Με αφορμή τη γιορτή του αγίου Χαράλαμπου θα κάνουμε ένα ταξίδι. Θα ταξιδέψουμε πίσω στο χρόνο με τα «φτερά» της μουσικής. Με ένα τραγούδι θρύλο, τον «Χαραλάμπη », σύμφωνα με το οποίο ήθελαν να παντρέψουν τον απαθανατιζόμενο άνθρωπο με το ζόρι, ενώ αυτός διαμαρτύρεται και αναρωτιέται αν γίνεται «με το ζόρι παντρειά;».
Το δημώδες άσμα δε μας πληροφορεί αν ο Χαραλάμπης αρκέστηκε στη διαμαρτυρία «Δεν τη θέλω – θα την πάρεις./ Αλλα λόγια πέστε, ρε παιδιά./ Τι καμώματα είναι τούτα,/ με το ζόρι παντρειά;», ή αν, τελικά, επείσθη από τα προτερήματα της νύφης, «Ελα, βρε Χαραλάμπη , κι είναι νοικοκυρά, ζυμώνει, μαγειρεύει το μήνα μια φορά» ή υπέκυψε στο δέλεαρ «να φάμε και να πιούμε και να χορέψουμε» και μαζί με τον Ησαΐα χόρεψε και έναν τσάμικο…
Ο «Χαραλάμπης» σατιρίζει κωμικές καταστάσεις, που σχετίζονταν με το γάμο (δυο – τρεις αιώνες πριν), ο οποίος δεν ήταν πάντα όπως τον γνωρίζουμε σήμερα. Ο άνθρωπος ξεκίνησε από τον ομαδικό γάμο, πέρασε στον ζευγαρωτό και, με την εμφάνιση της ατομικής ιδιοκτησίας, κατέληξε στη μονογαμία και στην κυριαρχία του άντρα στην κοινωνία. Ηταν μια πορεία σταδιακής αφαίρεσης της σεξουαλικής ελευθερίας της γυναίκας, που αναδεικνύεται σιγά σιγά σε «εργαζόμενη μητέρα και καλή νοικοκυρά» σαν τη «Μαίρη Παναγιωταρά». Αυτή η εξέλιξη των μορφών συμβίωσης δεν είναι τυχαία, αντανακλά το επίπεδο ανάπτυξης του ανθρώπου και των παραγωγικών σχέσεων.
Και απ’ τον ομαδικό και απ’ το ζευγαρωτό γάμο, δε λείπουν οι «γόηδες» και τα επιλεκτικά ζευγαρώματα μονιμότερου χαρακτήρα, ούτε τα απαραίτητα περιθώρια που επιτρέπουν μια σχετική ισορροπία ώστε να μην ξεσηκώνονται παράπονα και συγκρούσεις. Πάντως, ήταν όλοι τους από «πεποίθηση» γυμνιστές, αιμομείκτες και μοιχοί, μέχρι που περάσανε στις …απαγωγές και στα προξενιά. Διαμορφώθηκαν και τα αντίστοιχα κοινωνικά πρότυπα για τον άντρα και τη γυναίκα. Σκοπός κάθε γυναίκας, πλέον, να γεννοβολήσει πεντέξι παιδιά για να διαιωνίσουν το πατρικό όνομα και να κληρονομήσουν την περιουσία. «Ως πότε να ‘σαι ανύπαντρη για να βροντά η ποδιά σου, να παντρευτείς, να γκαστρωθείς για να φανεί η λεβεντιά σου»…
«Με το ζόρι παντρειά»
«Στα χωριά της Αττικής (και αλλού), είχαν συνήθεια να παντρεύονται και με τη βία. Αυτό γινόταν με το εξής σύστημα: Τ’ αδερφοξαδέρφια της κόρης στήναν “παγίδα” σ’ έναν καλό νέο που ήθελαν να τον κάνουν γαμπρό.
Τον παράσερναν σε μια από τις ταβέρνες του χωριού, δήθεν, για να τον κεράσουν ένα ποτήρι κρασί. Εκεί πίνοντας και τρώγοντας, τον έκαναν τύφλα στο μεθύσι και με “τρόπο” τον πήγαιναν στο σπίτι της οικογένειας της κοπέλας, την οποία ήθελαν να αρραβωνιάσουν. Μόλις έμπαινε στην αυλή ο …υποψήφιος γαμπρός, οι συγγενείς της κόρης αμπαρώναν με το μάνταλο την εξώπορτα κι άρχιζαν να πυροβολούν στον αέρα, για να τους ακούσουν οι γείτονες: “Να μας ζήσουν”, “Αρραβώνες έχουμε”, “Αρραβωνιάσαμε τη Λενιώ μας”.
Οταν ξεμέθαγε ο νέος, ήταν πια πολύ αργά. Βρισκόταν μέσα στο σπίτι της …αρραβωνιαστικιάς του! Ηθελε, δεν ήθελε, θα την έπαιρνε γυναίκα του. Αν μπορούσε, ας έκανε κι αλλιώς. Κινδύνευε η ζωή του, αφού …είχε πάει στο σπίτι της κόρης να τη ζητήσει σε γάμο, σύμφωνα με το θέατρο που του έπαιξαν και το χωριό άκουσε τους χαρμόσυνους πυροβολισμούς κι έμαθε τους αρραβώνες» («Το Λεξικό της Λαϊκής Σοφίας», Τάκη Νατσούλη).
Μ’ αυτόν τον τρόπο, οι χωρικοί της Αττικής, σαν πρακτικοί άνθρωποι που ήταν, απέφευγαν συνήθως, να υποβληθούν στη διαδικασία του προξενιού.
Γάμος με προξενιό
Ο έρωτας, που «δεν είν’ ανθός, μαζί του για να παίξεις/ Μον’ είναι βάτος μ’ αγκαθιές κι αλίμονό σου αν μπλέξεις», μένει ανεκπλήρωτος και γίνεται τραγούδι και μολόημα. Οι γάμοι στην Αθήνα, όπως και στις επαρχίες, γίνονταν με συνοικέσιο. Ο τρόπος με τον οποίο τελούνταν τα συνοικέσια αποτελεί μια, εκ πρώτης όψεως, παράδοξη σελίδα του βίου των νεοελλήνων.
Το διπλωματικό αυτό έργο έφερναν σε πέρας οι πασίγνωστες εξ επαγγέλματος προξενήτρες, σπανίως στέλνονταν προξενητάδες. Σπάνιοι ήταν οι γάμοι με άμεση συνεννόηση των οικογενειών (χωρίς προξενιά).
Τα καθήκοντα της προξενήτρας δεν ήταν τυχαία. Εργο της ήταν να εξυψώσει τα υλικά, σωματικά και ηθικά προτερήματα του νέου και να εξάρει την ομορφιά της νύφης (αφού ο δυστυχής γαμπρός δεν μπορούσε να δει τη νύφη). Επρεπε να φέρει σε πέρας το έργο της χωρίς να μπορεί κανείς να την κατηγορήσει μετά ότι είπε ψέματα. Εκεί κρινόταν η επιδεξιότητά της και η πονηριά της. Το πετύχαινε αυτό, είτε λέγοντας μισές αλήθειες, είτε με το διφορούμενο τρόπο που μιλούσε. Ελεγε η προξενήτρα ότι «ο γαμπρός αν πάρει έχει στάρι, αν πάρει έχει κριθάρι» (αν πάρει, παράφραση της λέξης αμπάρι) και οι γονείς της νέας υπέθεταν ότι ο γαμπρός έχει αμπάρια γεμάτα σιτάρι και κριθάρι.
Αν η πρόταση της προξενήτρας γινόταν αποδεκτή, τότε πήγαινε στο σπίτι της νύφης σε προκαθορισμένη ημέρα και λάμβανε την «κόπια», δηλαδή τη σημείωση των προικώων, την οποία παρέδιδε στην οικογένεια του γαμπρού για να κάνουν τις παρατηρήσεις τους.
Η μη αποδοχή της πρότασης της προξενήτρας γινόταν με εύσχημο τρόπο, συνήθως με τις φράσεις «καλός και άξιος, δε σου λέω, μα δεν έχουμε καιρό», «αν είναι της τύχης θα γίνει» κλπ. Για να αποφύγουν τις επιπτώσεις από τη δυσαρέσκεια της προξενήτρας. Ιδίως της εξ επαγγέλματος, την κακογλωσσιά της οποίας πολύ φοβούνταν. Μπορούσε να διαδώσει οτιδήποτε για την κόρη τους και να γίνει πιστευτή.
Πάντως, ήταν σπάνια η απόρριψη της πρότασης της προξενήτρας. Τότε συνήθως ακολουθούσε το «κλέψιμο» της νέας.
«Νύφη άπροικος παρρησίαν ουκ έχει»
Οι δύο νέοι αντιπροσωπεύουν τα συμφέροντα των οικογενειών και ο γάμος γίνεται με βάση το συμφέρον των οικογενειών και όχι την επιθυμία των προσώπων. Είναι το μέσο για τη διαιώνιση του πατρικού ονόματος και τη μεταβίβαση της γονικής περιουσίας, ως κληρονομιά στα αγόρια και ως προίκα στα κορίτσια.
Η προίκα έπρεπε να είναι ανάλογη της κοινωνικής θέσης του γαμπρού. Περιλάμβανε κτήματα, άλλα ακίνητα, ζώα, χρηματικό ποσό, έπιπλα, οικιακά σκεύη, είδη ιματισμού και ένδυσης, και τιμαλφή που δώριζαν οι γονείς στη νύφη. Ολα αυτά καταγράφονταν στην «κόπια», η οποία άρχιζε με τη φράση: «Και δίδω εις την κόρη μου…» και ακολουθούσε ο κατάλογος των προικώων διηρημένων στα πατρικά και μητρικά. Η «κόπια» έκλεινε με την ευχή των γονέων.
Μετά τη συμφωνία των γονέων για το σημαντικότερο στοιχείο του γάμου, την προίκα, οι συμπέθεροι έδιναν τα χέρια και εκεί έληγε η υπηρεσία της γενναιόδωρα ανταμειβόμενης προξενήτρας. Τα υπόλοιπα ήταν έργο του συμβολαιογράφου, του παπά και του …κυρ Μέντιου, «Και γι’ αυτόνε τον ερίφη/ εκουβάλησα τη νύφη/ και την προίκα της βουνό,/την τιμή της ουρανό!».
Αν τώρα, μετά το γάμο, έπεφτε ο ουρανός στο κεφάλι του γαμπρού όταν ανακάλυπτε ότι η νύφη δεν ήταν παρθένα (!!!) τότε ο πατέρας της νύφης έδινε στον γαμπρό ένα επιπλέον κτήμα, το απανωπροίκι… και αποκαθιστόταν η …τιμή της νέας.
Η προίκα για τις φτωχές λαϊκές οικογένειες ήταν δυσβάσταχτη και γι’ αυτό η γέννηση του κοριτσιού θεωρούνταν συμφορά. Καταργήθηκε το 1983.
«Ο φτωχός φτωχήν επήρε…»
Με δεδομένο ότι τα παιδιά ήταν οι κληρονόμοι της πατρικής περιουσίας, ο γάμος καθοριζόταν από την ταξική θέση των νεόνυμφων και ήταν γάμος συναλλαγής. Γινόταν μεταξύ προσώπων της ίδιας τάξης, «ο φτωχός φτωχήν επήρε και ο θεός πολλά καλά τους έδωσε». Οι φτωχοί ήλπιζαν είτε στη …γενναιοδωρία του θεού, είτε στη βελτίωση της κοινωνικής θέσης των παιδιών τους με έναν καλό γάμο. «Σε πλούσιο σπίτι το παιδί σου βάλε και προίκα μη γυρεύεις», έλεγε ο λαός, κατανοώντας την παντοδυναμία του πλούτου. Σπανιότατος, όμως, ένας τέτοιος γάμος.
Κάποιες φορές ο λαός θεωρεί το κάλλος προτιμότερο της προίκας, «τι τα θες τα χίλια πέρπερα (νομίσματα) και κακοειδή (κακοήθη) γυναίκα, τα χίλια πέρπερα πετούν και η κακοειδή …πομένει». Περισσότερες, όμως, είναι οι παροιμίες που μυκτηρίζεται ο οικογενειακός βίος ωραίων, αλλά πενήτων συζύγων και αυτές που εξαίρουν την ευδαιμονία των άσχημων, αλλά πλούσιων συζύγων.
Ο γάμος γινόταν μεταξύ συντοπιτών, διότι έτσι αυξανόταν η ισχύς των οικογενειών και μπορούσε να γίνει ευκολότερα η μεταβίβαση της πατρικής περιουσίας. «Παπούτσι από τον τόπο σου και ας είναι μπαλωμένο», λέει ο λαός, συνεχίζοντας το Ησιόδειο «τη δε μάλιστα γαμείν ήτις σέθεν εγγύθι ναίει» (παντρεύεται κυρίως αυτή που κατοικεί κοντά του) και τον αθηναϊκό νόμο που απαγόρευε στον Αθηναίο πολίτη να παντρευτεί ξένη.