Στις 13 Οκτωβρίου 1904 σκοτώθηκε πολεμώντας πολυπληθέστερες δυνάμεις του Οθωμανικού Στρατού ο Πρωτεργάτης του Μακεδονικού Αγώνα και Γενικός Αρχηγός των ελληνικών ανταρτικών σωμάτων στη Δυτική Μακεδονία Ανθυπολοχαγός Πυροβολικού Παύλος Μελάς στο χωριό Στάτιστα της Καστοριάς, που σήμερα έχει μετονομαστεί τιμητικώς στο χωριό Μελά.
Ο Παύλος Μελάς γεννήθηκε στις 29 Μαρτίου 1870, στη Μασσαλία της Νοτίου Γαλλίας, από εύπορους Έλληνες γονείς, γιος του μεγαλέμπορου Μιχαήλ Μελά, με καταγωγή από τα Γιάννενα, ο οποίος του μετέφερε τα νάματα της «Μεγάλης Ιδέας».
Το 1874, όλη η οικογένεια μετακόμισε στην Αθήνα και αγόρασε ένα όμορφο σπίτι επί της οδού Πανεπιστημίου, εκεί που σήμερα είναι το κτίριο της «Αθηναϊκής Λέσχης», ενώ ο πατέρας του διετέλεσε και Δήμαρχος Αθηναίων.
Το Σεπτέμβριο του 1886, σε ηλικία 16 ετών, εισήλθε στη Στρατιωτική Σχολή Ευελπίδων (ΣΣΕ), οι εγκαταστάσεις της οποίας τότε βρίσκονταν στον Πειραιά, για πενταετή φοίτηση, από όπου, τον Αύγουστο του 1891, αποφοίτησε ως Ανθυπολοχαγός Πυροβολικού. Είναι χαρακτηριστικό της ευμάρειας της οικογένειας του Παύλου Μελά, ότι όταν ήταν τεταρτοετής Εύελπις, δηλαδή το 1890 (!), διέθετε δική του…φωτογραφική μηχανή, την οποία είχε μαζί του στη Σχολή και είχε τραβήξει φωτογραφίες των Συμμαθητών του αλλά και του ίδιου! Κάποιες από τις φωτογραφίες αυτές διασώζονται μέχρι και σήμερα στο Μουσείο της Σχολής ως ΠΟΛΥΤΙΜΑ ενθυμήματα ενός Ήρωος αποφοίτου της και μιας άλλης εποχής! Ήδη από τότε ο Μελάς ήταν ένας από τους πρώτους Έλληνες ερασιτέχνες φωτογράφους, έχοντας φωτογραφίσει επίσης τους πρώτους Ολυμπιακούς Αγώνες των Αθηνών του 1896, καθώς και πλήθος στιγμιοτύπων οικογενειακού και αστικού βίου.
Το καλοκαίρι του 1891 γνώρισε τη Ναταλία Δραγούμη, κόρη του καταγόμενου από το Βογατσικό της Μακεδονίας πολιτικού και πρώην υπουργού Εξωτερικών στις κυβερνήσεις του Χαρίλαου Τρικούπη, Στέφανου Δραγούμη.
Τον Οκτώβριο του 1892, οι δυο τους (Μελάς και Δραγούμη) παντρεύτηκαν και απέκτησαν δύο παιδιά, το 1894 τον Μιχαήλ (υποκοριστικό: Μίκης) και το 1898 τη Ζωή.
Το 1894 ο Μελάς έκτισε μία θερινή οικογενειακή κατοικία στο Στροφύλι της Κηφισιάς, όπου το 1903 αποφάσισε να εγκατασταθεί αυτός και η οικογένειά του μόνιμα, εγκαταλείποντας την Αθήνα. Την απόφασή του αυτή όμως δεν πρόλαβε να υλοποιήσει καθώς ενεπλάκη ενεργώς στον Μακεδονικό αγώνα που κατέληξε στον ηρωικό του θάνατο το 1904. Το σπίτι του Μελά στην Κηφισιά εγκαταλείφθηκε, αλλά το 2009 αναγνωρίστηκε ως Μνημείο, δωρήθηκε στο Υπουργείο Εθνικής Αμύνης και το 2020 αποκαταστάθηκε μετά από ενέργειες του τότε Υφυπουργού Εθνικής Αμύνης και πρώην Αρχηγού ΓΕΣ Στρατηγού ε.α. Αλκιβιάδη Στεφανή, ο οποίος διετέλεσε και υπηρεσιακός ΥΕΘΑ για ένα μήνα και είναι τώρα υποψήφιος Περιφερειάρχης Βορείου Αιγαίου.
Το 1894 ο Π.Μελάς ήταν από τους πρώτους οι οποίοι εντάχθηκαν στην «Εθνική Εταιρεία», μία οργάνωση για τον υπόδουλο τότε Ελληνισμό, και ως μέλος της συμμετείχε στη διοργάνωση της εισβολής στην Οθωμανική Αυτοκρατορία Ελλήνων ατάκτων, γεγονός που προκάλεσε τον ελληνοτουρκικό πόλεμο του 1897, ο οποίος έληξε με συντριπτική ήττα της Ελλάδας.
Σε συνεργασία με τον γυναικάδελφό του Ίωνα Δραγούμη υπήρξε από τους πρωτεργάτες του Μακεδονικού Αγώνα, ενισχύοντας τις ελληνικές διεκδικήσεις με όπλα και άνδρες. Το 1904 εντάχθηκε στο «Μακεδονικό Κομιτάτο», που απετέλεσε την ελληνική «απάντηση» στις επιδιώξεις των Βουλγάρων για εκβουλγαρισμό, με κάθε μέσο της Μακεδονίας, κυρίως την τρομοκρατία.
Τον Μάρτιο του 1904, ήταν ένας από τέσσερεις Έλληνες αξιωματικούς οι οποίοι στάλθηκαν από την Ελληνική κυβέρνηση στη Δυτική Μακεδονία για αναγνώριση του τόπου, των διαθέσεων του κόσμου και γενικότερα της όλης καταστάσεως στην περιοχή.
Τον Ιούλιο του 1904, ο Π.Μελάς επισκέφθηκε ιδιωτικώς Κοζάνη και Σιάτιστα και αποφάσισε να αναλάβει αντάρτικη δράση στην περιοχή. Τον Αύγουστο του 1904 ορίστηκε από το νεοϊδρυθέν «Μακεδονικό Κομιτάτο» ως αρχηγός των ελληνικών ομάδων στην περιοχή Καστοριάς - Μοναστηρίου και εισήλθε για τρίτη και τελευταία φορά στη Μακεδονία, που ήταν τότε υπό την κατοχή της Οθωμανικής Τουρκίας, με το αγωνιστικό ψευδώνυμο «Μίκης Ζέζας», από τα χαϊδευτικά ονόματα των δύο παιδιών του.
Με τους υπ’ αυτόν άνδρες, 35 γενναίους εν συνόλω, γύρισε όλα τα χωριά της περιοχής, ελληνόφωνα και σλαβόφωνα, καταδιώκοντας τους Βούλγαρους κομιτατζήδες της ΕΜΕΟ, αναγκάζοντας Εξαρχικούς σλαβόφωνους να επιστρέψουν στη δικαιοδοσία του Οικουμενικού Πατριαρχείου Κωνσταντινουπόλεως και οργανώνοντας με πόρους του Κομιτάτου υποστηρικτικό δίκτυο της δράσεως των ελληνικών ανταρτικών σωμάτων. Το παράδειγμά του θα ακολουθήσουν και άλλοι εθελοντές, αξιωματικοί και πολίτες από την Ελλάδα, την Κρήτη καθώς και ντόπιοι.
Στις 13 Οκτωβρίου 1904, ο Π.Μελάς, ενώ βρισκόταν στο σλαβόφωνο χωριό Στάτιτσα (ή Στάτιστα) της Καστοριάς, επιδιώκοντας να συναντηθεί με την ανταρτοομάδα των Καούδη και Κύρου, η αντάρτικη ομάδα του δέχτηκε αιφνιδιαστική επίθεση από ένα Οθωμανικό απόσπασμα. Το τουρκικό απόσπασμα είχε παραπλανηθεί τεχνηέντως από τον Βούλγαρο κομιτατζή Μήτρο Βλάχο, νομίζοντας ότι επιτίθεται σε ομάδα της ΕΜΕΟ!
Ως αποτέλεσμα του αιφνιδιασμού και της συγκρούσεως που ακολούθησε, ο Π.Μελάς τραυματίστηκε από πυροβολισμό και πέθανε κάτω από αδιευκρίνιστες συνθήκες. Για να μην αναγνωριστεί και βεβηλωθεί το Σώμα του, δύο σύντροφοί του τον αποκεφάλισαν και το έθαψαν πρόχειρα, ενώ αργότερα το κεφάλι του Ήρωος τάφηκε τελικώς μαζί με το υπόλοιπο σώμα του στην Καστοριά.
Συμπερασματικώς και επί της ουσίας η αυτή καθαυτή ανταρτική δράση της ομάδος του Π.Μελά ήταν αμελητέα και δεν είχε σημαντικά άμεσα αποτελέσματα, εντούτοις ο θάνατός του ως άτακτου «κλέφτη-ελευθερωτή» της Μακεδονίας συγκλόνισε την ελληνική κοινή γνώμη, που έτσι έστρεψε την προσοχή της στον Μακεδονικό Αγώνα, ο οποίος έτσι αποτέλεσε το θρυλικό σύμβολο του αγώνα, που τόσο είχε ανάγκη ο κόσμος και η ελληνική κοινωνία και καθιερώθηκε.
Χάρις στους αγώνες και τις θυσίες των Ελλήνων Μακεδονομάχων το φρόνημα του ελληνικού πληθυσμού της Μακεδονίας παρέμεινε ακμαίο και υψηλό, στα χρόνια που πέρασαν μέχρι να έλθει η πολυπόθητη απελευθέρωσή του από τον Ελληνικό Στρατό λίγα χρόνια αργότερα στον Α’ Βαλκανικό πόλεμο του 1912-13.
Τέλος, ο Ήρωας Π.Μελάς όταν σκοτώθηκε ήταν ακόμα Ανθυπολοχαγός για 13 ολόκληρα χρόνια, από το 1891 που αποφοίτησε. Βλέπουμε δηλαδή την απίστευτη βαθμολογική στασιμότητα που είχαν τότε οι αξιωματικοί του Ελληνικού Στρατού και του Βασιλικού Ναυτικού και ήταν ένα από τα κύρια αιτήματα μετά από μερικά χρόνια, τον Αύγουστο του 1909, των επαναστατών στρατιωτικών στην «Επανάσταση στο Γουδί» με αποτέλεσε το «κλειδί» για την αναμόρφωση των Ελληνικών Ενόπλων Δυνάμεων, που μόλις τρία χρόνια αργότερα θα πετύχουν τους θριάμβους των Βαλκανικών πολέμων!