Η τελευταία περίοδος της θητείας της κυβέρνησης «συγκεντρώνει όλες τις προϋποθέσεις για να είναι η πλέον γόνιμη και επωφελής για την οικονομία και τη κοινωνία»: το μήνυμα αυτό στέλνει μέσω συνέντευξής του ο Πάνος Σκουρλέτης, ο οποίος όμως αφήνει και αιχμές για τον κυβερνητικό εταίρο Πάνο Καμμένο.
«Είναι σαφές πως η κυβέρνηση επιδιώκει να εξαντλήσει τη τετραετία διότι αντιλαμβάνεται πως αυτή η τελευταία περίοδος της θητείας της συγκεντρώνει όλες τις προϋποθέσεις για να είναι η πλέον γόνιμη και επωφελής για την οικονομία και τη κοινωνία. Κατά συνέπεια η προσφυγή στις κάλπες το προσεχή Μάιο θα περιορίσει αυτή τη θετική κατά τα αλλά περίοδο για τη χώρα», δηλώνει ο γραμματέας της Κ.Ε. του ΣΥΡΙΖΑ στην «Εφημερίδα των Συντακτών» , για να προσθέσει ειδικά για τη στάση του υπουργού Εθνικής Άμυνας και προέδρου των Ανεξαρτήτων Ελλήνων: «Υπό αυτή την έννοια δεν αντιλαμβάνομαι τις τοποθετήσεις του κ. Καμένου που αντικειμενικά λειτουργούν υπονομευτικά ως προς το έργο της κυβέρνησης στη πιο παραγωγική για αυτήν περίοδο. Παρόλα αυτά νομίζω πως ακόμη και από την παρούσα Βουλή υπάρχουν οι απαιτούμενοι συσχετισμοί που θα επιτρέψουν στη κυβέρνηση να ολοκληρώσει το έργο της. Δεν υποτιμώ βέβαια πως οι συνεχείς δηλώσεις εκ μέρους του κυβερνητικού μας εταίρου μας αποπροσανατολίζουν και κατασπαταλούν το πολιτικό μας κεφάλαιο».
Σε ερώτημα της εφημερίδας για την αξιωματική αντιπολίτευση, ο γραμματέας του ΣΥΡΙΖΑ αναφέρει: «Φαίνεται πως παρόλο που ο σημερινός πρόεδρος της ΝΔ λέγεται Κυριάκος Μητσοτάκης η βελόνα κόλλησε στην εποχή του Αντώνη Σαμαρά. Η βαθιά συντηρητική και ακροδεξιά ρητορική έχει πλέον γίνει κυρίαρχη στη σημερινή ΝΔ. Πρόκειται για μια επικίνδυνη συνειδητή πολιτική επιλογή εκ μέρους της ηγεσίας της ΝΔ που νομιμοποιεί πολιτικά την ακροδεξιά και δημιουργεί φοβικά σύνδρομα σε μεγάλα τμήματα της κοινωνίας».
Ερωτηθείς για την προσπάθεια ανασύνταξης του ΣΥΡΙΖΑ, ο Π. Σκουρλέτης απαντά ότι «δεν επιδιώκουμε να γίνουμε ένα κόμμα σαν και αυτά που ήταν τα πάλε ποτέ κόμματα του δικομματισμού, δηλαδή κόμμα οπαδών που λειτουργούσαν ως πελατειακά δίκτυα. Δεν υποτιμάμε τη κρίση του κομματικού φαινομένου, για αυτό και αναζητούμε νέες μορφές επικοινωνίας ιδιαίτερα με τους νέους ανθρώπους. Όπως βλέπεται έχουμε πολύ δουλειά μπροστά μας. Δεν είναι εύκολη υπόθεση η οικοδόμηση ενός ανοιχτού, μαζικού κόμματος της αριστεράς στην εποχή μας».
Τέλος, για εκείνους που έφυγαν από το ΣΥΡΙΖΑ το 2015, διευκρινίζει ότι «δεν έφυγαν όλοι ασκώντας την ίδια κριτική. Υπήρχαν δυνάμεις μέσα στο ΣΥΡΙΖΑ που είχαν μια διαφορετική στρατηγική θεώρηση των πραγμάτων, ιδιαίτερα στο θέμα της Ευρώπης ή ακόμα και του ρόλου της αριστεράς σε συνθήκες ανάληψης της διακυβέρνησης. Προφανώς οι διάφορες μας με τους συγκεκριμένους συντρόφους παραμένουν μεγάλες. Δεν είναι όμως έτσι για τους περισσότερες που αποστασιοποιήθηκαν από το 2015 και μετά. Αυτοί οι τελευταίοι αποτελούν ένα πολύτιμο πολιτικό προσωπικό με το οποίο έχουμε πάρα πολλά να κάνουμε και να πούμε στην από εδώ και πέρα περίοδο. Έχουμε ανάγκη ως πολιτικός χώρος από τις επισημάνσεις τους και τη συμβολή τους, όπου είναι δυνατό. Με δυο λόγια πιστεύω στην ανάγκη ενός πολύμορφου διαλόγου και στην ανάγκη εξεύρεσης μιας σχέσης επικοινωνίας με όλο αυτό το κόσμο που διατηρεί τις ευαισθησίες του, την κινηματική του πρακτική και τον ριζοσπαστισμό του».