Σε δύο τομείς επικεντρώθηκε ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας Προκόπης Παυλόπουλος, στην ομιλία του, κατά την αναγόρευσή του σε Επίτιμο Διδάκτορα της Σχολής Οικονομίας, Διοίκησης και Νομικών Επιστημών του Διεθνούς, του Πανεπιστημίου της Ελλάδος, στην Θεσσαλονίκη.
Ο πρώτος αφορά την σχέση του κανόνα δικαίου με το κοινωνικοοικονομικό περιβάλλον, από το οποίο προέρχεται και το οποίο επηρεάζει, μετά την έναρξη της ισχύος του, μέσω της παραγωγής των έννομων αποτελεσμάτων του. Και ο δεύτερος αφορά την θέση του Συντάγματος στην ιεραρχία της έννομης τάξης, κυρίως λόγω της συνύπαρξης της Ελληνικής έννομης τάξης και της έννομης τάξης της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
"Κατά την απολύτως κρατούσα στη Νομική Επιστήμη άποψη υφίσταται μια αμφίδρομη επιρροή μεταξύ του κανόνα δικαίου και της κοινωνικής και οικονομικής πραγματικότητας, από την οποία ο κανόνας δικαίου προκύπτει και την οποία στην συνέχεια καλείται, μέσω της εφαρμογής του, να ρυθμίσει κανονιστικώς. Άρα να την μεταβάλλει με την σειρά του. Υπό τα δεδομένα αυτά καθίσταται σαφές ότι η αμφίδρομη επιρροή του κανόνα δικαίου επί της κοινωνικοοικονομικής υποδομής του εξαρτάται, κατά κύριο λόγο, από:
Α. Την χρονική διάρκεια της ισχύος και πρακτικής εφαρμογής του. Αφού, όπως είναι ευνόητο, οι συχνές τροποποιήσεις του και, πολύ περισσότερο, η αιφνίδια κατάργησή του επιβεβαιώνουν την πλήρη «επικυριαρχία» της κοινωνικοοικονομικής πραγματικότητας επί του θεσμικού της εποικοδομήματος.
Β. Ιδίως δε την έκταση της ενεργού επιρροής του στην εξέλιξη της κοινωνικοοικονομικής του υποδομής. Και τούτο διότι η απλή διάρκεια της ισχύος του κανόνα δικαίου, δίχως απτά δείγματα ουσιαστικής εφαρμογής του, δεν αποτελεί, eo ipso, αντιπροσωπευτικό δείγμα επίδρασής του στην κοινωνικοοικονομική υποδομή του. Όλως αντιθέτως έρχεται να τεκμηριώσει το φαινόμενο της μέσω της «αχρησίας» αποδυνάμωσής του. Και η έννομη τάξη αναδεικνύει συχνά τέτοια «νεκρά κύτταρα» κανονιστικών ρυθμίσεων, τα οποία όχι μόνο δεν την εμπλουτίζουν αλλά, όλως αντιθέτως, φανερώνουν την ανεπάρκειά της.
ΙΙ. Η συνύπαρξη, λόγω του ότι η Ελλάδα αποτελεί κράτος-μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης, της Ελληνικής έννομης τάξης μ’ εκείνη της Ευρωπαϊκής Ένωσης έχει τις ακόλουθες συνέπειες ως προς την ιεραρχία των κανόνων δικαίου εντός της Ελληνικής έννομης τάξης:
Α. Το Σύνταγμα, ως θεμελιώδης νόμος αποτελούμενος όχι μόνον από τους κανόνες δικαίου που περιλαμβάνει αλλά και από τις γενικές αρχές οι οποίες συνάγονται απ’ αυτούς, υπερισχύει αναποδράστως κάθε άλλου κανόνα δικαίου. Είτε αυτός εντάσσεται στο εσωτερικό δίκαιο είτε στους κανόνες του διεθνούς δικαίου, όπως ενσωματώνονται κάθε φορά στην ελληνική έννομη τάξη.
Β. Ως προς τον «σκεπτικισμό» που ορισμένοι εκφράζουν σε ό,τι αφορά την σχέση μεταξύ Συντάγματος και ευρωπαϊκού δικαίου επισημαίνεται τούτο: Είναι λάθος, όσο η Ευρωπαϊκή Ένωση δεν έχει προχωρήσει στο σημείο εκείνο πολιτειακής οργάνωσης που θα της επέτρεπε να διαθέτει πραγματικά ενιαίο συνταγματικό θεμέλιο, να επιχειρούν μια τέτοια σύγκριση και να θέτουν εν αμφιβόλω την υπεροχή του Συντάγματος.
1. Έχοντας, προς το παρόν, δύο παράλληλες έννομες τάξεις –εκείνη των κρατών-μελών και εκείνη της Ευρωπαϊκής Ένωσης– με βάση την κοινή νομική λογική οφείλουμε να δεχθούμε πως η άποψη των ευρωπαϊκών οργάνων, και ιδίως του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης, κατά την οποία θεμέλιο της ευρωπαϊκής έννομης τάξης είναι το ευρωπαϊκό δίκαιο, πρωτογενές και παράγωγο, ουδόλως επιδρά στην υποχρέωση που έχουν τα όργανα των κρατών-μελών να θέτουν ως αντίστοιχο θεμέλιο των επιμέρους έννομων τάξεων το Σύνταγμά τους.
2.Οιαδήποτε άλλη εκδοχή, με βάση επίσης την κοινή νομική λογική, αγνοεί την φύση του κανόνα δικαίου ως μέσου ρύθμισης της πολιτειακής οργάνωσης και των κοινωνικών και οικονομικών σχέσεων. Δηλαδή, σε τελική ανάλυση, αγνοεί την πεμπτουσία του Συντάγματος. Διότι αν υποθέσουμε, π.χ., ότι συντρέχει υπεροχή του ευρωπαϊκού δικαίου έναντι του Συντάγματος, αυτό θα σήμαινε ότι μια τέτοια υπεροχή προβλέφθηκε, κατά κάποιον τρόπο, από το ίδιο το Σύνταγμα. Με τι είδους νομικό συλλογισμό, όμως, ένας κανόνας δικαίου -άρα και το Σύνταγμα- θ’ αναγνώριζε σ’ άλλον κανόνα δικαίου μεγαλύτερη κανονιστική ισχύ από εκείνη που ο ίδιος διαθέτει, ως θεσμικό προϊόν της εθνικής κυριαρχίας; Την θέση αυτή συμμερίζεται και η νομολογία των Ανωτάτων Δικαστηρίων στην Γαλλία, στην Γερμανία και στην Ιταλία.
Γ. Για όσο χρόνο λοιπόν η Ευρωπαϊκή Ένωση έχει την σημερινή της μορφή, μιά οδός υπάρχει για την επίλυση του προβλήματος της ιεράρχησης μεταξύ Συντάγματος και Ευρωπαϊκού Δικαίου. Δίχως βεβαίως να είναι απολύτως αποτελεσματική κανονιστικώς:
1. Από την πλευρά του ΔΕΕ, όσο το δυνατόν πιο σύμφωνη με τα εθνικά Συντάγματα ερμηνεία των κανόνων του ευρωπαϊκού δικαίου.
2. Και, από την πλευρά των εθνικών δικαστηρίων, όσο το δυνατόν πιο σύμφωνη με το ευρωπαϊκό δίκαιο ερμηνεία των εθνικών συνταγματικών κανόνων.
Αυτή η «μέση οδός» μπορεί να διευκολύνει την αρμονική συμβίωση της ευρωπαϊκής έννομης τάξης με τις εθνικές έννομες τάξεις –και, φυσικά, αντιστρόφως- ως την τελική, τουλάχιστον θεσμική, ευρωπαϊκή ενοποίηση".
Σχετικά Θέματα:
Μήνυμα στην Τουρκία για σεβασμό του Διεθνούς Δικαίου έστειλε ο Πρ. Παυλόπουλος