Στις 2 Μαρτίου 1913 πραγματοποιήθηκε – «επιτέλους» θα προσθέταμε εμείς – η προσάρτηση της από αιώνων ελληνικής Σάμου στην Ελλάδα, γεγονός που χαροποίησε όλους τους Έλληνες, συμπεριλαμβανομένου βεβαίως και του τότε Βασιλέως Γεωργίου Α’, ο οποίος είχε μεταβεί και ζούσε για καθαρώς πολιτικούς/διπλωματικούς λόγους στη Θεσσαλονίκη, αλλά όμως δεν πρόλαβε να την επισκεφθεί ποτέ, καθώς τρεις μέρες αργότερα δολοφονήθηκε!
Αμέσως μετά την ανακήρυξη του Ελληνικού κράτους και την άφιξη στη χώρα του πρώτου Κυβερνήτη, του Ιωάννη Καποδίστρια, αυτός κατέστησε τη Σάμο έδρα των Ανατολικών Σποράδων, συγκρότημα νησιών που περιελάμβαναν Ικαρία, Κάλυμνο, Λέρο και Πάτμο, ωστόσο όμως οι Μεγάλες Δυνάμεις είχαν αρνηθεί να συμπεριλάβουν αυτά τα νησιά στο ελεύθερο Ελληνικό Βασίλειο.
Οι προσπάθειες τόσο του Καποδίστρια όσο και του πατέρα του ανήλικου πρώτου Βασιλέως Όθωνα, Λουδοβίκου, τελικώς απέβησαν άκαρπες.
Το 1832 πετυχαίνουν την αναγνώριση της Σάμου από τους Τούρκους ως ηγεμονία υποτελούς στην Πύλη, γεγονός που ήταν μία απόφαση με θετικό πρόσημο. Αποτέλεσμα ήταν όπως η Σάμος κηρυχθεί «Ηγεμονία», με δικό της τοπικό ηγεμόνα, Χριστιανό Ορθόδοξο, αλλά διορισμένο από τον Σουλτάνο, παραμένουσα όμως υποτελής στην Πύλη.
Συνολικώς, 18 Έλληνες Χριστιανοί ηγεμόνες πέρασαν από την Ηγεμονία της Σάμου, με τελευταίο τον Ανδρέα Κοπάση, έναν απίθανο τύπο, φανατικά τουρκόφιλο, αυταρχικό ως χαρακτήρα, ο οποίος καταπατούσε συστηματικώς και επανειλημμένως, σχεδόν το σύνολο των προνομίων που είχε ο λαός της Σάμου. Για τη στάση του αυτή, που άγγιζε τα όρια της προδοσίας, ο Κοπάσης δολοφονήθηκε στην παραλία του Βαθιού.
Το 1912, με την κήρυξη του Α’ Βαλκανικού πολέμου εναντίον της Οθωμανικής Τουρκίας, η Σάμος «ζούσε» σε καθεστώς σχετικής ελευθερίας, μέχρι την έκρηξη της επαναστάσεως στο νησί υπό την αρχηγία του μετέπειτα Πρωθυπουργού της χώρας, στα τέλη του Ελληνικού Εμφυλίου, Θεμιστοκλή Σοφούλη.
Ως συνέπεια της επαναστάσεως του Σοφούλη στη Σάμο ήταν η αποχώρηση του νησιού από τον Οθωμανικό στρατό, ενώ στη συνέχεια σχηματίστηκε Τοπική Εθνοσυνέλευση, υπό την προεδρία του Σοφούλη, που το Νοέμβριο του 1912, κήρυξε την ένωση της Σάμου με την Ελλάδα, κάτι που δεν αποδέχτηκε αμέσως η Ελληνική κυβέρνηση (Ελ.Βενιζέλου) σε μία προσπάθεια αποφυγής διπλωματικών περιπλοκών, ενώ οι πολεμικές επιχειρήσεις του Α’Βαλκανικού Πολέμου βρίσκονταν σε πλήρη εξέλιξη!
Όταν όμως οι εξελίξεις των επιχειρήσεων ήταν τέτοια που ευνοούσε την Ελλάδα, η κυβέρνηση της χώρας αποφάσισε να δράσει άμεσα.
Το Σάββατο, 2 Μαρτίου 1913, το θωρηκτό «ΣΠΕΤΣΑΙ», με κυβερνήτη τον Πλοίαρχο Γκίνη ΒΝ, υλοποιώντας σχετική διαταγή του Στόλαρχου Υποναυάρχου Παύλου Κουντουριώτη ΒΝ, συνοδεύοντας το οπλιταγωγό «Θεσσαλία», το οποίο μετέφερε δύο λόχους στρατιωτών, εισήλθε στο Βαθύτης Σάμου. Οι ελληνικές στρατιωτικές δυνάμεις αποβιβάστηκαν και ύψωσαν την Ελληνική Σημαία στο νησί, κάτω από ουρανομήκεις επευφημίες των Σαμιωτών.
Έτσι η Σάμος ενώθηκε επισήμως με τη Μητέρα – Ελλάδα, μία «εκκρεμότητα» που παρέμενε ανεκπλήρωτη από την Επανάσταση του 1821!