμογή του «Πολιτικο Συντάγματος τς λλάδος», κάτι όμως το οποίο αφενός δεν συνάδει προς την ίδια την φύση κάθε σύγχρονου Συντάγματος –αυθαίρετη εφαρμογή του Συντάγματος à la carte ισοδυναμεί με υποβάθμιση και, εν τέλει, αναίρεσή του στην πράξη– και, αφετέρου, ήταν εντελώς αντίθετη προς την νοοτροπία του Ιωάννη Καποδίστρια. Στην νοοτροπία του πρώτου Κυβερνήτη της Ελλάδας, με βάση και τον ασυμβίβαστο –όπως είχε φανεί καθαρά σε όλη την πολιτική διαδρομή του– χαρακτήρα του, ταίριαζε το «saluspopulisupremalexesto». Αυτοί είναι οι λόγοι για τους οποίους ο Ιωάννης Καποδίστριας έκρινε, αμέσως, απαραίτητη την αλλαγή του τρόπου οργάνωσης και λειτουργίας του Πολιτεύματος έτσι ώστε, συγκεντρώνοντας εν πολλοίς στα χέρια του την κρατική εξουσία, από την μια πλευρά να λάβει τις αναγκαίες μεγάλες αποφάσεις για την «Σωτηρίαν τς Πατρίδος». Και, από την άλλη πλευρά, να καταδείξει στο εξωτερικό -και ιδίως προς την «ερ Συμμαχία», που καραδοκούσε για να δείξει ότι το Ελληνικό Κράτος-Έθνος δεν μπορούσε να οργανωθεί και να λειτουργήσει– πως το εγχείρημα θεμελίωσης του Νεότερου Ελληνικού Κράτους δεν ήταν «γώνισμα ς τ παραχρμα κούειν».

β) Με επιδέξιους αποφασιστικούς χειρισμούς, ο Ιωάννης Καποδίστριας έπεισε την Βουλή για την κρισιμότητα των καιρών. Και έτσι, με το Ψήφισμα ΝΗ΄ της 18ης Ιανουαρίου 1828, η Βουλή αποδέχθηκε και ενέκρινε την εισήγηση του Κυβερνήτη για «σχέδιον μεταβολς διοικήσεως προσωρινς», με το ακόλουθο αιτιολογικό: «πειδ παρ τολληνικοθνους μπεπιστευμένος τνία τς Κυβερνήσεως Κύριος ωάννης Α. Καποδίστριας φθασεν ες τν λλάδα· πειδ α δεινα τς Πατρίδος περιστάσεις κα διάρκεια το πολέμου δν συγχώρησαν, οτε συγχωροσι τν νέργειαν τον Τροιζήνι πικυρωθέντος κακδοθέντος Πολιτικο Συντάγματος καθ’ λην ατο τν κτασιν· πειδ σωτηρία τοθνους εναι πέρτατος πάντων τν Νόμων· καπειδ Βουλνεδέχθη παρ τν Λαν τν πρόνοιαν τς αυτν σωτηρίας· Βουλ μόνον σκοπν χουσα τ ν σωθλλάς, κας ερώτερόν της χρέος θεωροσα τοτο, κα τν εδαιμονίαν τολληνικοθνους τοποίου νεπιστεύθη τν φροντίδα· Καπειδ Κυβερνήτης πρόβαλε σχέδιον μεταβολς Διοικήσεως προσωρινς». Υπό τις συνθήκες αυτές ανεστάλη η εφαρμογή του «Πολιτικού Συντάγματος της Ελλάδος». Η Βουλή ουσιαστικώς αυτοκαταργήθηκε- «ποτίθεται Βουλή, τποον νέλαβε χρέος τς νομοδοτικς ξουσίας»– και οργανώθηκε «προσωριν Διοίκησης τς πικρατείας». Η νομοθετική εξουσία περιήλθε στον Κυβερνήτη και ιδρύθηκε συμβουλευτικό συλλογικό όργανο, το «Πανελλήνιον». Το όργανο αυτό αποτελούσαν 27 μέλη που διόριζε ο Κυβερνήτης και διαιρείτο σε τρία τμήματα, με ειδικότερα για καθένα αντικείμενα τις γνωμοδοτήσεις προς τον Κυβερνήτη επί οικονομικών θεμάτων, θεμάτων περί τα εσωτερικά ζητήματα και περί τα ζητήματα για τις Ένοπλες Δυνάμεις, πριν από την λήψη εκ μέρους του των τελικών αποφάσεων με την μορφή ψηφισμάτων.

γ) Ο Κυβερνήτης Ιωάννης Καποδίστριας λειτουργεί εφεξής ως μονοπρόσωπο κυβερνητικό όργανο, επικουρούμενος από τον «Γραμματέα τς πικρατείας» –πρώτος ορίσθηκε ο Σπυρίδων Τρικούπης, προσκείμενος στο «αγγλικό κόμμα»– και από ένα στοιχειώδες Υπουργικό Συμβούλιο, του οποίου τα μέλη «παραδέχονται τν διεύθυνσιν το Κυβερνήτου τς λλάδος ες τμπιστευθέντα ες ατος ργα». Όταν ολοκληρώθηκαν αυτές οι θεσμικές διεργασίες, ο Ιωάννης Καποδίστριας αποφάσισε την σύγκληση, από κοινού με την Βουλή, της Δ΄ Εθνοσυνέλευσης, εντός του Απριλίου του 1828 για την θέσπιση νέου Συντάγματος. Στο μεταξύ διευκρινίσθηκε ότι γίνεται αποδεκτό «σύστημα προσωρινς Κυβερνήσεως, θεμελιωμένου, ν τοσούτ, πάνω ες τς βάσεις τν πράξεων τς πιδαύρου, τοστρους κα τς Τροιζνος».

δ) Στο σημείο αυτό, ως στοιχείο της μεγάλης προσφοράς του Ιωάννη Καποδίστρια στην ολοκλήρωση της προσπάθειας δημιουργίας του Νεότερου Ελληνικού Κράτους, πρέπει να επισημανθεί και το εξής ιστορικό δεδομένο: Κατά την Συνδιάσκεψη των Πληρεξουσίων των Τριών Δυνάμεων (Αγγλίας, Γαλλίας, Ρωσίας) στο Λονδίνο –20 Ιουνίου/2 Ιουλίου 1828– μεταξύ άλλων δόθηκαν κοινές οδηγίες προς τους αντίστοιχους πρέσβεις για την έναρξη διαπραγματεύσεων και με την Ελλάδα, ιδίως ως προς τον καθορισμό των ορίων του υπό ίδρυση Νεότερου Ελληνικού Κράτους. Με εμπιστευτικό υπόμνημά του προς τους πρέσβεις –κατά την Συνδιάσκεψη του Πόρου την 12η Δεκεμβρίου 1828– ο Ιωάννης Καποδίστριας πρότεινε συγκεκριμένα όρια μέσ’ από μια οξυδερκέστατη ανάλυση, η οποία στηριζόταν βεβαίως στην «αρχή της αυτοδιάθεσης» (ή «αρχή των εθνοτήτων»), πλην όμως προσέθετε περιοχές που ήταν απαραίτητες για την, υπό όρους διάρκειας, ασφάλεια του Ελληνικού Κράτους. Χαρακτηριστικά είναι τα ακόλουθα αποσπάσματα του υπομνήματος αυτού του Ιωάννη Καποδίστρια (βλ. Αντ. Μπερεδήμα, Διεθνές Δίκαιο και Διπλωματία στα χρόνια της Επανάστασης του 1821, όπ. παρ. σελ. 12 επ.):

δ1) «Τ περρίων σπουδαιότατο ζήτημα θέλει λυθε συμφωνότατα πρς τν λογικ κα τν σκοπν τς συνθήκης, ν ροθετικ γραμμ χωρίση π τς θωμανικς κυριότητος μόνον τς παρχίας κα τς νήσους που ρχ τς π τν ατσυμβίβαστον συνυπάρξεως τν δύο λαν κριβέστατα προσαρμόζεται, τν λλήνων πολπερεχόντων τν Τούρκων κατ τ πλθος».

δ2) «Τ μάλιστα περιωρισμένα ρια τς λλάδος θελον εσθαι τπ το Κόλπου το Βόλου ρχόμενα, καφήνοντας μν ες τος Τούρκους τν Θεσσαλίαν κα πολλ τς πείρου μέρη, δι δ τν σχυροτάτων σων νεστι ρεινν τόπων φθάνοντα ες Σαγιάδα. Καμως τοιαύτη ροθεσία θελε παραδώση ες τος Τούρκους παρχίας τ πλεστον κα χρησιμώτατον μέρος τν κατοίκων χούσας ξ λλήνων».

δ3) «πειδ πολλοπ τος κατοίκους τν περιοχν ατν (πειρος, Θεσσαλία) συστρατεύονται στν λλάδα μ τος π οκταετία πολεμήσαντες τος Τούρκους συμπατριώτας τους, πς οδελφο ατν πο μένουν κε θ μποροσαν νποφέρουν στξς ν θεωρήσουν ποφερτ τν Τούρκων δεσποτείαν; Καί, ν πάλι δεχθομε ατος ες τν λληνικπικράτειαν μπορομε ν τος κρατήσουμε ντς τν χαραγμένων ρίων; πειδ θχουν ατο τν σφοδρν πιθυμίαν νπολαύσουν τς στίες τους, δν θφαρμόσουν κανοίξουν κα πάλι τν πόλεμο σ’ κενες τς παρχίες που ο καπετάνιοι ατν ζον δ κα αἰῶνες π τν τέχνη τν πλων κα τν λλων παρεπομένων;».

δ4) « φυσικωτάτη ροθεσία ξ ς μόνον θελεν ποκτήσει νέα πικράτεια τν προσήκοντα σχηματισμν πρς προφύλαξιν π τν Τούρκων κα πρς ποκατάστασιν ρων γιος διαβιώσεως, θταν στν μν ξηρ γραμμπ τν βάσιν τολύμπου στν Θερμαϊκ Κόλπο, δι μέσου τορους Χάσια κα Μετσόβου κα Χαρμόβου κα Σαμαρίνας κα Γαρδικίου, στ Παλέρμο, στν δριατικ θάλασσα. ς πρς δ τ νησιά, θ πρέπει ν περιληφθον ντς τν λληνικν ρίων Εβοια κα Κρήτη, τ νοτιότερο μέρος τς μεθορίου».

δ5) «Τς Κρήτης παρ τν λλήνων κατοχπαραίτητος φαίνεται πρς σφάλειαν κα το Αγαίου κα τς Πελοποννήσου, διότι, μένουσα ες τν ξουσίαν τν Τούρκων το Μεχμτ λή, δύναται νποβ ποτ δεινν ρμητήριον χθρικν πιχειρήσεων μετ μεγάλων δυνάμεων κατ τς λλάδος. πειτα, λας τς Κρήτης τι κα σήμερον κατ τν Τούρκων διαμαχόμενος, ν Κρήτη μείνει ες τος Τούρκους, δν θελε συρρεύση ς τς λλάδος τς νήσους; Κακ τούτου δν θελεν ποπέσει ρα γ πάλιν κοινμπορία ες τς προλαβούσας συμφοράς;».

2. Οι «περιπέτειες» της Δ΄ Εθνοσυνέλευσης

Λόγω της συνέχισης των έκτακτων συνθηκών και της έλλειψης επαρκούς χρόνου για την προετοιμασία, την οργάνωση και την λειτουργία της Δ΄Εθνοσυνέλευσης, με πρωτοβουλία του Ιωάννη Καποδίστρια η σύγκλησή της αναβλήθηκε. Έτσι, η Δ΄ Εθνοσυνέλευση συνήλθε τελικώς στο Άργος, την 11η Ίουλίου 1829.

α) Έως την θέσπιση του νέου Συντάγματος, η Δ΄ Εθνοσυνέλευση, με το Β΄ Ψήφισμα της 22ας Ίουλίου 1829, αποφάσισε την συνέχιση του λεγόμενου «προσωρινού συστήματος» και επικύρωσε το ΝΗ΄ Ψήφισμα της Βουλής της 18ης Ιανουαρίου 1828, με το οποίο, όπως προεκτέθηκε, είχε ανασταλεί η εφαρμογή του «Πολιτικού Συντάγματος της λλάδος». Κατ’ ουσίαν, δηλαδή, επικύρωσε και όλες τις μετέπειτα πράξεις του Ιωάννη Καποδίστρια, έτσι ώστε να μην υπάρχει αμφισβήτηση ως προς την νομική και πολιτική τους ισχύ και ως προς τα αποτελέσματα της εφαρμογής τους. Επιπλέον, η Δ΄ Εθνοσυνέλευση κατήργησε το «Πανελλήνιον» και το αντικατέστησε με νέο συλλογικό σώμα, την «Γερουσία», αποτελούμενη από 27 μέλη.

β) Η Δ΄ Εθνοσυνέλευση ανέθεσε στον Κυβερνήτη, σε συνεργασία με την Κυβέρνηση και ύστερα από γνώμη της Γερουσίας, την κατάρτιση νέου Συντάγματος, με βάση όμως τις αρχές των πρώτων τριών Εθνοσυνελεύσεων, δηλαδή με βάση τις αρχές του «Προσωρινο Πολιτεύματος τς λλάδος», του 1822, του «Νόμου τς πιδαύρου», του 1823 και του «Πολιτικο Συντάγματος τς λλάδος», του 1827. Στην συνέχεια, και συγκεκριμένα την 2α Αυγούστου 1829, η Δ΄ Εθνοσυνέλευση διέκοψε τις εργασίες της και ανέθεσε στον Κυβερνήτη και στην Κυβέρνηση να την συγκαλέσει εκ νέου «μα ποπερατώσ» το σχέδιο του νέου Συντάγματος. Την 22α Ιανουαρίου/3η Φεβρουαρίου 1830 υπεγράφη το Πρωτόκολλο του Λονδίνου και οι Μεγάλες Δυνάμεις της εποχής, Μεγάλη Βρετανία, Γαλλία και Ρωσία, αναγνώρισαν διεθνώς την Ελλάδα ως ανεξάρτητο και αυτόνομο Έθνος-Κράτος. Πρόκειται για το μεγαλύτερο –και εν πολλοίς προσωπικό– επίτευγμα του Ιωάννη Καποδίστρια, το οποίο του διασφάλισε την θέση που δικαίως του αναλογεί στην ιστορία του Νεότερου Ελληνικού Κράτους. Έως την δολοφονία του Κυβερνήτη Ιωάννη Καποδίστρια στο Ναύπλιο, την 27η Σεπτεμβρίου 1831, δεν είχε καταρτισθεί, σύμφωνα με τα υπάρχοντα ιστορικά τεκμήρια, κάποιο ολοκληρωμένο σχέδιο Συντάγματος.

Β. Η «νομοτελειακή» πορεία προς την «απόλυτη μοναρχία»

Το θεσμικό και πολιτικό κενό, μετά την δολοφονία του Ιωάννη Καποδίστρια, οδηγούσε την τότε ελεύθερη Ελλάδα και το νεοσύστατο Ελληνικό Κράτος στον όλεθρο της αναρχίας. Πρώτη σκέψη ήταν η σύγκληση νέας Εθνοσυνέλευσης –της Ε΄ κατά σειρά– για την θέσπιση νέου Συντάγματος, δήθεν κατά μια διαθήκη του Ιωάννη Καποδίστρια, την οποία όμως ο Κυβερνήτης ουδέποτε άφησε. Υπό την ανάγκη της επείγουσας κατάστασης, που είχε προκύψει, επικράτησαν οι σκέψεις άμεσης οργανωτικής παρέμβασης, και πάλι δίχως επαρκές συνταγματικό έρεισμα.

1. Οι θέσεις των Τριών Δυνάμεων –Αγγλίας, Γαλλίας, Ρωσίας– ως προς το Πολίτευμα της Ελλάδας

Η μέλλουσα να συνέλθει Ε΄ Εθνοσυνέλευση έπρεπε, όπως είναι ευνόητο, να έχει κατά νου και τις απόψεις των Τριών Δυνάμεων –Αγγλίας, Γαλλίας, Ρωσίας– για την μορφή του οριστικού Πολιτεύματος της Ελλάδας, όπως οι απόψεις αυτές είχαν διατυπωθεί κατά την προαναφερθείσα Συνδιάσκεψη του Πόρου, την 12η Δεκεμβρίου 1828, από τους Πληρεξουσίους τους. Οι ως άνω απόψεις, οι οποίες κατέληγαν σ’ ένα πολιτειακό σύστημα οιονεί «συνταγματικς μοναρχίας», συμπυκνώνονται επαρκώς στα ακόλουθα αποσπάσματα του κειμένου των Πληρεξουσίων (βλ. Αντ. Μπερεδήμα, Διεθνές Δίκαιο και Διπλωματία στα χρόνια της Επανάστασης του 1821, όπ. παρ. σελ. 198 επ.):

α) «δη πκταετίας ολληνες δοκίμασαν πολλ σχήματα. λα στηρίζονται, σον φορ τν Κυβέρνησιν ξ νς πολλν προσώπων το περιβάλλοντός των, Κυβέρνησις ατη δν δυνήθη ποτ νντισταθ ες τν σύγκρουσιν κομμάτων, ες τν λέθριαν πίδρασιν τν τοπικν παραγόντων, ες τν πιρρον τοναριθμήτου πλήθους τν μεμονωμένων τάκτων, αποαι, εναι ληθές, τι πετέλεσαν τν κυριοτέραν ατίαν τς καταρρεύσεως τοθωμανικο ζυγο ες τν λλάδα, λλ’ πέβησαν κατόπιν μοιρααι ες τθνος δι τς ναρχίας, τν ποίαν φεύκτως προκαλοσαν. Πεπεισμένοι κτοτε τι δν δύναται ννατεθ ες τος δικούς των, χωρς μέσως ν στρέφεται ναντίον των συνασπισμς χιλιάδων ντιλήψεων δυνάμεων κα μ θέλοντες ν διαρκον π’ πειρον ατυχίαι τς λλάδος, ολληνες κατηύθυναν τ βλέμματά των πρς τό ξωτερικν κακάλεσαν τν Κόμητα Καποδίστριαν νγηθ τν ποθέσεών των [...]. λλ’ ναθέτοντες τν Προεδρίαν ες τν Κόμητα Καποδίστριαν, δν δύνατο ν παράσχ ες ατος εμ μόνον πρόσκαιρον ξουσίαν».

β) «ν τούτοις, οαδήποτε κτελεστικξουσία, σον κανν καν εναι ττομον, τποον τν σκε, δν δύναται ν παράσχγγυήσεις μεγαλυτέρας ατο διαρκείας ες μίαν χώραν, νθα ζωνς νθρώπου...δεν θφθανε ννασύρ τθνος π τ βάραθρο τν παντοίων συμφορν, ντς τν ποίων τρριψε δουλεία πολλν αώνων. Τθη, τθιμα, οναφανέντες ες τν χώρα διοτελες σκοπο κατ τν μακράν τουρκικήν κυριαρχίαν, οτινες καλλιεργήθησαν σν τ χρόνπ τν πίδρασίν της, εναι πίσης λόγοι, οποοι σκον μιν τόσον λέθριαν πιρρον π το καθεσττος τς χώρας, στε ἐὰν ες ατος προστεθ φυσικ κατάστασις τς λλάδος, τ διάφορα στοιχεα, τποα τν συνθέτουν, τέλος ποικιλία τν τοπικν συμφερόντων, φυσική των συνέπεια, δέον νναγνωρισθτι δι ν προληφθπάνοδος τς ναρχίας, τις πτους συγκρατεται π τν ναγκν το πολέμου, τς παρουσίας τν Συμμάχων Δυνάμεων τούτων... δι ν εναι [ολληνες] ες θέσιν ν διατηρήσουν μόνοι των τήν πρους νεξαρτησίαν, τν ποίαν θέλουν τύχει· τέλος, δι ν ερουν ες τν νέαν των πόστασιν μιν σταθερν πόδειξιν τς ρεμίας τς Ερώπης δέον, ς λέχθη, νναγνωρισθτι τ σύστημα διαδοχς ες τν Κυβέρνησίν των εναι το μόνον τποον παρέχει λας ατς τς γγυήσεις».

γ) «Εναι βέβαιον τι ολληνες θβλεπον τν καθιέρωσιν το συστήματος τούτου [μοναρχικ μ διαδοχ] χωρς τν φόβον τς πειλς τς λευθερίας των; Ες τν ντίρρησιν ατν οντιπρόσωποι δίδουν τν πάντησιν τι προτείνοντες τν σχηματισμν μις κληρονομικς ρχς, πόρρω πέχουν του νξετάσουν τν ποχν τν λλήνων κ τς Νομοθετικς ξουσίας διότι, δη π τ τουρκικ καθεστώς, ξέλεγον οδιοι τος δημογέροντές των, κα ο προεστοί των εχον ν γένει τ δικαίωμα ν κατανέμουν τος φόρους τος ποίους πήτη Πύλη. Τέλος, π οκταετία, τντιπροσωπευτικν σύστημα σχύει ες τς διαφόρους τν ργανώσεις καφωμοιώθη τρόπον τιν πρς τν νέαν των πόστασιν. Οντιπρόσωποι φρονον τι θ εναι δικος κα συγχρόνως πικίνδυνος στέρησις ατν. λλ πιστεύεται τι δι τς συμφιλιώσεως το συστήματος τούτου μ τν διαδοχν τς νωτάτης ξουσίας, θκπληρωθον πλήρως ο πόθοι τν λλήνων κατι δημόσια τάξις, ρος παραίτητος δι τν εμένειαν τν Αλν ναντι τς λλάδος, θχη τοιουτοτρόπως σταθερς βάσεις».

2. Η πρωτοβουλία της Γερουσίας και η σύσταση της «Διοικητικς πιτροπς»

Υπό τα δεδομένα αυτά η πρωτοβουλία πέρασε αμέσως στην Γερουσία, η οποία έκρινε ότι «ς σμα Κυβερνητικόν, χρεωστε ν λάβη πρόνοιαν χωρς μικρς ναβολς περ τς κοινς σφαλείας κασυχίας, κα περντικαταστάσεως Κυβερνητικς ρχς».

α) Μέσα σε αυτές τις συνθήκες η Γερουσία όρισε τριμελή επιτροπή, για ν’ αναλάβει «τα έργα της Κυβερνήσεως προσωρινώς, υπό το όνομα Διοικητική Επιτροπή». Πρόεδρό της διόρισε τον αδελφό του Ιωάννη Καποδίστρια, Αυγουστίνο, και ως μέλη τους Θεόδωρο Κολοκοτρώνη και Ιωάννη Κωλέττη. Η «Διοικητική Επιτροπή» δεσμευόταν «π τς βάσεις τν ψηφισμάτων κα πράξεων τς ν ργει Δ΄ θνοσυνελεύσεως» και είχε ως κύριο καθήκον την σύγκληση νέας Εθνοσυνέλευσης, για την θέσπιση Συντάγματος και, συνακόλουθα, την αποκατάσταση της συνταγματικής τάξης. Παρά τις έντονες αντιδράσεις του αντικαποδιστριακού ρεύματος, που αμφισβήτησε, ευθύς εξ αρχής, την νομιμότητα της συγκρότησής της, η «Διοικητική Επιτροπή» επιβλήθηκε και, έστω και προσωρινώς, επέβαλε στοιχειωδώς την τάξη.

β) Όπως είχε δεσμευθεί από την απόφαση συγκρότησής της, η «Διοικητικπιτροπή» διεξήγαγε εκλογές για την συγκρότηση Εθνοσυνέλευσης. Μετά τις εκλογές αυτές συνήλθε, την 5η Δεκεμβρίου 1831, στο Άργος η «Πέμπτη τν λλήνων Συνέλευσις». Η Ε΄ Εθνοσυνέλευση επικύρωσε –και, κατ’ ουσίαν, νομιμοποίησε– το ψήφισμα εκλογής της «Διοικητικς ρχς»– και ανέθεσε, εξ ολοκλήρου, την άσκηση της Εκτελεστικής Εξουσίας στον Αυγουστίνο Καποδίστρια, αποδίδοντάς του τον τίτλο του «Προέδρου τς λληνικς Κυβερνήσεως». Την απόφαση αυτή αμφισβήτησε ο Ιωάννης Κωλέττης, ο οποίος προσχώρησε στους λεγόμενους «συνταγματικούς», που συνεδρίαζαν χωριστά, θεωρώντας εαυτούς «συνέχεια» της Δ΄ Εθνοσυνέλευσης. Οι «συνταγματικοί», με τον Ιωάννη Κωλέττη, εγκαταστάθηκαν στην Περαχώρα και ανέδειξαν άλλη «Διοικητική Επιτροπή», με Πρόεδρο τον Γεώργιο Κουντουριώτη και μέλη τους Ανδρέα Ζαΐμη και Ιωάννη Κωλέττη. Το νεοσύστατο Ελληνικό Κράτος γνωρίζει, για μιαν ακόμη φορά –την τρίτη– την πικρή εμπειρία του διχασμού, μέσω δύο διαφορετικών κυβερνητικών σχηματισμών.

γ) Μέσα σε αυτή την ταραγμένη ατμόσφαιρα, η Ε΄ Εθνοσυνέλευση μετέφερε την έδρα της από το Άργος στο Ναύπλιο. Την 15η Μαρτίου 1832 ψήφισε νέο Σύνταγμα και διόρισε, μεταβατικώς, τον Αυγουστίνο Καποδίστρια Κυβερνήτη «μέχρι τς λεύσεως το κυριάρχου γεμόνος» και ολοκλήρωσε τις εργασίες της. Ειδικότερα με το ΚΒ΄ Ψήφισμά της, της 15ης Μαρτίου 1832, η Ε΄ Εθνοσυνέλευση αποφάσισε και τα εξής: «Α. Νομοτελεστικξουσία το Κράτους μπιστεύεται προσωρινς ες τν Πρόεδρον τς λληνικς Κυβερνήσεως, Κύριον Α.Α. Καποδίστριαν π τνομα Κυβερνήτης τς λλάδος, στις θέλει κυβερνήσει μέχρι τς λεύσεως το Κυριάρχου γεμόνος, κατ τος πομένους ρους. Β. Νομοθετικ Δύναμις θέλει νεργεσθαι προσωρινς παρ μις Γερουσίας, συγκροτουμένης π 27 μέλη κα τς Νομοτελεστικς ξουσίας. Γ. Τ μέλη τς Γερουσίας, τις θέλει διαδεχθ την νεστώσαν, θέλουν κλεχθναλόγως π τν τμημάτων, τ μν 21 κ νς νομαστικο καταλόγου, τποον θέλει παρουσιάσει Συνέλευσις, τ δ λοιπ 6 θέλει κλέξει κατ’ εθεαν Κυβερνήτης. Δ. Γερουσία εναι μετακίνητος, μέχρις του γεμν γκαθιδρύση τήν παρ το Συντάγματος διοριζομένην· ἐὰν δν τ μεταξ συμβ θάνατος παραίτησις τινς τν μελν, ναπληρονευ ναβολς τν τόπον ατολλος, κλεγόμενος παρ το Κυβερνήτου κ το ατο καταλόγου κακ το ατο τμήματος». πως εναι προφανές, τ κατ τ’ νωτέρω Ψήφισμα νέτρεψε πλήρως τ θεσμικ κα πολιτικπόβαθρο το ΣΤ΄ Ψηφίσματος, τς 3ης πριλίου 1827, μ τποο, πως δη τονίσθηκε, ρχηγς το Νεότερου λληνικο Κράτους πρεπε ν εναι «λλην».»

δ) Λίγο μετά την ψήφιση του νέου Συντάγματος, η διαμάχη μεταξύ «συνταγματικών» και «κυβερνητικών» οδήγησε στην ένοπλη σύγκρουση του Ισθμού της Κορίνθου, την 25η Μαρτίου 1832, όπου επικράτησαν οι πρώτοι. Ο Αυγουστίνος Καποδίστριας παραιτήθηκε και έφυγε από την Ελλάδα. Ως μόνο νόμιμο όργανο εν λειτουργία, η Γερουσία διόρισε, την 28η Μαρτίου 1832, «Διοικητικὴνπιτροπήν», με «ισορροπία» των αντιμαχόμενων ομάδων «συνταγματικών» και «κυβερνητικών». Αμέσως μετά τον διορισμό της, η «Διοικητικπιτροπή» ζήτησε από τις Επαρχίες να ορίσουν «πληρεξουσίους» για την συγκρότηση της «Δ΄ κατ συνέχειαν θνικς Συνελεύσεως». Η τελευταία άρχισε τις εργασίες της, την 11η Ιουλίου 1832, στο Άργος και τις συνέχισε στην Πρόνοια του Ναυπλίου. Κατήργησε την Γερουσία και όλες τις πράξεις της Ε΄ Εθνοσυνέλευσης και επικύρωσε, ομοφώνως, την επιλογή του Όθωνος ως «βασιλέως τς λλάδος», με το Β΄ Ψήφισμα της 27ης Ιουλίου 1832. Την 25η Ιανουαρίου 1833 ο Όθων αποβιβάζεται στο Ναύπλιο, όπου του παραδίδει την εξουσία ο Πρόεδρος της ουσιαστικώς ανύπαρκτης «Διοικητικς πιτροπς» Γ. Κουντουριώτης. Η περίοδος της «απόλυτης μοναρχίας», με την μεταβατική διοίκηση της τριμελούς Αντιβασιλείας –Άρμανσμπεργκ, Μάουρερ, Έιντεκ– είχε αρχίσει.

Επίλογος

Το Σύνταγμα που, όπως προεκτέθηκε, θέσπισε η Ε΄ Εθνοσυνέλευση, την 15η Μαρτίου 1832, το οποίο αποκλήθηκε «ηγεμονικόν», υπήρξε απλώς «σχέδιο» Συντάγματος, το οποίο ουδέποτε ίσχυσε, άρα ουδέποτε εφαρμόσθηκε. Και τούτο διότι για να ισχύσει έπρεπε να «καθυποβληθ ες τν Κυρίαρχον γεμόνα τς λλάδος, δι νπικυρωθ», πράγμα που ουδέποτε συνέβη. Για λόγους καθαρώς ιστορικούς αναφέρεται ότι, κατά το κείμενό του, το Σύνταγμα αυτό πήρε την ονομασία «ηγεμονικόν», διότι οι διατάξεις του άρθρου 53 όριζαν πως «λληνικπικράτεια εναι γεμονία διαδοχική, Συνταγματικ κα Κοινοβουλευτική, νεργουμένου το πολιτικο Κράτους ντιπροσωπευτικς πρ τοθνους π διαφόρων ρχν». Επρόκειτο για Σύνταγμα που καθιέρωνε τις βασικές αρχές της Αντιπροσωπευτικής Δημοκρατίας, υπό καθεστώς συνταγματικώς περιορισμένης μοναρχίας-ηγεμονίας. Είχε εντόνως επηρεασθεί και από τους συνταγματικούς θεσμούς των ΗΠΑ, ιδίως μέσω της καθιέρωσης δύο αντιπροσωπευτικών σωμάτων, της Βουλής των Αντιπροσώπων και της Γερουσίας, καθώς και μέσω του τρόπου εκλογής τους. Το «Ηγεμονικόν Σύνταγμα» του 1832 είχε έντονα φιλελεύθερα χαρακτηριστικά, ιδίως σε ό,τι αφορά την συνταγματική κατοχύρωση των κυριότερων Δικαιωμάτων του Ανθρώπου. Πέραν του ότι καθιέρωνε νέα ατομικά δικαιώματα, με κυριότερο παράδειγμα εκείνο της κατά τις διατάξεις του άρθρου 46 προστασίας του ασύλου της κατοικίας, η προστασία των δικαιωμάτων ήταν πληρέστερη, σε σχέση με όλα τα προηγούμενα Ελληνικά Συντάγματα, από πλευράς συνταγματικών εγγυήσεων άσκησής τους. Ίσως δε ήταν ακριβώς αυτός ο φιλελεύθερος χαρακτήρας του μηδέποτε ισχύσαντος «Ηγεμονικού Συντάγματος», ο οποίος αποτέλεσε «παράδειγμα προς αποφυγήν» για την μετέπειτα Αντιβασιλεία του Όθωνος αλλά και για τον ίδιο τον Όθωνα, έτσι ώστε να μην υπάρξει οποιοσδήποτε συνταγματικός περιορισμός κατά την άσκηση των βασιλικών του καθηκόντων και να «εδραιωθεί» στην Ελλάδα η ανεξέλεγκτη "ελέω Θεού μοναρχία".»

ΑΚΟΛΟΥΘΗΣΤΕ ΜΑΣ ΣΤΟ GOOGLE NEWS ΚΑΝΟΝΤΑΣ ΚΛΙΚ ΕΔΩ