Η είδηση της σύλληψης του αντιπάλου του Ερντογάν, Εκρέμ Ιμάμογλου, είχε σοβαρές επιπτώσεις και στις τουρκικές χρηματιστηριακές αγορές, πλήττοντας αισθητά την εμπιστοσύνη πολλών επενδυτών στη χώρα. Ως αποτέλεσμα το τουρκικό χρηματιστήριο βίωσε τη χειρότερη εβδομάδα από την παγκόσμια κρίση του 2008: ο δείκτης ISE 100 έχασε μέσα σε λίγες ημέρες περισσότερο από 16% της αξίας του.
Η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς της χώρας αντέδρασε απαγορεύοντας τις ανοιχτές πωλήσεις και τις επενδύσεις σε περαιτέρω πτωτική πορεία του χρηματιστηρίου και διευκολύνοντας τις επαναγορές μετοχών, προκειμένου να στηρίξει τις τιμές των τίτλων που είχαν πέσει κατακόρυφα. Ο δείκτης ανέβηκε για μικρό διάστημα κατά 2%, λίγο αργότερα όμως επέστρεψε στο κόκκινο, φτάνοντας στο χειρότερο επίπεδο από τον Νοέμβριο.
Παρατηρητές εκτιμούν πως η εξέλιξη αυτή θα μπορούσε να αποτελέσει επίσης μεγάλο πρόβλημα για τον Ερντογάν. Διότι τα τελευταία χρόνια οι Τούρκοι επενδυτές επένδυσαν πολλά χρήματα στο χρηματιστήριο, με στόχο να προστατέψουν τις περιουσίες τους από τον υψηλό πληθωρισμό – ο οποίος εξακολουθεί να βρίσκεται στο 39%.
Εντεινόμενη πολιτική αβεβαιότητα
Την εβδομάδα που διανύουμε τα πράγματα είναι κάπως καλύτερα, αφ’ ότου ο υπουργός Οικονομικών Μεχμέτ Σιμσέκ υποσχέθηκε να λάβει «όλα τα απαραίτητα» μέτρα ώστε να σταθεροποιήσει τις αγορές, προσθέτοντας πως η Τουρκία εξακολουθεί να προσφέρει καλές μακροπρόθεσμες επενδυτικές δυνατότητες. Ο Σιμσέκ, από κοινού με τον διοικητή της τουρκικής Κεντρικής Τράπεζας Φατίχ Καραχάν, πρόκειται έτσι να συνεχίσει τη φιλική προς τους επενδυτές πολιτική που ακολουθεί ο Ερντογάν τα τελευταία δύο χρόνια.
Την ίδια στιγμή η τουρκική λίρα υποχώρησε έναντι του δολαρίου, ωστόσο αυτή η υποχώρηση ήταν μόνο της τάξης του 3%, γεγονός που καθησύχασε κάπως τους επενδυτές – δεδομένου επιπλέον ότι σύμφωνα με τους ειδικούς φαίνεται να είναι αποτέλεσμα κινήσεων κατοίκων του εξωτερικού.
Όπως επισημαίνει στην DW και ο Ερντάλ Γιαλτσίν, καθηγητής Διεθνούς Οικονομίας, «μετά από μία μακρά περίοδο πολιτικής αβεβαιότητας, εξαιρετικά υψηλού πληθωρισμού και εμμένουσας οικονομικής κρίσης, η Τουρκία βρίσκεται το τελευταίο διάστημα σε τροχιά σταθεροποίησης». Με τη σημαντική αύξηση των επιτοκίων και τη στήριξη της λίρας η χώρα «κατάφερε να προσελκύσει ξανά επενδυτές από το εξωτερικό» - και ως εκ τούτου «τα κρατικά ομόλογα και τα χρηματιστήρια της χώρας περνούν σαφώς μία περίοδο ανάκαμψης».
Η σύλληψη του Ιμάμογλου βέβαια ανέτρεψε κάπως τα δεδομένα: «βραχυπρόθεσμα η πολιτική αβεβαιότητα αυξήθηκε κατακόρυφα. Μέσα σε λίγες ώρες οι διεθνείς επενδυτές απέσυραν μεγάλα κεφάλαια από τις τουρκικές χρηματιστηριακές αγορές. Και ταυτοχρόνως η λίρα δέχθηκε τεράστια πίεση, με την Κεντρική Τράπεζα να θεωρεί ως μονόδρομο την πώληση μεγάλου μέρους των αποθεμάτων προκειμένου να σταθεροποιήσει το νόμισμα», εξηγεί ο Γιαλτσίν.
Πλήγμα και στην τουριστική βιομηχανία;
Οικονομικές επιπτώσεις ενδέχεται να υποστεί και ο τουρισμός, ένας από τους σημαντικότερους οικονομικούς κλάδους της χώρας, κάτι που είχε συμβεί και στις μεσογειακές χώρες την περίοδο της κρίσης. Ειδικοί ωστόσο δεν θεωρούν πως υπάρχει ακόμη λόγος έντονης ανησυχίας.
Ο Μάρκο Γκαρντίνι, καθηγητής Διοίκησης Τουρισμού στο Κέμπτεν, επισημαίνει πως η σύλληψη του Ιμάμογλου έχει ταράξει τα νερά στους διεθνείς πολιτικούς και διπλωματικούς κύκλους, όμως «πιθανώς να μην επηρεάσει καθόλου πολλούς από εκείνους που σκέφτονται να επισκεφτούν την Τουρκία» - φαίνεται δηλαδή πως «είναι πολλοί λίγοι οι τουρίστες που αποφεύγουν να ταξιδέψουν στην Τουρκία εξαιτίας του χαρακτήρα και της πολιτικής του Ερντογάν».
Ο ειδικός θεωρεί επίσης ότι αντίστοιχα περιορισμένες θα είναι οι επιπτώσεις που θα έχουν στον τουρισμό οι μαζικές κινητοποιήσεις των τελευταίων ημερών. Αυτό που θα έπρεπε να αποτελεί λόγο ανησυχίας ωστόσο είναι η κλιματική αλλαγή, η οποία συνιστά «τον μεγαλύτερο μακροπρόθεσμο κίνδυνο για τον τουρισμό» ενόψει της αισθητής ανόδου της θερμοκρασίας τα καλοκαίρια.
Σε κίνδυνο το χρηματοπιστωτικό σύστημα;
Απρόβλεπτες είναι οι προεκτάσεις της πολιτικής αβεβαιότητας πάντως για τις τράπεζες και γενικώς για το χρηματοπιστωτικό σύστημα.
Όπως επισημαίνει ο Γιαλτσίν, «εξαιτίας της άυξησης του κόστους χρηματοδότησης», οι τουρκικές τράπεζες «βρίσκονται υπό μεγάλη πίεση». Οι διεθνείς επενδυτές ενδέχεται να είναι πολύ συγκρατημένοι και αυτό «υπάρχει ο κίνδυνος να οδηγήσει σε σημαντικές εκροές κεφαλαίων, με αποτέλεσμα την επιδείνωση των προβλημάτων ρευστότητας και τη διακινδύνευση της σταθερότητας ολόκληρου του χρηματοπιστωτικού συστήματος».
Συγχρόνως ο κλάδος των ακινήτων τελεί επίσης σε άμεση εξάρτηση με τις διαθέσεις των διεθνών επενδυτών, ενώ επιπτώσεις ενδέχεται να υπάρξουν και για τις βιομηχανίες που βασίζονται σημαντικά στις εξαγωγές – οι τελευταίες θα βρεθούν πιθανότατα αντιμέτωπες με χειρότερες συνθήκες, «διότι οι διεθνείς εμπορικοί εταίροι θα είναι πιο συγκρατημένοι και μάλλον θα ζητούν υψηλότερες εξασφαλίσεις ή ασφάλιστρα κινδύνου. Η αβεβαιότητα στο χρηματιστήριο αυξάνει επίσης τα ασφαλιστικά κόστη για τις εξαγωγικές επιχειρήσεις, γεγονός που θα μπορούσε να πλήξει την ανταγωνιστικότητά τους».
Ένας σημαντικός εταίρος
Η έκταση των επιπτώσεων της σύλληψης του Ιμάμογλου στον οικονομικό τομέα θα φανούν μεσοπρόθεσμα, κατά τη διάρκεια του έτους. Κατά τον Γιαλτσίν πάντως είναι ακρετά πιθανό η τρέχουσα πολιτική κρίση να μην έχει μακροπρόθεσμες συνέπειες στην τουρκική οικονομία.
Ούτως ή άλλως, τόσο η ΕΕ όσο και οι ΗΠΑ, επιθυμούν την επιστροφή της σταθερότητας στην Τουρκία, «αφ’ ενός επειδή η χώρα είναι εταίρος στο ΝΑΤΟ, αφ’ ετέρου επειδή η Τουρκία έχει σημαντικό στρατηγικό ρόλο στον περιορισμό των μεταναστευτικών ροών προς την Ευρώπη». Γι' αυτό και ως τώρα η Ευρώπη δεν προέβη σε ιδιαίτερα επικριτικές δηλώσεις ως προς την κυβέρνηση Ερντογάν.
Πηγή: Deutsche Welle