Στις 26 Αυγούστου 1821 σημειώθηκε η Μάχη των Βασιλικών στη Φθιώτιδα
που έληξε με περιφανή νίκη των Ελλήνων. Όταν τον Μάρτιο του 1821 ξέσπασε η Ελληνική Επανάσταση η Οθωμανική Υψηλή Πύλη αποφάσισε να στείλει στρατεύματα στην Ανατολική Στερεά Ελλάδα, υπό την ηγεσία των Ομέρ Βρυώνη καιΚιοσέ Μεχμέτ, για να καταπνίξουν στο διάβα τους όλες τις επαναστατικές εστίες με στόχο να φτάσουν στην Πελοπόννησο και εκεί να την έχουν εξαλείψειολοκληρωτικώς.
Όμως, συνάντησαν ισχυρές αντιστάσεις από τους Επαναστάτες, με
αποτέλεσμα οι Οθωμανοί για να μπορέσουν να συνεχίσουν την εκστρατεία τους και να καταπνίξουν την επανάσταση, οι στρατηγοί τους ζήτησαν ενισχύσεις για την εκστρατεία τους.
Συνεπεία του γεγονότος αυτού είχε ως αποτέλεσμα ο Σουλτάνος Μαχμούτ Β’
να επιστρατεύσει 8.000 στρατιώτες, οι περισσότεροι από τους οποίους ήταν
ιππείς. Επικεφαλής αυτών των ενισχύσεων ήταν ο Μπεϋράν πασάς, με βοηθούς του τους στρατηγούς Χατζή Μπεκήρ πασά, Μεμίς πασά και Σαχίν Αλή πασά. Περνόντας από τη Μακεδονία, η σημαντική αυτή Οθωμανική δύναμη εξάλειψε κάθε αντίσταση στο διάβα της και έστρεψε προς Νότο, περνώντας διαδοχικώς από Λάρισα και Λαμία.
Αξίζει να σημειωθεί ότι μία άλλη Οθωμανική δύναμη, υπό τον Μαχμούτ πασά
της Δράμας, κατευθυνόταν προς τη Ναύπακτο, και στη συνέχεια θα ενώνονταν με
τους Κιοσέ Μεχμέτ και Ομέρ Βρυώνη, εισβάλλοντας από κοινού στην Πελοπόννησο!
Θεωρητικώς, το Οθωμανικό σχέδιο ήταν καλό, αλλά δεν είχαν υπολογίσει
καλώς την ελληνική αντίδραση. Οι Έλληνες οπλαρχηγοί της Ανατολικής Στερεάς,
αντιλήφθησαν το Οθωμανικό σχέδιο και τους κινδύνους που θα μπορούσε να
διατρέξει η Ελληνική Επανάσταση με την άφιξη των τουρκικών στρατευμάτων, και για το λόγο αυτό αποφάσισαν να σταματήσουν την Οθωμανική προέλαση με κάθε τρόπο και κόστος.
Ο πρώτος οπλαρχηγός που κινητοποιήθηκε ήταν ο Γιάννης Δυοβουνιώτης, ο
οποίος με τη σειρά του ενημέρωσε αμέσως όλους τους υπόλοιπους ντόπιους
οπλαρχηγούς. Τότε, οι οπλαρχηγοί Κομνάς Τράκας, Νάκος Πανουργιάς, Παπαντρέας Κοκοβιστιανός και Γιάννης Γκούρας συγκεντρώθηκαν στο Μόδι, μαζί με τον Δυοβουνιώτη, από όπου κάλεσαν τον Δήμο Σκαλτσά να τους στείλει ενισχύσεις.
Στο πλαίσιο αυτό ο τελευταίος έστειλε τους Κώστα Μπίτη, Κώστα Καλύβα και τον Αντώνη Κοντοσόπουλο από Δωρίδα και Αταλάντη, καθώς και τους Βασίλη
Μπούσγο, Μήτρο Τριανταφυλλίνα και Γ. Λαππά από τη
Λειβαδιά (www.wikipidia.org)
Ακολούθησε πολεμικό συμβούλιο στο Εργίνι όπου υπερίσχυσε η άποψη του
Δυοβουνιώτη, για να οχυρωθούν οι Έλληνες στη δημόσια οδό των Βασιλικών
Φθιώτιδος. Από τους 1.600 Έλληνες, μόνο 200 με τον Παπαντρέα στάλθηκαν να
φυλάνε τη Φοντάνα, και οι υπόλοιποι οχυρώθηκαν στα Βασιλικά.
Στην είσοδο της διαβάσεως των Βασιλικών, μέσα σε πυκνό δάσος, τοποθέτησε τις δυνάμεις του ο ίδιος ο Δυοβουνιώτης, προκειμένου να παγιδέψει εκεί τους Τούρκους.
Οι Κοντοσόπουλος και Καλύβας τοποθέτησαν τους άνδρες τους στις δύο εξόδους της διαβάσεως, ενώ οι Γκούρας, Νάκος Πανουργιάς και ο γιος του Δυοβουνιώτη,
Γιώργος, κρατήθηκαν πίσω ως εφεδρεία! Έτσι η παγίδα είχε στηθεί και απλώς
περίμεναν τους Οθωμανούς Τούρκους να εισέλθουν σε αυτήν!
Στις 25 Αυγούστου 1821, οι Οθωμανοί εξήλθαν από το στρατόπεδό τους στον
Πλατανιά, όπου είχαν στρατοπεδεύσει από τις 22 του μηνός, και έστειλαν
ανιχνευτικές δυνάμεις προς Φοντάνα και Βασιλικά. Τα εχθρικά αυτά ελαφρά
τμήματα αποκρούσθηκαν ευχερώς από τους Επαναστάτες.
Στις 26 Αυγούστου 1821, πολύ νωρίς το πρωί, ο Μπεϋράν πασάς βάδισε
εναντίον των Βασιλικών με το στρατό του. Εκεί, η Οθωμανική εμπροσθοφυλακή
άρχισε την επίθεσή στα τμήματα των Κοντοσόπουλου και Καλύβα, οι οποίοι όμως
αναχαίτισαν την επίθεση, αναγκάζοντας τον Μπεϋράν πασά να στείλει 4.000 άνδρες για να εκδιώξουν τις Ελληνικές δυνάμεις από την περιοχή. Οι Έλληνες κατέφυγαν στο διάσελο των Βασιλικών, όπου την κρίσιμη στιγμή της μάχης, ο Γκούρας ανέλαβε την αρχηγία των Ελληνικών δυνάμεων και οχυρώθηκε με τους άντρες του σε μία παλιά εκκλησία, που προσέφερε μέτωπο εναντίον των Οθωμανών.
Ο Μπεϋράν πασάς, τότε, ηγήθηκε του στρατού του και επιτέθηκε εναντίον της εκκλησίας. Αυτήν την κρίσιμη στιγμή της μάχης κατέφθασαν 250 άντρες από την Λιβαδειά, με επικεφαλής τους Μπούσγο, Τριανταφυλλίνα και Λάππα ως ενίσχυση των μαχομένων
Ελλήνων.
Τότε ο Γκούρας φώναξε με δυνατή φωνή περισσότερο για να δώσει θάρρος
στους άνδρες του: «Μωρέ παιδιά ο καπετάνιος έρχεται, απάνω τους», εννο΄’ωντας τον Οδυσσέα Ανδρούτσο.
Το γεγονός αυτό προκάλεσε πανικό στις γραμμές των Οθωμανών, γεγονός
που εκμεταλλεύτηκαν αμέσως οι Έλληνες. Ο Γκούρας άφησε μία μικρή δύναμη
πολεμιστών να κρατήσει την εκκλησία, ενώθηκε με τη δύναμη του Ρούκη στην
Ανιβίτσα και πραγματοποιώντας μία κυκλωτική κίνηση, βρέθηκε στα μετόπισθεν των Οθωμανών, οι οποίοι είχαν δεχτεί τις επιθέσεις από τον Δυοβουνιώτη στο δάσος και από τον Παπανδρέα, ο οποίος έσπευσε αμέσως να βοηθήσει από την Φοντάνα, μόλις είδε τις κινήσεις των Τούρκων.
Η σφαγή των Οθωμανών που ακολούθησε υπήρξε ανηλεής! Ο ίδιος ο
Γκούρας σκότωσε τον Μεμίς πασά, ενώ πολλοί άλλοι αξιωματικοί έπεσαν στο πεδίο της μάχης. Προ αυτών των εξελίξεων, ο Μπεϋράν πασάς διέταξε την άμεση
υποχώρηση του στρατού του και φτάνοντας στον Πλατανιά, διέταξε να καούν οι
άμαξες και τα πολεμοφόδια του στρατού για να μην πέσουν στα χέρια των Ελλήνων.
Διέβη και τη γέφυρα της Αλάμανας την οποία και διέταξε να καταστρέψουν. Την
άτακτη φυγή των Οθωμανών ελάχιστοι Έλληνες τους καταδίωξαν, καθώς οι
περισσότεροι ασχολήθηκαν με τη θανάτωση των Τούρκων, οι οποίοι είχαν μείνει
πίσω και με την αρπαγή των λαφύρων.
Κατά τη μάχη των Βασιλικών οι Οθωμανοί Τούρκοι υπέστησαν δεινές
απώλειες: 766 ήταν οι νεκροί, 1.500 οι τραυματίες και 220 πιάστηκαν αιχμάλωτοι.
Ο Μπεϋράν πασάς είτε αυτοκτόνησε, είτε δολοφονήθηκε κατά σουλτανική διαταγή, ενώ στο Οθωμανικό στρατόπεδο στον Πλατανιά, οι Έλληνες βρήκαν άφθονα λάφυρα, καθώς οι Τούρκοι πρόλαβαν να κάψουν τις 600 από τις 1.000 άμαξες, με τις υπόλοιπες που ήταν γεμάτες προμήθειες και πολεμοφόδια, να πέφτουν στα χέρια των Επαναστατών.
Σε στρατηγικό επίπεδο, οι Έλληνες με τη μάχη των Βασιλικών πέτυχαν ώστε
οι Οθωμανοί να μην ενώσουν ποτέ τις δυνάμεις τους στη Στερεά Ελλάδα και
συνακόλουθα να μην εκστρατεύσουν από κοινού στην Πελοπόννησο, για να
ενισχύσουν τους πολιορκημένους στην Τριπολιτσά, γεγονός που δικαίως θεωρείται ως η μεγαλύτερη ελληνική νίκη στην Ανατολική Στερεά Ελλάδα κατά το πρώτο κρίσιμο έτος της Επαναστάσεως.