Την ανάγκη να παραμείνει η Ελλάδα προσηλωμένη στη δημοσιονομική σταθερότητα και τη συνεχιζόμενη μείωση του δημοσίου χρέους της και ταυτόχρονα να διεκδικήσει ίση μεταχείριση στο πλαίσιο των διαδικασιών ενίσχυσης των αμυντικών δαπανών στην Ευρωπαϊκή Ένωση, τονίζεται σε ερευνητικό σημείωμα που εξέδωσε το Γραφείο Προϋπολογισμού του Κράτους στη Βουλή .
Υπογραμμίζεται, ακόμα, ότι το σχέδιο «ReArm Europe» δεν πρέπει να εκληφθεί ως ανατροπή της δημοσιονομικής πειθαρχίας, αλλά ως μία μοναδική ευκαιρία για την αντικατάσταση εθνικών πόρων με κοινή ευρωπαϊκή χρηματοδότηση. Αυτό το νέο χρηματοδοτικό εργαλείο θα μπορούσε να αξιοποιηθεί για την υποστήριξη σχεδιασμένων αμυντικών δαπανών, καθώς και για την ανάπτυξη της αμυντικής βιομηχανίας τόσο της ΕΕ όσο και της Ελλάδας.
Eπισημαίνεται ότι η ανάγκη ενίσχυσης της άμυνας σε ευρωπαϊκό επίπεδο δημιουργεί μία σημαντική δημοσιονομική πρόκληση για όλα τα κράτη-μέλη της ΕΕ, συμπεριλαμβανομένης της Ελλάδας, η οποία διαχρονικά διαθέτει μεγαλύτερο ποσοστό του ΑΕΠ στην άμυνα σε σύγκριση με άλλες ευρωπαϊκές χώρες. Είναι χαρακτηριστικό ότι το 2022 οι αμυντικές δαπάνες της χώρας μας ανήλθαν στο 2,6% του ΑΕΠ, υπερκαλύπτοντας σταθερά τον στόχο του ΝΑΤΟ για δαπάνες ύψους τουλάχιστον 2% του ΑΕΠ και ενώ ο ευρωπαϊκός μέσος όρος ήταν μόλις 1,3% του ΑΕΠ. «Σε αυτή τη δημοσιονομική άσκηση δεν πρέπει να υπάρχουν νικητές και ηττημένοι.
Για να κερδίσει έδαφος το σχέδιο της Επιτροπής, η πλειοψηφία των κρατών-μελών της ΕΕ θα πρέπει να αυξήσει τις αμυντικές δαπάνες της. Ταυτόχρονα, τα κράτη-μέλη της ΕΕ που έχουν ιστορικά διαθέσει στην άμυνα υψηλό ποσοστό του ΑΕΠ τους (όπως η Ελλάδα, η Πολωνία, η Εσθονία, η Λιθουανία και η Φινλανδία), με αντίτιμο τις μειωμένες δημόσιες δαπάνες σε άλλους τομείς, πρέπει να τύχουν δίκαιης μεταχείρισης. Είναι προς το συμφέρον της Ελλάδας, που αποτελεί ήδη μία από τις χώρες με τις υψηλότερες αμυντικές δαπάνες στην ΕΕ, να υποστηρίξει ότι οι σχεδιασμένες αμυντικές δαπάνες από χώρες που παραδοσιακά διαθέτουν υψηλότερο ποσοστό του ΑΕΠ τους στην άμυνα σε σχέση με τον ευρωπαϊκό μέσο όρο θα πρέπει να αντιμετωπιστούν με τον ίδιο τρόπο που θα αντιμετωπιστούν οι χώρες με ιστορικά χαμηλές δαπάνες οι οποίες θα αυξήσουν τις αμυντικές δαπάνες τους».
Ταυτόχρονα, αναδεικνύεται η ανάγκη «να κάνει η Ευρώπη ως σύνολο ένα τολμηρό βήμα προς τη συμφωνία έκδοσης κοινού χρέους, πέρα από το χαρτοφυλάκιο των 150 δισ. ευρώ που ανακοινώθηκε στο σχέδιο ReArm Europe», δεδομένου ότι μεσοπρόθεσμα καμία χώρα δεν μπορεί από μόνη της να αυξήσει τις αμυντικές δαπάνες της με αξιοπιστία, χωρίς να θέσει σε αμφισβήτηση τη δημοσιονομική σταθερότητά της.
Στο σημείο αυτό, σχολιάζεται ότι ο ρόλος της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας (ΕΚΤ) στη στήριξη των αγορών ευρωπαϊκών ομολόγων θα είναι επίσης καθοριστικός, εάν ενταθούν εκ νέου οι κίνδυνοι αναταράξεων και κατακερματισμού, «όμως σε περίπτωση νέων πληθωριστικών σοκ ενδέχεται να προκύψουν επιπλοκές που θα μπορούσαν να περιορίσουν την ικανότητα της ΕΚΤ να προσφέρει νομισματικά μέτρα τόνωσης».
Το σημείωμα, με τίτλο «Δημοσιονομικός Χώρος και Εξελίξεις στην Αγορά Κρατικών Ομολόγων σε Επιλεγμένες Ευρωπαϊκές Οικονομίες», υπογράφεται από τον καθηγητή Οικονομικών στην Business School του Πανεπιστημίου του Έσσεξ, Αλέξανδρο Κοντονίκα, και τον συντονιστή του Γραφείου Προϋπολογισμού του Κράτους στη Βουλή, καθηγητή Οικονομικών στην Adam Smith Business School του Πανεπιστημίου της Γλασκόβης, Γιάννη Τσουκαλά.
Πρόκειται για την πρώτη έκδοση μιας σειράς σημειωμάτων που θα δημοσιεύει το Γραφείο Προϋπολογισμού για επίκαιρα οικονομικά θέματα, επικεντρωμένα κυρίως σε ευρωπαϊκές εξελίξεις που έχουν άμεσο αντίκτυπο στην ελληνική οικονομία. Ταυτόχρονα, αναδεικνύεται η ανάγκη «να κάνει η Ευρώπη ως σύνολο ένα τολμηρό βήμα προς τη συμφωνία έκδοσης κοινού χρέους, πέρα από το χαρτοφυλάκιο των 150 δισ. ευρώ που ανακοινώθηκε στο σχέδιο ReArm Europe», δεδομένου ότι μεσοπρόθεσμα καμία χώρα δεν μπορεί από μόνη της να αυξήσει τις αμυντικές δαπάνες της με αξιοπιστία, χωρίς να θέσει σε αμφισβήτηση τη δημοσιονομική σταθερότητά της.
Στο σημείο αυτό, σχολιάζεται ότι ο ρόλος της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας (ΕΚΤ) στη στήριξη των αγορών ευρωπαϊκών ομολόγων θα είναι επίσης καθοριστικός, εάν ενταθούν εκ νέου οι κίνδυνοι αναταράξεων και κατακερματισμού, «όμως σε περίπτωση νέων πληθωριστικών σοκ ενδέχεται να προκύψουν επιπλοκές που θα μπορούσαν να περιορίσουν την ικανότητα της ΕΚΤ να προσφέρει νομισματικά μέτρα τόνωσης».
Αναλύοντας στοιχεία της αγοράς κρατικών ομολόγων της Ελλάδας και άλλων 9 ευρωπαϊκών χωρών (Βέλγιο, Γαλλία, Γερμανία, Ιρλανδία, Ισπανία, Ιταλία, Ολλανδία, Πορτογαλία, Φινλανδία) από το Α΄ τρίμηνο του 2004 έως το Β΄ τρίμηνο του 2024 και συγκρίνοντας δεδομένα για τον δημοσιονομικό χώρο στα παραπάνω κράτη κατά την περίοδο από το Α΄ τρίμηνο του 2016 έως το Γ΄ τρίμηνο του 2024, το σημείωμα διαπιστώνει ότι η Ελλάδα κατέγραψε σημαντική πρόοδο στο πεδίο της δημοσιονομικής προσαρμογής, επιτυγχάνοντας πρωτογενή πλεονάσματα επί σειρά ετών και μειώνοντας τον λόγο χρέους προς ΑΕΠ κατά 54,8 ποσοστιαίες μονάδες από το 2021.
Ωστόσο, η χώρα βρίσκεται αντιμέτωπη με ένα μεταβαλλόμενο ευρύτερο ευρωπαϊκό περιβάλλον το οποίο περιλαμβάνει αυξημένες ανάγκες αμυντικών δαπανών, δασμούς και οξυμένη γεωπολιτική αβεβαιότητα. «Η δημοσιονομική επίδοση της Ελλάδας υπήρξε εντυπωσιακή, αλλά οι τελευταίες εξελίξεις στην Ευρώπη επιβάλλουν διαρκή επαγρύπνηση», υπογραμμίζουν οι κ. Κοντονίκας και Τσουκαλάς. Πηγή: Protagon.gr