Ως απόπειρα εξισορρόπησης του αεροπορικού ισοζυγίου με τη χώρα μας, ερμηνεύεται από ανώτατες στρατιωτικές πηγές η προσπάθεια απόκτησης τουλάχιστον μίας μοίρας μαχητικών αεροσκαφών Eurofighter Typhoon από την Τουρκία.
Τα δεδομένα άλλαξαν δραματικά μετά την κρίση του 2020 και την απόφαση της Αθήνας να αποκτήσει μαχητικά 4,5 γενιάς, με την προμήθεια 24 Rafale F3R και στη συνέχεια να περάσει στην 5η γενιά με τα F-35, ενώ παράλληλα αναβαθμίζει 82 F-16 στην ανώτερη εκδοχή Viper. Η Τουρκία, μετά το αποτυχημένο πραξικόπημα του 2016 και τις εκκαθαρίσεις που ακολούθησαν στον στρατό και την αεροπορία της, απώλεσε σημαντικό μέρος του έμπειρου προσωπικού της και έκτοτε, ελάχιστα έχουν γίνει σε επίπεδο ενίσχυσης του αεροπορικού της στόλου.
Ωστόσο, σε μια απόπειρα καταγραφής του ισοζυγίου αεροπορικής ισχύος, δεν πρέπει να παραβλέπουμε ότι η Ελλάδα, αν και επενδύει σημαντικά κονδύλια σε πλατφόρμες, δεν κινείται το ίδιο δυναμικά στο πεδίο της προμήθειας όπλων και ατρακτιδίων που θα «ξεκλείδωναν» τις δυνατότητες των νέων της μαχητικών. Στον αντίποδα, η τουρκική βιομηχανία με την ανάπτυξη εγχώριας σχεδίασης όπλων, διεκδικεί το ποσοτικό πλεονέκτημα έναντι, ίσως, του ποιοτικού.
Οι δύο στόλοι
Μέχρι τα μέσα του 2025, η πολεμική αεροπορία θα διαθέτει 24 μαχητικά πολλαπλών ρόλων Rafale F3R. Τα Rafale διαθέτουν μια σειρά από αισθητήρες και συστήματα που τα τοποθετούν μεταξύ της 4ης και 5ης γενιάς μαχητικών αεροσκαφών, ενώ η χρήση βλημάτων αέρος – αέρος μέσου βεληνεκούς Meteor εξασφαλίζει στην Πολεμική Αεροπορία τη δυνατότητα επιβολής «άρνησης περιοχής». Επιπλέον, τα Rafale μπορούν να εφοδιαστούν με τους πυραύλους μακρού πλήγματος Scalp EG, ένα από τα στρατηγικά όπλα που η Ελλάδα είχε προμηθευτεί για τα επίσης γαλλικά Mirage. Ο σχεδιασμός του αεροπορικού επιτελείου περιλαμβάνει την προμήθεια επιπλέον αεροσκαφών, τουλάχιστον έξι, ώστε να δημιουργηθούν δύο πολεμικές μοίρες Rafale στην Τανάγρα.
Ως «απάντηση», η Τουρκία στρέφεται στο Eurofighter Typhoon. Πρόκειται για ένα ικανότατο ευρωπαϊκό μαχητικό που παρά τα προβλήματα στην αλυσίδα παραγωγής και το υψηλό κόστος υποστήριξης, συνεχίζει να εξελίσσεται και να εξοπλίζει πολλές αεροπορικές δυνάμεις παγκοσμίως. Αν η Αγκυρα εξασφαλίσει το πράσινο φως του Βερολίνου και αποκτήσει σε πρώτη φάση 24 και στη συνέχεια έως 40 Eurofighter, θα κάνει ένα σημαντικό βήμα στην κατεύθυνση της εξισορρόπησης του αεροπορικού ισοζυγίου. Τα Eurofighter είναι και αυτά πλατφόρμες – φορείς του πυραύλου Meteor, η αποδέσμευση του οποίου, όμως, δεν πρέπει να θεωρείται δεδομένη. Στην περίπτωση άρνησης, ωστόσο, η Τουρκία αναμένεται να στραφεί και πάλι στην εγχώρια αμυντική βιομηχανία.
5η γενιά μαχητικών
Στο πεδίο της 5ης γενιάς, η Ελλάδα επέλεξε τη σίγουρη λύση του F-35, με περισσότερες από 1.000 μονάδες και 860.000 ώρες πτήσης έως σήμερα. Από το 2030, η Πολεμική Αεροπορία αναμένεται να γίνει ο 19ος χρήστης του μαχητικού με την προμήθεια 20 αεροσκαφών και το δικαίωμα παραγγελίας επιπλέον 20. Η Τουρκία, μετά την αποβολή της από το πρόγραμμα των F-35, των οποίων υπήρξε συμπαραγωγός, στρέφεται στην ανάπτυξη του ΚΑΑΝ, ενός αεροσκάφους εγχώριας παραγωγής με χαρακτηριστικά 5ης γενιάς. Το πρωτότυπο πραγματοποίησε πριν από λίγες ημέρες μία ακόμη επιτυχημένη πτητική δοκιμή και έχει ήδη κεντρίσει το ενδιαφέρον ξένων αγοραστών. Ακόμη και αν δεν πετύχει τον στόχο του, να ανταγωνίζεται δηλαδή επί ίσοις όροις τα σύγχρονα μαχητικά 5ης γενιάς, η ανάπτυξή του προσφέρει σημαντική τεχνογνωσία στην τουρκική αμυντική βιομηχανία.
Αναβάθμιση F-16
Ο κορμός, τόσο της ελληνικής όσο και της τουρκικής αεροπορίας αποτελείται από μαχητικά F-16. Η Ελλάδα βρίσκεται ήδη σε διαδικασία αναβάθμισης 82 αεροσκαφών στην εκδοχή Viper, ενώ αναμένει την αμερικανική απάντηση στο αίτημα για αναβάθμιση των 38 Block 50. Η Τουρκία έχει ξεκινήσει τις διαπραγματεύσεις για την αναβάθμιση 80 και την προμήθεια ακόμη 40 F-16 Viper, χωρίς, ωστόσο, να είναι σαφές αν θα υλοποιήσει όλη την παραγγελία, κυρίως εξαιτίας του τεράστιου κόστους.
Η Ελλάδα και η Τουρκία διαθέτουν επίσης F-4 Phantom και είναι οι μοναδικοί χρήστες της συγκεκριμένης πλατφόρμας, μαζί με το Ιράν. Ωστόσο, οι «γερόλυκοι» πρόκειται να αποστρατευτούν μέχρι τα τέλη της δεκαετίας, έχοντας «γράψει» χιλιάδες ώρες πτήσης. Το ίδιο φαίνεται να έχει αποφασιστεί και για τα ελληνικά Mirage 2000-5 για τα οποία αναζητείται αγοραστής ώστε να εξοικονομηθούν κεφάλαια για την αγορά των επιπλέον Rafale. Στο πεδίο των μη επανδρωμένων αεροσκαφών, οι διαφορές, ωστόσο, παραμένουν χαοτικές με τις τουρκικές ένοπλες δυνάμεις να διαθέτουν μεγάλη γκάμα UAVs και την Ελλάδα να καλύπτει τις βασικές της ανάγκες στο θέμα της επιτήρησης, χωρίς ακόμη, να διαθέτει κάποια οπλισμένη πλατφόρμα.
Πηγή: kathimerini.gr