Εχω συζητήσει επί μακρόν σε ανύποπτο χρόνο με τον πρωθυπουργό Αλέξη Τσίπρα και τον αρχηγό της αξιωματικής αντιπολίτευσης Κυριάκο Μητσοτάκη τη γνώμη του ενός για τον άλλον.
Και αυτό που κράτησα από αυτές τις συζητήσεις είναι η ριζική διαφορά αντίληψης για τις αρχές που οφείλουν να διέπουν τις σχέσεις μεταξύ πολιτικών ηγετών. Μιλάμε για δύο εντελώς διαφορετικές κουλτούρες.
Ο Κυριάκος μεγάλωσε σε ένα κρητικό σπίτι ακούγοντας τον «φύλαρχο» Κωνσταντίνο Μητσοτάκη να λέει τακτικά ότι «ακόμη και με τον εχθρό σου πρέπει να συμφωνείς εκ των προτέρων στους κανόνες εμπλοκής».
Πρόκειται στην ουσία για έναν κώδικα αρχών μεταξύ παλαιών πολιτικών, που προβλέπει, μεταξύ άλλων, ότι «τα γυναικόπαιδα εξαιρούνται από τις εχθροπραξίες της πολιτικής». Συγκρητισμός.
Μου το είπε και ο ίδιος, το καλοκαίρι του 2017, στην Πειραιώς: «Αν αγγίξουν μία τρίχα από την κεφαλή της γυναίκας μου και των παιδιών μου, θα αντιδράσω ασύμμετρα».
Ο Τσίπρας, αν και επίσης από αστική οικογένεια, δεν ακολούθησε αυτή την τακτική. Δεν φέρει όνομα βαρύ σαν ιστορία για να προστατέψει οικογενειακή πολιτική παράδοση. Δεν ηγείται ιστορικής παράταξης για να έχει άγχος για τα ποσοστά της. Και, βεβαίως, δεν μετείχε βαθιά στο πολιτικό σύστημα και στις παραλυτικές ισορροπίες του για να δεσμεύεται από τέτοιους κώδικες αρχών.
Είναι οπαδός των ελεύθερων χτυπημάτων. Θεωρεί ότι η προσήλωση σε ηθικές αρχές αυτού του τύπου προστατεύει τη διαφθορά και δεσμεύει αυτόν που δεν έχει σκελετούς κρυμμένους στην ντουλάπα του. Θεωρεί ότι, αν η σύζυγος κάποιου πολιτικού εμπλέκεται εμμέσως ή αμέσως στην πολιτική ζωή, δεν εξαιρείται της κριτικής και δεν περιλαμβάνεται σε σύμφωνα μη επίθεσης.
Η τάφρος που χωρίζει, λοιπόν, Τσίπρα και Μητσοτάκη είναι μεγάλη. Ετσι, όταν εξελέγη αρχηγός της Ν.Δ. ο Κυριάκος, ο πρωθυπουργός όχι απλώς δεν έκανε εκπτώσεις, αλλά έφθασε στο άλλο άκρο: Ανέχθηκε -αν δεν υποκίνησε- πολλαπλές επιθέσεις εναντίον της συζύγου του πολιτικού του αντιπάλου για σειρά θεμάτων για τα οποία θεωρούσε πως υπάρχει πολιτικό θέμα - το σπίτι στο Παρίσι που απέκτησε όταν εκείνη ήταν σε διάσταση με τον Κυριάκο, τη δήλωση «πόθεν έσχες» της στη Βουλή, τις offshore στις οποίες μετείχε στο παρελθόν ως επιχειρηματίας, οτιδήποτε θεωρούσε ο ΣΥΡΙΖΑ πως πρέπει να αναδειχθεί με όρους παραβίασης της νομιμότητας.
Οι κινήσεις καλής θέλησης που έκανε ο Μητσοτάκης απέναντί του μετά την εκλογή του στην αρχηγία δεν εκτιμήθηκαν. Η παράλειψη της Ν.Δ. να εκμεταλλευθεί πολιτικά τη δικαστική απόφαση για ποινικές υποθέσεις του αδερφού του πρωθυπουργού δεν βρήκε ανταπόκριση στο Μαξίμου.
Το σφυροκόπημα της εξουσίας κατά της Μαρέβας έφερε τον Μητσοτάκη στα όριά του. Ως αστός πολιτικός και με τη μέθοδο που γνωρίζουν οι αστοί πολιτικοί χειρίστηκε τις υποθέσεις του. Η Επιτροπή «Πόθεν Εσχες» της Βουλής αθώωσε τη Μαρέβα.
Ωστόσο, ο Κυριάκος έκανε λάθος: Εφαρμόζοντας το δόγμα του Κωνσταντίνου Μητσοτάκη «τον φίλο σου στην παρανομία τον στηρίζεις, τότε σε χρειάζεται», υπερεκτέθηκε στην υπόθεση Γεωργιάδη. Ο ΣΥΡΙΖΑ, μη καταλαβαίνοντας από κώδικες σιωπής για τέτοια θέματα, σήκωσε το θέμα όσο πιο ψηλά μπορούσε.
Στο σημείο αυτό, ο Μητσοτάκης «έσπασε», απασφάλισε. Δεν πιστεύω πως του έκανε καλό. Δεν έπρεπε να μπει στην ιστορία με το κότερο. Εδωσε την ευκαιρία στον πρωθυπουργό να κάνει ό,τι κάνει όλα αυτά τα χρόνια: Να σπάσει τους κανόνες. Να του μιλήσει ανοίκεια στον ενικό. Να μεταφέρει τη συζήτηση αλλού. Και να μοιράσει το κόστος από τη δική του ροπή στην τρυφηλή ζωή σε όλο το πολιτικό σύστημα, με τρόπο τέτοιον που να φθάσει στην αυλή του αρχηγού της αντιπολίτευσης.
Αφού η λασπομαχία δεν του πάει του Κυριάκου -το έχει πει ο ίδιος-, γιατί μπαίνει στον βούρκο;
ΠΗΓΗ: Το άρθρο του Μανώλη Κοττάκη δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα «Δημοκρατία»