«Επιδιώκουμε μία δίκαιη πολιτική για την Υγεία», επεσήμανε ο Κυριάκος Μητσοτάκης, στη διάρκεια συνομιλίας του με πολίτες στη θεματική εκδήλωση για το πρόγραμμα της ΝΔ για την Υγεία την επόμενη 4ετία.
Επικαλούμενος το εθνικό γνώρισμα της νησιωτικότητας, επέμεινε πως όλοι οι πολίτες ανεξαρτήτως του που διαβιούν θα πρέπει να έχουν πρόσβαση στις ιατρικές υπηρεσίες.
Σε ό,τι αφορά στη Δημόσια Υγεία, επανέλαβε πως για αυτόν ο συγκεκριμένος τομές αποτελεί και προσωπική πρόκληση, αλλά και μεγάλη ευκαιρία για τη χώρα.
Όπως τόνισε, είναι «πάντα φθηνότερο να προλαμβάνεις, από το να θεραπεύεις» και σημείωσε ότι στον προσυμπτωματικό έλεγχο τα αποτελέσματα είναι ορατά. Για μένα προσωπικά η δημόσια υγεία αποτελεί τη μεγάλη ευκαιρία της επόμενης ημέρας».
Αξιολόγηση παντού
«Έχουμε κάνει ήδη τα πρώτα βήματα της θεσμοθέτησης του ρόλου των ασθενών στο σχεδιασμό της λειτουργίας του Εθνικού Συστήματος Υγείας», είπε.
Επιπλέον, σημείωσε ότι ο ρόλος των ασθενών είναι κρίσιμος και σε ό,τι αφορά στην εξοικονόμηση των πόρων του ΕΣΥ.
Μάλιστα, εμφανίστηκε διατεθειμένος να γίνει την επόμενη 4ετία αξιολόγηση παντού και δη ανάμεσα στις νοσοκομειακές μονάδες και τις Μονάδες Εντατικής Θεραπείας ανά την επικράτεια. «Δεν έχω καμία αμφιβολία ότι η αξιολόγηση θα ξεβολέψει κάποιους, αλλά δεν υπάρχει άλλος δρόμος. Σκέφτομαι μάλιστα εκτεταμένη αξιολόγηση και σε ό,τι αφορά στα κλινικά και τα οικονομικά αποτελέσματα. Τα πρόσωπα μετράνε και η αξιολόγηση θα έχει πολύ αυστηρά κριτήρια».
Στο πεδίο των νοσοκομείων, ρώτησε τους ειδικούς εάν ιεραρχούν ως προτεραιότητα τις αμοιβές ή τις συνθήκες εργασίας και στάθηκε ιδιαίτερα στη δυνατότητα που παρέχεται πλέον στους γιατρούς του ΕΣΥ να εξασκούν το επάγγελμα και εκτός των δημόσιων νοσοκομείων.
Για το νοσηλευτικό προσωπικό, επανέλαβε την ανάγκη να προσληφθούν 10.000 πρόσθετοι νοσηλευτές εντός των επομένων 4 χρόνων.
Επέμεινε στην αύξηση των απολαβών, αλλά και στην αισθητή βελτίωση των συνθηκών εργασίας των νοσηλευτών χαρακτηρίζοντας «ανάγκη» να εκσυγχρονιστούν τα Τμήματα Επειγόντων Περιστατικών.
Το ΕΣΥ άντεξε
«Θα έχουμε μεγάλη στοχοπροσήλωση την δεύτερη 4ετία στην καταπολέμηση των παθογενειών, θέλουμε να επιφέρουμε μία επανάσταση στην αναμόρφωση του Εθνικού Συστήματος Υγείας», επεσήμανε στην αρχή της παρέμβασης του στη θεματική εκδήλωση της Νέας Δημοκρατίας για την Υγεία, ο πρωθυπουργός.
Επανέλαβε πως το ΕΣΥ άντεξε κατά τη διάρκεια της πανδημίας του κορωνοιού και, όπως είπε, «θέλω να ευχαριστήσω όλους όσοι κάθονται και κάθισαν στις «ηλεκτρικές» καρέκλες του Υπουργείου Υγείας».
Παρουσίασε τα πεπραγμένα της κυβέρνησης, δίδοντας ιδιαίτερη έμφαση στην αύξηση κατά 37% των δαπανών υγείας, καθώς και στην αύξηση του απόλυτου αριθμού των νοσηλευτών, αλλά και στην αύξηση κατά 10% των αμοιβών των ιατρών. Επιπλέον, υπογράμμισε τη σημαντική αύξηση των αριθμών των Μονάδων Εντατικής Θεραπείας και στάθηκε ιδιαίτερα στο θεσμό του προσωπικού ιατρού.
«Αποτελεί δέσμευση μου ό,τι μπορούμε να εξοικονομήσουμε από τον υφιστάμενο τρόπο λειτουργίας του ΕΣΥ να επανεπενδύεται στην Υγεία εκτός από τους πόρους, που έχουν ήδη προβλεφθεί από το Ταμείο Ανάκαμψης και ευρύτερα». Αναφέρθηκε και στα σημαντικά βήματα που έχουν γίνει στην ψηφιοποίηση της Υγείας.
«Έχουμε βάλει τα θεμέλια για την ολοκλήρωση του ψηφιακού φακέλου του ασθενούς, που φιλοδοξούμε να γίνει εντός της επόμενης 4ετίας», υπογράμμισε.
«Στην τρέχουσα κυβερνητική θητεία έχουμε ρίξει θεμέλια, κάπου έχουμε χτίσει ορόφους κάπου πρέπει να τρέξουμε πιο γρήγορα, πάντως έχουμε συγκροτημένη άποψη για το τι πρέπει να γίνει στον τομέα της Υγείας τα επόμενα 4 χρόνια και ευελπιστούμε να μας δώσουν οι πολίτες την ευκαιρία να υλοποιήσουμε το σχέδιο μας», σημείωσε.
Αναφορικά με τα ζητήματα της ψυχικής υγείας παιδιών και εφήβων, έκανε λόγο για μία παγκόσμια «βόμβα» και επέμεινε ότι θα χρειαστεί να ανακατευθυνθούν επιπρόσθετοι πόροι για την αντιμετώπιση του συγκεκριμένου προβλήματος.
Μάλιστα, επέμεινε πως την επόμενη ημέρα πρέπει να δούμε τι παραπάνω μπορούμε να κάνουμε, ώστε να αυξήσουμε τον αριθμό των προσωπικών ιατρών.
Σε ό,τι αφορά στην πολιτική για τα Κέντρα Υγείας, ανακοίνωσε πως δρομολογείται η ανακατασκευή 156 Κέντρων Υγείας.