Πριν από λίγες μόλις μέρες είδαμε όλοι ένα ολιγόλεπτο βίντεο που έγινε viral στο διαδίκτυο. Ο Σταύρος Ξαρχάκος νουθετεί, συμβουλεύει, διορθώνει μια μουσική παρέα νέων στη Σύρο ανέφερε ο πρώην πρωθυπουργός Κώστας Καραμανλής σε ομιλία του σε εκδήλωση προς τιμήν του μεγάλου μας μουσικοσυνθέτη.
Στις εικόνες αυτές αποτυπώνεται με τον πιο ανάγλυφο τρόπο η προσωπικότητα του Ξαρχάκου. Παθιασμένος, αθεράπευτα ερωτευμένος, ενθουσιώδης, με την μουσική και όχι μόνο. Γιατί το ίδιο ενθουσιώδης είναι με τους νέους, αυτός ο πάντα νέος, με την Ελλάδα, τις παραδόσεις και τις ρίζες μας, με το Αιγαίο. Γράφει στον Νίκο Γκάτσο σε ανέκδοτη επιστολή του το 1986 από τη Νέα Υόρκη: « … Από τότε που γεννήθηκα, όπου και να κατοικούσα, πάντα υπήρχε δίπλα ένα σχολείο. Ο ήχος γνώριμος και αναρωτιέμαι τι θα γινόμουν χωρίς αυτόν». Και παρακάτω συνεχίζει: «Ευτυχώς, στο τέλος υπάρχει πάντα το Αιγαίο. Αυτό το Αιγαίο της Παναγίας, το βαθύ και το γαλάζιο, με τα πανηγύρια και την ασετιλίνη, οι ψαράδες να ματσακωνίζουν τα καΐκια. Μυρίζω μίνιο και πίσσα».
Γεννήθηκε με θείο χάρισμα ο Ξαρχάκος. Αλλά δεν επαναπαύθηκε. Δούλεψε σκληρά, εδώ και στο εξωτερικό, δίπλα σε μεγάλους δασκάλους, για να φτάσει να γίνει ένας μεγάλος δημιουργός. Θείο χάρισμα δεν εννοώ μόνο το μεγάλο ταλέντο του, την πηγαία ικανότητα να γεννάει μουσική, δύσκολη μουσική, σύνθετη μουσική. Εννοώ συνολικά τη φύση του. Ευλογημένη φύση. Ανήσυχη, γόνιμη, δημιουργική. Πλασμένη για τα μεγάλα και τα δύσκολα. Γιατί η σπάνια μουσική του δεινότητα, από μόνη της δεν θα επαρκούσε για να ολοκληρωθεί η ευρύτερη εικόνα του Ξαρχάκου.
Δωρικός, σεμνός, φειδωλός στα λόγια. Μιλάει με το έργο του και το έργο του μιλάει γι αυτόν.
Με αγάπη και ζεστασιά για τους ανθρώπους, κυρίως μάλιστα τους λιγότερο ευνοημένους. Αυτούς που τόσο εκφραστικά περιγράφει ο Λευτέρης Παπαδόπουλος με τους ανεπανάληπτους στίχους: «άπονη ζωή μας πέταξες στου δρόμου την άκρη, μας αδίκησες».
Με σεβασμό και ενσυναίσθηση της κληρονομιάς μας. Λέει ο ίδιος όταν αναγορεύθηκε επίτιμος διδάκτορας του Πανεπιστημίου Αθηνών: « Η Ελλάδα μάνα του καημού …. Γιατί στην ιστορία και στην παράδοση κουμπώνει η ψυχή μας. Η ολική επίθεση φωτονίων στον τόπο μας η θάλασσα και η μουσική φέρνουν ελπίδα. Χρέος μας είναι αυτή την ελπίδα να την κάνουμε πράξη για να ξαναβρεθούμε στην πλευρά της Ελλάδας του πολιτισμού και όχι στην Ελλάδα που πνίγει τα παιδιά της. Προηγουμένως σας ανέφερα την ολική επίθεση φωτονίων. Προφανώς εννοούσα το Αττικό φως».
Με την Ελλάδα να είναι πάντα ο καημός και η έμπνευση του. Με βαθιά, ανυπόκριτη αγάπη και έγνοια για την πατρίδα. Ζει την αιθρία της ελληνικότητας, πονάει και πληγώνεται όμως για τις απογοητεύσεις που η πατρίδα συχνά επιφυλάσσει στα παιδιά της.
Αφού στηλιτεύσει το πνευματικό έλλειμμα της εποχής μας, την ψευτοηθικίζουσα Δύση και την υποβάθμιση της αισθητικής, τονίζει στην ίδια ομιλία: «το θείο δαιμόνιο της ανθρωπότητας οφείλει να ξεπεράσει όλα αυτά εφ όσον κινητοποιήσει τις πνευματικές, ηθικές δυνάμεις και αξίες που τρέφονται από εκείνες τις άχρονες και άχραντες πηγές. Ο δρόμος της ελληνικής μουσικής πραγματικότητας προς μια άλλη πορεία περνάει από το τραχύ μονοπάτι του μουσικού εκφυλισμού αλλοτριώνοντας και αλώνοντάς μας. Δεν στέρεψαν οι μουσικοί δημιουργοί. Η Ελλάδα μας στέρεψε από το λάλον ύδωρ της Κασταλίας πηγής, το ύδωρ το αλλόμενον της Ορθοδοξίας, της ζωντανής ψυχής του μαχόμενου δημιουργικά πολιτισμού μας».
Δεν είναι λοιπόν μόνο το θείο χάρισμα που έχει ο δημιουργός. Είναι το σύνολο των αντιλήψεών του, η αυθεντική του σχέση με τον ελληνισμό και τις ρίζες του, η αμεσότητα με την οποία αντικρύζει και εκφράζει την γνήσια λαϊκή παράδοση, το ατίθασο και ασυμβίβαστο της βαθύτερης ψυχής του που οδηγούν στο παραγόμενο αποτέλεσμα. Ακούγοντας την μουσική που έγραψε για το «Ρεμπέτικο» του Κώστα Φέρρη, το «Τσιτσάνη διάλογοι» όπου οι μελωδίες του Τσιτσάνη συναντούν τον Χατζιδάκη και τον Παπαϊώαννου αλλά και τον Smetana, τον Bach, τον Mahler, τον Beethoven, τον Chopin και τον Mozart, την «Ωδή – Πορείας Εγκώμιον» όπου ενώνει όλη την ιστορία της χώρας μας μέσα από τους διαφορετικούς ήχους της Κρήτης, της Κύπρου, της Θράκης, του Πόντου και του Αιγαίου και το «Βαμβακάρης κατά Ξαρχάκο» ένα συγκλονιστικό ταξίδι στον μουσικό κόσμο του Μάρκου Βαμβακάρη, νιώθεις έκσταση και ψυχική ανάταση. Γιατί ακόμα και ο μουσικά αδαής γίνεται μάρτυρας μιας ανεπανάληπτης μυσταγωγίας. Μυσταγωγία που προκαλείται από ένα εκρηκτικό, συνάμα όμως απόλυτα αρμονικό μείγμα ήχων και χρωματισμών. Μαγευτικό σημείο συνάντησης διαφορετικών μουσικών εκδοχών, εκεί που τα βυζαντινά – εκκλησιαστικά ακούσματα μετεξελίσσονται σε δημοτική και λαϊκή μουσική και παντρεύονται αρμονικά με τις δημιουργίες των μεγάλων κλασσικών. Με άλλα λόγια ένα κράμα άρτια και ρωμαλέα διατυπωμένο που μεταλλάσσεται σε μεθυστική και παθιασμένη μουσική πανδαισία, όπου μελωδίες, ξεχωριστής η κάθε μία προέλευσης, γεννούν ένα απίστευτο μουσικό σύνολο. Σύνολο όμως που οι διάφορες εκδοχές έχουν ως πυρήνα την ελληνική μουσική παράδοση και στροβιλίζονται αρμονικά γύρω από αυτόν. Αυτό το δυσχερέστατο τόλμημα το αποτολμά ο Σταύρος Ξαρχάκος. Και το γεγονός ότι το υφαίνει με τέτοια επιτυχία τον καθιστά, χωρίς την παραμικρή διάθεση υπερβολής ή φιλοφρόνησης, μεγάλο δημιουργό.
Κυρίες και Κύριοι
Πιστεύω, και το πιστεύω βαθιά, ότι τίποτα σπουδαίο δεν γίνεται, αν υπακούει και συμβιβάζεται με τις επιταγές του συρμού, του καθωσπρεπισμού, της επιτήδευσης και της εφήμερης εμπορικότητας. Όλοι μας έχουμε τραγουδήσει και στίχους που τους έχουμε ξεχάσει την επόμενη μέρα. Αυτό που κάνει ένα έργο σπουδαίο, που αντέχει στον χρόνο, που όσες φορές κι αν το έχουμε ακούσει, λαχταρούμε να το ακούσουμε και πάλι είναι η αυθεντικότητά του. Ακόμα και οι μουσικά απαίδευτοι ενστικτωδώς καταλαβαίνουν τη διαφορά. Το γνήσιο, το ανόθευτο, το πηγαίο μας συνεπαίρνει. Ακόμα περισσότερο επειδή είναι σπάνιο. Και είναι σπάνιο γιατί προϋποθέτει, εκτός από ταλέντο, γνώση και κόπο, κάτι μοναδικό. Προυποθέτει ταυτότητα. Ταυτότητα καθαρή και ασυμβίβαστη. Που αψηφά τα κελεύσματα της μόδας και των ψευδοστερεότυπων. Ταυτότητα που ξέρει από πού έρχεται, πού θέλει να πάει, τί θέλει να μεταδώσει στους συνανθρώπους της. Ταυτότητα όμως σημαίνει αρχές, αξίες, επίγνωση του εαυτού σου, αίσθηση αποστολής. Είναι αυτή η ταυτότητα που ξεχωρίζει τους μεγάλους από τους άλλους. Είναι αυτή η ταυτότητα που ξεχωρίζει τον Σταύρο Ξαρχάκο. Είναι αυτή η ταυτότητα που τον κάνει μεγάλο Έλληνα. Αυτή η ταυτότητα που του δίνει τη δυνατότητα, να αναβλύζει από μέσα του αβίαστα σαν τρεχούμενο νερό, το μουσικό του δαιμόνιο αγκαλιασμένο σφιχτά με την εθνική και λαϊκή μας διαδρομή.
Είναι αυτή η ταυτότητα που κάνει ταυτόχρονα τον Ξαρχάκο έναν ενεργό πολίτη, με ευαισθησίες, ενδιαφέρον και αγωνία για τα κοινά. Ένα πολιτικό ον με την ευρεία και υψηλή έννοια του όρου. Το 1973 γράφει την μουσική για το «Μεγάλο μας Τσίρκο» του Ιάκωβου Καμπανέλλη, με πρωταγωνιστές την Τζένη Καρέζη και τον Κώστα Καζάκο και κύριο ερμηνευτή τον αλησμόνητο Νίκο Ξυλούρη, ένα μνημειώδες έργο, σύμβολο του αγώνα κατά του δικτατορικού καθεστώτος. Αργότερα, ως ευρωβουλευτής, πάντα ενεργός στην υπηρεσία των εθνικών μας θεμάτων και των θεμάτων πολιτισμού και παιδείας. Γιατί γνωρίζει καλά ότι πολιτισμός και παιδεία είναι τα ασύγκριτα συγκριτικά πλεονεκτήματα του Ελληνισμού στο διεθνές στερέωμα. Αρχές του 1990 παραιτείται αιφνιδιαστικά από εκλεγμένος βουλευτής, απογοητευμένος από το πολιτικό σύστημα. Ξεχωρίζω από την επιστολή παραίτησής του ένα χαρακτηριστικό απόσπασμα: « Μπορούν να πουν ότι είμαι ένας αιθεροβάμων καλλιτέχνης, απροσάρμοστος στα κόλπα και στους σκοτεινούς ρεαλισμούς της πολιτικής πράξης. Και εγώ θα απαντήσω. Ναι είμαι. Γιατί μόνο οι αιθεροβάμονες και απροσάρμοστοι καλλιτέχνες μπορεί να βοηθήσουν την πολιτική και κοινωνική δημοκρατία να περιορισθεί από την καταστροφή και την αυτοκτονία της».
Κυρίες και Κύριοι
Έλεγε για τον Ξαρχάκο ο μεγάλος Μάνος Χατζηδάκης τον Νοέμβριο του 1992. : «Τον ξεχώρισα από τη στιγμή που πρωτοφάνηκε κι εξακολουθώ να τον ξεχωρίζω σ΄ ό,τι κι αν κάνει. Ελπίζω να μείνει απερίσπαστος και να εξακολουθήσει τη μουσική του παρουσία στο τραγούδι. Γιατί το τραγούδι είναι ακριβό και οι άξιοι οφείλουν να το υπηρετούν μέχρι το τέλος». Μην ανησυχείς Μάνο, ο Σταύρος είναι πάντα εδώ, κάθε χρόνο και καλύτερος, πιο δημιουργικός, πιο γόνιμος, να προσφέρει ποιότητα και γνησιότητα στον πολιτισμό μας, στην ζωή μας, στη χώρα μας.
Πριν από αρκετές δεκαετίες, ο μικρός Σταύρος άκουγε ρεμπέτικα και λαϊκά σε μια ταβέρνα, κοντά στο σπίτι του στα Εξάρχεια από τρεις πλανόδιους μουσικούς. Από τη γιαγιά του άκουγε καντάδες και επτανησιακά τραγούδια. Τις Κυριακές, στη Ζωοδόχο Πηγή έψελνε ντυμένος παπαδάκι. Με αυτά τα βιώματα, σκληρή δουλειά, τελειομανία, απαράμιλλο ταλέντο και βαθιά παιδεία ο μικρός Σταύρος έγινε ο μεγάλος Ξαρχάκος. Μεγάλος αλλά πάντα νέος στην ψυχή και όχι μόνο. Αρκεί να τον δείτε να διευθύνει την ορχήστρα του!
Σταύρο Ξαρχάκο σε ευγνωμονούμε για όσα μας προσέφερες, για όσα μας προσφέρεις και για όσα θα μας προσφέρεις ακόμα. Στον ζοφερό ορίζοντα της εποχής μας με τις παγκόσμιες προκλήσεις του πολέμου, της κλιματικής αλλαγής, των κοινωνικών ανισοτήτων, έχουμε όλοι περισσότερο ανάγκη από ποτέ, να ακούσουμε «κάντε υπομονή κι ο ουρανός θα γίνει πιο γαλανός».
Σταύρος Ξαρχάκος : ΝΥΝ και ΕΣΑΕΙ