Στις 26 Μαρτίου 1945 οι Αμερικανοί πέτυχαν την οριστική και πλήρη κατάληψη του στρατηγικής σημασίας νησιού της Ίβο Τζίμα, στον Ειρηνικό ωκεανό, μετά από 40 μέρες, σκληρότατων και πολυαίματων μαχών πάνω σε αυτό το μικρό, ηφαιστιακό νησί.
Η Ίβο Τζίμα, ήταν ένα κομβικής σημασίας μικρό νησί στον Ειρηνικό, που είχε όμως στρατηγική σημασία στην τακτική των «αλμάτων», που χρησιμοποιούσαν οι Αμερικανοί προκειμένου έτσι να πλησιάζουν ολοένα και πιο κοντά στο Μητροπολιτικό έδαφος της Ιαπωνίας και να το έχουν εντός της εμβελείας των στρατηγικών βομβαρδιστικών Β-29 της τότε Αμερικανικής Αεροπορίας Στρατού, καθώς η Αεροπορία δεν ήταν τότε ακόμα ανεξάρτητος Κλάδος των Αμερικανικών Ενόπλων Δυνάμεων. Αυτό γιατί, παρά τη μικρή της έκταση, πάνω στην Ίβο Τζίμα υπήρχαν τρία μικρά αεροδρόμια, που οι Αμερικανοί ήθελαν να θέσουν υπό τον έλεγχό τους.
Η επική μάχη για την κατάληψη του νησιού διήρκεσε από τις 19 Φεβρουαρίου ως τις 26 Μαρτίου 1945 και αποτελεί μία από τις φονικότερες μάχες και μία από τις μεγαλύτερες αμφίβιες επιχειρήσεις στην ιστορία των πολεμικών συγκρούσεων. Η έκτασή του είναι 21 τετραγωνικά χιλιόμετρα, δηλαδή όσο το μέγεθος των… Αντικυθήρων, έτσι για να έχουμε ένα μέτρο συγκρίσεως, ανήκει στο νησιωτικό σύμπλεγμα Ογκασαβάρα, απέχοντας 650 ναυτικά μίλια νοτίως του Τόκιο. Στα ιαπωνικά «Ίβο Τζίμα» σημαίνει «νησί του θείου» εξαιτίας των άφθονων ποσοτήτων θειαφιού που υπήρχε στο νησί λόγω του ανενεργού ηφαιστείου Σουριμπάτσι, του μοναδικού υψώματος του νησιού που ήταν τελείως επίπεδο με μαύρη άμμο, και είχε ύψος μόλις 166 μέτρα. Αυτό το ανενεργό ηφαίστειο ήταν το κύριο μορφολογικό χαρακτηριστικό του νησιού, το μοναδικό «δεσπόζον ύψωμα», που βεβαίως κατείχαν οι Γιαπωνέζοι, το είχαν οχυρώσει άριστα με υπόγεια τούνελ και σπηλιές και με τα πυροβόλα τους, που είχαν τοποθετήσει εκεί έλεγχαν απολύτως όλες τις πιθανές ακτές αποβάσεως, και επομένως όλο την επιφάνεια του νησιού.
Η Μάχη της Ίβο Τζίμα αποτέλεσε την πρώτη σύγκρουση μεταξύ Αμερικανών και Ιαπώνων πάνω σε καθαρώς ιαπωνικό έδαφος, γεγονός που ενέτεινε έτι περαιτέρω την απόφαση των Ιαπώνων για άμυνα μέχρις εσχάτων και διαγραφή της λέξεως «παράδοση» στους Αμερικανούς.
Στις 19 Φεβρουαρίου 1945, οι Αμερικανοί Πεζοναύτες, με την υποστήριξη εκατοντάδων πλοίων του Αμερικανικού Ναυτικού και με τη βοήθεια της Αεροπορίας του Ναυτικού, των Πεζοναυτών, αλλά και του Στρατού πραγματοποίησαν την απόβαση. Το νησί υπεράσπιζαν 22.000 αποφασισμένοι Ιάπωνες στρατιώτες, υπό τη διοίκηση του εξαιρετικού Αντιστρατήγου Κουριμπαγιάσι. Της αμερικανικής αποβάσεως είχαν προηγηθεί, δύο μήνες εντατικότατων βομβαρδισμών του νησιού από τους Αμερικανούς με σκοπό να αποδιοργανώσουν την ιαπωνική άμυνα, προκαλώντας τους όσο το δυνατόν περισσότερες απώλειες. Οι Αμερικάνοι είχαν υπολογίσει ότι η κατάληψη του νησιού θα τους έπαιρνε πέντε ημέρες, αλλά δεν είχαν υπολογίσει καλώς τη θέληση των Ιαπώνων να υπερασπιστούν το πατρώο τους έδαφος. Τελικώς, η επική μάχη επί της νήσου διήρκεσε 36 μέρες, με ελάχιστους Ιάπωνες να συλλαμβάνονται αιχμάλωτοι, με τη συντριπτική τους πλειοψηφία είτε να πολεμούν ως το τέλος και να σκοτώνονται είτε να αυτοκτονούν.
Το έδαφος της Ίβο Τζίμα δεν επέτρεπε στα άρματα μάχης των Αμερικανών να δράσουν αποτελεσματικώς ενώ ο απηνής βομβαρδισμός είχε προκαλέσει χιλιάδες ορύγματα, που αποτελούσαν μιας πρώτης τάξεως στους Ιάπωνες να κρυφτούν και με επίλεκτους σκοπευτές να χτυπούν συνεχώς και σε ανύποπτο χρόνο τους Αμερικανούς, προκαλώντας τους μεγάλες απώλειες. Οι σκοπευτές αυτοί έγιναν ο εφιάλτης των Αμερικάνων Πεζοναυτών, καθώς παραμόνευαν, χτυπούσαν αιφνιδιαστικά μία-δύο βολές και μετά αποσύρονταν το ίδιο αθόρυβα στα λαγούμια που είχαν σκάψει. Με αυτή την τακτική από ιαπωνικής πλευράς η προέλαση των Αμερικανών στο εσωτερικό του νησιού ήταν εξαιρετικά βραδεία.
Οι Ιάπωνες και ο στρατηγός Κουριμπαγιάσι γνώριζαν άριστα ότι ήταν αποκλεισμένοι στο νησί και ότι δεν επρόκειτο να κερδίσουν σε τακτικό επίπεδο, καθώς οι προμήθειές τους ήταν έτσι και αλλιώς περιορισμένες και συνεχώς μειώνονταν, ενώ από την άλλη δεν μπορούσαν να λάβουν ούτε ενισχύσεις σε προσωπικό, αλλά ούτε και επιπρόσθετα εφόδια. Ωστόσο ήταν αποφασισμένοι να πολεμήσουν ως το τέλος (τους).
Στις 23 Φεβρουαρίου 1945, το Σουριμπάτσι αποκόπηκε από το υπόλοιπο νησί και οι Αμερικανοί Πεζοναύτες ανέβηκαν στην κορυφή του και με θριαμβευτικό τρόπο ύψωσαν (αρκετές φορές) την Αμερικανική Σημαία σε στιγμιότυπο που αποθανάτισε και έτσι έμεινε στην Ιστορία ο φωτογράφος του «Associated Press» Τζο Ρόζενταλ.
Παρά την απώλεια του Σουριμπάτσι, η ιαπωνική αντίσταση συνεχίστηκε για έναν μήνα ακόμα πίσω και κάτω από κάθε πέτρα του νησιού, προκαλώντας τεράστιες απώλειες στους Αμερικανούς. Το πρωί της 26 Μαρτίου 1945, όλες οι εχθροπραξίες σταμάτησαν καθώς επί του πεδίου είχαν απομείνει ζωντανοί ελάχιστοι Ιάπωνες.
Από τους 22.000 Γιαπωνέζους υπερασπιστές της Ίβο Τζίμα, οι 20.703 έπεσαν επί του πεδίου της μάχης, μεταξύ αυτών δε και ο διοικητής τους Αντιστράτηγος Κουριμπαγιάσι, ο οποίος αυτοκτόνησε στο τέλος της μάχης, όταν πλέον όλα είχαν κριθεί εκτελώντας ένα τελετουργικό «σεπούκου» που κατέληξε σε ένα λυτρωτικό για τον ίδιο «χαρά-κιρί», που εκτέλεσε ο υπασπιστής του. Μόλις 216 Ιάπωνες στρατιώτες αιχμαλωτίστηκαν! Α:πό την πλευρά τους οι Αμερικανοί είχαν τεράστιες (αναλογικώς) απώλειες: 5.598 νεκρούς, 494 αγνοούμενους και 19.189 τραυματίες!
Ως προελέχθη, η κατάληψη της Ίβο Τζίμα απετέλεσε μία κίνηση στην τακτική των «αλμάτων» για την προώθηση των Αμερικανών προς τη Μητροπολιτική Ιαπωνία και τη λήξη των συγκρούσεων στο θέατρο του πολέμου στον Ειρηνικό. Μετά την κατάληψη του νησιού, η Ίβο Τζίμα αποτέλεσε μια προκεχωρημένη βάση για τα καταδιωκτικά μεγάλης εμβέλειας P-51 Mustang και P-47 Thunderbolt, που συνόδευαν τα στρατηγικά βομβαρδιστικά Β-29 στις αποστολές τους πάνω από στόχους της Μητροπολιτικής Ιαπωνίας για να τα προστατεύουν από τα ιαπωνικά καταδιωκτικά.
Η Ίβο Τζίμα παρέμεινε υπό αμερικανική κυριαρχία και διοίκηση ως το 1968, οπότε επεστράφη στην Ιαπωνία, στην οποία ανήκει έκτοτε.