«Μπάλα» στην Ευρώπη παίζει από προχθές ο Αμερικανός πρόεδρος Τζο Μπάιντεν, ξεκινώντας την πρώτη επίσημη -8ημερη-περιοδεία του- στο εξωτερικό. Το εναρκτήριο λάκτισμα δόθηκε στη βρετανική Κορνουάλη με τη σύνοδο κορυφής των Επτά πλουσιότερων χωρών του κόσμου (G7). Ακολουθούν οι Βρυξέλλες με τη σύνοδο κορυφής του ΝΑΤΟ και η συνάντηση με την ηγεσία της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Η περιοδεία Μπάιντεν ολοκληρώνεται με τη συνάντηση με τον Ρώσο πρόεδρο Βλαντιμίρ Πούτιν, την προσεχή Τετάρτη, στη Γενεύη.
«Δεν είναι τυχαίο ότι ο Αμερικανός πρόεδρος επέλεξε να κάνει το πρώτο του ταξίδι στην Ευρώπη, καθώς θέλει να διακηρύξει ότι η Αμερική επέστρεψε στην παγκόσμια σκηνή, μετά την καταστροφική τετραετία του Ντόναλντ Τραμπ», γράφει το γαλλικό περιοδικό Currier International
Η πρώτη κίνηση άλλωστε του Μπάιντεν πριν τη σύνοδο των G7 ήταν η εξαγγελία ότι οι Ηνωμένες Πολιτείες θα παράσχουν 500 εκατομμύρια δόσεις Pfizer-BioNTech στις φτωχές χώρες του Νότου. Ο οικοδεσπότης της συνόδου των «Επτά», βρετανός πρωθυπουργός Μπόρις Τζόνσον τόνισε επίσης ότι η G7 θα δεσμευτεί να διανείμει ένα δισεκατομμύριο εμβόλια σε φτωχές χώρες.
Ο Μπάιντεν ήλθε επίσης στην Ευρώπη ως πρεσβευτής μιας νέας πολιτικής, που θα βάζει τέλος σε τέσσερις δεκαετίες νέο-φιλελεύθερων επιλογών ,που μόνο καταστροφικά αποτελέσματα είχαν να επιδείξουν.
«Η πιο δίκαιη κατανομή του πλούτου είναι ένας σημαντικός στόχος του Αμερικανού Προέδρου ,η διοίκηση του οποίου κατέστησε εφικτό τον παγκόσμιο ελάχιστο φόρο», γράφει η Frankfurter Rundschau. «Με τα πακέτα βοήθειας αξίας τρισεκατομμυρίων δολαρίων, ο Μπάιντεν όχι μόνο ενισχύει την οικονομία και προωθεί την καινοτομία, αλλά επίσης βοηθά τους απλούς πολίτες και τη μεσαία τάξη. Ο Μπάιντεν επενδύει στην κοινωνική ειρήνη και ελπίζει να ενώσει το διχασμένο έθνος του», τονίζει η γερμανική εφημερίδα και προσθέτει: «Αν το πετύχει, η δημοκρατία θα γίνει πιο ελκυστική και θα πλήξει τον δεξιό λαϊκισμό ».
Ο Αμερικανός πρόεδρος δεν φέρνει όμως μόνο δώρα στην Ευρώπη. Αναμένει από τις χώρες μέλη της ΕΕ, να συνεργαστούν με τις Ηνωμένες Πολιτείες για να αντιταχθούν στην Κίνα πιο έντονα από ό, τι στο παρελθόν και να αναπτύξουν μια κοινή στρατηγική έναντι της Ρωσίας.
«Ο Μπάιντεν θέλει να δείξει ότι βασίζεται στους Ευρωπαίους συμμάχους για να αντιμετωπίσουν από κοινού την απειλή από τη Ρωσία και, κυρίως, να συγκρατήσουν τις φιλοδοξίες της Κίνας», τονίζει το Currier Internationall. Μπορεί άλλωστε το μενού των συναντήσεων του Αμερικανού προέδρου να είναι πλούσιο με κύριους άξονες την πολυμερή δράση για την αντιμετώπιση της πανδημίας Covid-19 , την παγκόσμια οικονομική κρίση και την κλιματική αλλαγή, αλλά στο βάθος υπάρχει μόνο μία λέξη: Κίνα.
Στόχος η Κίνα
“Θα διασφαλίσουμε ότι οι δημοκρατίες που βασίζονται στην αγορά και όχι η Κίνα ή οποιοσδήποτε άλλος, θα καθορίσει τους κανόνες του 21ου αιώνα για το εμπόριο και την τεχνολογία», τόνισε σε άρθρο του στην Washington Post ο Τζο Μπάιντεν, πριν την αναχώρησή του για την Ευρώπη. Με απλά λόγια : Η Αμερική θέλει να νικήσει την Κίνα με τα δικά της όπλα - ειδικά στη βιομηχανική πολιτική. «Ο κύριος αντίπαλος για τον Μπάιντεν είναι η Κίνα, που έχει μετατραπεί σε μια δικτατορία της υψηλής τεχνολογίας» γράφει η γερμανική Handelsblatt, προσθέτοντας ότι «ο σημαντικότερος στόχος του ταξιδιού του Αμερικανού προέδρου είναι επομένως η τοποθέτηση της Ευρώπης σε μια κοινή διατλαντική πολιτική έναντι της Κίνας».
Η Washington Post δίνει μια άλλη διάσταση, πιο ιδεολογική. Όπως τονίζει σε κύριο άρθρο της η αμερικανική εφημερίδα, «στόχος του Μπάιντεν είναι η οικοδόμηση μιας ισχυρής μεσαίας τάξης τόσο στις Ηνωμένες Πολιτείες όσο και στην Ευρώπη. Στο πλαίσιο αυτό , ο Αμερικανός πρόεδρος θέλει να φέρει τις Ηνωμένες Πολιτείες και την ΕΕ στην ίδια σελίδα για να αντιμετωπίσει τις κινεζικές εμπορικές πρακτικές, να προωθήσει τη μεταρρύθμιση στον Παγκόσμιο Οργανισμό Εμπορίου, να θεσπίσει έναν παγκόσμιο ελάχιστο φόρο επί των κερδών των πολυεθνικών κολοσσών, να δημιουργήσει ασφαλείς αλυσίδες εφοδιασμού και να καταργήσει την παράνομη χρηματοδότηση και νομιμοποίηση εσόδων από έκνομες δραστηριότητες», τονίζει η Washington Post.
Πριν ξεκινήσει άλλωστε την περιοδεία του στην Ευρώπη, ο Αμερικανός πρόεδρος φρόντισε να δείξει τις προθέσεις του: Ακύρωσε μεν την απαγόρευση των πολύ δημοφιλών κινεζικών κοινωνικών δικτύων TikTok και WeChat, που είχε αποφασίσει ο Ντόναλντ Τραμπ, αλλά έκανε ακόμη πιο μακρύ τον κατάλογο των κινεζικών εταιρειών οι οποίες κατηγορούνται πως υποστηρίζουν στρατιωτικές ή κατασκοπευτικές δραστηριότητες του Πεκίνου και δεν μπορούν εφεξής να ωφελούνται από αμερικανικές επενδύσεις. Πλέον, στην αμερικανική «μαύρη λίστα» συμπεριλαμβάνονται 59 κινεζικές εταιρείες. Στις αμερικανικές εταιρείες που έχουν συμμετοχές ή άλλα οικονομικά συμφέροντα στις 59 κινεζικές εταιρείες δίνεται προθεσμία ως τις 2 Αυγούστου για να διακόψουν κάθε σχέση .
Δεν είναι μυστικό άλλωστε, ότι ο Kινέζος πρόεδρος Σι Τζιπίνγκ, με το σύνθημα «Made in China 2025», επιδιώκει από το 2015 ανοιχτά την παγκόσμια τεχνολογική ηγεμονία του Πεκίνου ,μέσω μαζικής κρατικής βοήθειας. Οι Ηνωμένες Πολιτείες προσπαθούν να αντεπιτεθούν με ένα επενδυτικό πακέτο 250 δισεκατομμυρίων δολαρίων από το κράτος, για να υπερασπιστούν την ηγετική τους θέση έναντι του Πεκίνου σε βασικές τεχνολογίες όπως τα μικροτσίπ, η τεχνητή νοημοσύνη και η ρομποτική.
Πολιτική «αποσύνδεσης» από τον «Δράκο»
Ο επικείμενος «τεχνολογικός πόλεμος» συνδέεται όμως και με γεωπολιτικούς όρους. Οι Αμερικανοί κάνουν λόγο για μια πολιτική «αποσύνδεσης» από την Κίνα . Ο στόχος -λένε -είναι να αποφευχθεί οποιαδήποτε οικονομική εξάρτηση από την Κίνα την οποία το Πεκίνο θα μπορούσε να χρησιμοποιήσει ως πολιτικό μοχλό. «Ο Αμερικανός πρόεδρος βλέπει την Κίνα ως τη σημαντικότερη απειλή εθνικής ασφάλειας των Ηνωμένων Πολιτειών», λέει ο Ιαν Μπρέμερ, πρόεδρος του ομίλου Eurasia Group, στη Νέα Υόρκη.
Στην πολιτική «αποσύνδεσης» από το Πεκίνο έχουν ευθυγραμμιστεί τους τελευταίους μήνες σημαντικοί παράγοντες στην Ευρώπη: το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο έχει παγώσει τη διαδικασία επικύρωσης της επενδυτικής συμφωνίας ΕΕ-Κίνας (CAI), που είχε σπεύσει να προωθήσει η Γερμανία, πριν αναλάβει επισήμως τα καθήκοντά του ο Μπάιντεν.
Ο Ιταλός πρωθυπουργός Μάριο Ντράγκι επίσης, διατηρώντας στενές σχέσεις με τον Μπάιντεν, έχει αντιστρέψει την φιλο-κινεζική πολιτική που είχε ακολουθήσει η Ρώμη τα τελευταία χρόνια. Η Γαλλία βρίσκεται στην ίδια γραμμή, αλλά και οι Γερμανοί Πράσινοι που αναμένεται να μετάσχουν στην επόμενη Γερμανική κυβέρνηση, διατηρούν μια πολύ καχύποπτη στάση έναντι του Πεκίνου. Πολλές χώρες της Ανατολικής Ευρώπης επίσης, οι οποίες στο παρελθόν μετείχαν περισσότερο σε κοινά έργα υποδομών με κινεζικές εταιρείες, έχουν αρχίσει να παγώνουν τις σχέσεις τους με το Πεκίνο (με εξαίρεση την Ουγγαρία). Αλλά και η ΕΕ εμφανίζεται πρόθυμη να ξεκινήσει μια προσπάθεια μεταρρύθμισης του Παγκόσμιου Οργανισμού Εμπορίου (ΠΟΕ) για να αναχαιτιστεί η επέκταση του κινεζικού κρατικού καπιταλισμού.
Στη Γενεύη, την προσεχή Τετάρτη 16 Ιουνίου, ο Μπάιντεν θα προσπαθήσει επίσης να πείσει τον Βλαντιμίρ Πούτιν να παραμείνει τουλάχιστον ουδέτερος απέναντι στις επεκτατικές τάσεις του κινέζου προέδρου Σι Τζιπίνγκ.
Αντιδρά το Βερολίνο
Στην πολιτική «αποσύνδεσης» από την Κίνα αντιδρά πάντως η Γερμανία που ως σημαντική εξαγωγική δύναμη προς την Ασία βλέπει να διακυβεύονται πολλά συμφέροντα. Ο Μίκαελ Χούτερ, επικεφαλής του εργοδοτικού Ινστιτούτου Γερμανικής Οικονομίας (IW) , δεν διστάζει μάλιστα να κατηγορεί τον Μπάιντεν ότι « μιλά και ενεργεί έναντι της Κίνας σχεδόν καθόλου διαφορετικά από τον προκάτοχό του Ντόναλντ Τραμπ. «Δημοκρατικοί και Ρεπουμπλικάνοι στις ΗΠΑ υποστηρίζουν την ίδι θέση» λέει ο Χούτερ: «Δεν εμπιστευόμαστε τους Κινέζους και δεν έχουμε ξεχάσει ότι οι κινεζικές εισαγωγές έχουν καταστρέψει θέσεις εργασίας στις Ηνωμένες Πολιτείες». Το Βερολίνο υποστηρίζει ότι σε περίπτωση «αποσύνδεσης», οι Ευρωπαίοι έχουν πολύ περισσότερα να χάσουν από τους Αμερικανούς.
Μια γρήγορη ματιά στο εμπορικό ισοζύγιο δείχνει ότι η ΕΕ εξάγει ετησίως προϊόντα αξίας 203 δισεκατομμυρίων ευρώ στην Κίνα - σχεδόν διπλάσιας αξίας από τις αμερικανικές εξαγωγές. Η Κίνα ήταν το 2020 ο σημαντικότερος εμπορικός εταίρος της Γερμανίας για πέμπτη συνεχόμενη χρονιά. «Στο ευρωπαϊκό σενάριο, η σχέση μεταξύ Πεκίνου και Βερολίνου είναι σίγουρα η πιο σημαντική», εξηγεί η Φραντσέσκα Τζιρέτι,στέλεχος στο Ιταλικό «Istituto Affari Internazionali». Η Γερμανία είναι άλλωστε η μόνη χώρα της ΕΕ που καταγράφει εμπορικό πλεόνασμα έναντι της Κίνας. Αυτή είναι μια κεντρική πτυχή που επηρεάζει έμμεσα πολλές οικονομίες χωρών της ΕΕ που βασίζονται στη γερμανική οικονομία.
Τα λιμάνια στην Κίνα
Ειδικά, οι μεγάλες γερμανικές εταιρείες όπως η VW και η BASF εξαρτώνται σε μεγάλο βαθμό από την Κίνα. «Συνολικά, η αποσύνδεση με την Κίνα θα συνιστούσε ένα σαφές οικονομικό μειονέκτημα για την πρωταθλήτρια των εξαγωγών Γερμανία», τονίζει η Γκάμπριελ Φελμπερμάγιερ, Πρόεδρος του γερμανικού Ινστιτούτου Παγκόσμιας Οικονομίας .
Το Βερολίνο είχε προνομιακή σχέση με το Πεκίνο στην εποχή της Μέρκελ. Η Γερμανίδα καγκελάριος επισκέφτηκε την Κίνα 12 φορές στα 16 χρόνια της στην ηγεσία της χώρας. «Η πολιτική της Μέρκελ ήταν επίσης :λιμάνια ανοιχτά στην Κίνα» ,γράφει η ιταλική Huffpost. Ηδη το Πεκίνο διαπραγματεύεται την «είσοδό» του στο λιμάνι του Αμβούργου. Εδώ και αρκετές ημέρες, βρίσκονται σε εξέλιξη διαπραγματεύσεις μεταξύ της εταιρείας Cosco και των διαχειριστών του λιμανιού του Αμβούργου για την είσοδο του κινεζικού κρατικού γίγαντα σε έναν από τους τερματικούς σταθμούς του τρίτου μεγαλύτερου λιμανιού της Ευρώπης. Η Cosco και η θυγατρική της εταιρεία China Merchant έχουν ήδη τους δικούς τους τερματικούς σταθμούς σε συνολικά 14 ευρωπαϊκά λιμάνια. Σύμφωνα με υπολογισμούς Αμερικανών ειδικών, περισσότερα από τα δύο τρίτα των 50 μεγαλύτερων τερματικών λιμενικών σταθμών για κοντέινερς στον κόσμο, ελέγχονται ήδη από τους Κινέζους…