Αντίστροφα μετρούν στις τράπεζες τον χρόνο ως την ολοκλήρωση της αξιολόγησης έχοντας το βλέμμα στραμμένο στο Eurogroup της 9ης Μαΐου, καθώς το εγχώριο χρηματοπιστωτικό σύστημα «καίγεται» για να πάρει η Ελλάδα το «ΟΚ» των δανειστών. Η όποια καθυστέρηση στην συμφωνία μεταξύ Αθήνας και θεσμών συντηρεί την αγωνία των τραπεζών για την ρευστότητά τους σε μία κρίσιμη γι αυτές περίοδο.
Πρώτα από όλα επείγονται, διότι μόλις ολοκληρωθεί η αξιολόγηση αναμένεται να επαναφέρει ο Μάριο Ντράγκι το «waiver» για τις ελληνικές τράπεζες. Δηλαδή, την δυνατότητα να γίνονται δεκτά τα ελληνικά κρατικά ομόλογα τα οποία κατέχουν για την χορήγηση ρευστότητας.
Ένας δεύτερος λόγος είναι η επιδιωκόμενη ανάκτηση της εμπιστοσύνης αφενός των επενδυτών, καθώς οι τραπεζικές μετοχές έχουν βρεθεί τον τελευταίο καιρό στα χαμηλότερα επίπεδά τους και αφετέρου των αποταμιευτών.
Η αναμονή των τραπεζών για το «πράσινο φως» εκ μέρους των δανειστών συμπίπτει με ένα κρίσιμο «timing» και για δύο ακόμη λόγους πους σχετίζονται με την προσπάθεια εξυγίανσής τους:
Πρώτον, επειδή έχει μειωθεί περίπου κατά 22% ή κατά 20 δισεκ. ευρώ από τα υψηλότερα επίπεδά της η έκθεσή τους στο ELA και πλέον αυτή έχει συμπιεσθεί κάτω των 70 δισεκ. ευρώ.
Δεύτερον, διότι στην προσπάθειά τους να εξορθολογισθούν οι συνθήκες ρευστότητάς τους, οι τράπεζες επιδιώκουν να περιορίσουν ή και μηδενίσουν την κατοχή των ακριβών» ομολόγων του ν.3723/2008 (τα λεγόμενα «Ομόλογα Αλογοσκούφη») όπως έδειξε και η σχετική κίνηση της Τράπεζας Πειραιώς η οποία «απαλλάχθηκε» από ομόλογα ονομαστικής αξίας 1,75 δισεκ. ευρώ από τα οποία αντλούσε ρευστότητα περίπου 1 δισεκ. ευρώ. Οι υπόλοιπες τράπεζες Alpha, Εθνική και Eurobank υπολογίζεται ότι κατέχουν περί τα 20 δισεκ. ευρώ με τα οποία αντλούν ρευστότητα περίπου 11 δισεκ. ευρώ.Υπενθυμίζεται ότι το 2008, με νόμο του τότε υπουργού Οικονομικών Γ. Αλογοσκούφη, διαμορφώθηκε ένας μοχλός κρατικής υποστήριξης των τραπεζών ώστε να εξασφαλίσουν ρευστότητα και να θωρακισθούν από τις συνέπειες της διεθνούς οικονομικής κρίσης. Όλες οι ελληνικές τράπεζες έκαναν χρήση και των τριών εργαλείων που προέβλεπε ο νόμος για την ενίσχυση της ρευστότητάς τους. Ο νόμος έχει πάρει έκτοτε διαδοχικές παρατάσεις λόγω της κρίσης και ειδικά μετά τον αποκλεισμό του Δημοσίου και των ελληνικών τραπεζών από τις διεθνείς αγορές και την φυγή καταθέσεων.
Οι «εξυγιαντικές» αυτές κινήσεις αφενός της έκθεσής τους στον ELA και αφετέρου της απαλλαγής των ομολόγων του νόμου του 2008 πραγματοποιήθηκαν μετά από επίπονες προσπάθειες που κορυφώθηκαν με την τελευταία ανακεφαλαιοποίηση των ελληνικών τραπεζών και ως εκ τούτου ένα οποιοδήποτε «πισωγύρισμα» στις σχέσεις Αθήνας – δανειστών θα ήταν ολέθριο για το τραπεζικό σύστημα ακριβώς την στιγμή που παίρνει τις πρώτες βαθιές του ανάσες από το 2010. Και γίνεται έτσι αντιληπτό το γιατί της «καίει» τις τράπεζες το "θρίλερ" της διαπραγμάτευσης που στην ουσία ισοδυναμεί για τις ίδιες με «θρίλερ ρευστότητας».
Το στίγμα όμως της κρισιμότητας δίνει και η ΕΚΤ και είναι χαρακτηριστικό ότι η επικεφαλής του εποπτικού βραχίονα της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας Daniele Nouy επεσήμανε σε συνέντευξή της σε ολλανδική εφημερίδα τα προβλήματα που εκλήθησαν να αντιμετωπίσουν οι ελληνικές τράπεζες εξαιτίας της πολιτικής αναταραχής. Για να υπενθυμίσει ότι αν και κάποιες ευρωπαϊκές τράπεζες βρίσκονται ακόμα σε φάση ανάκαμψης μετά την κρίση, πλέον είναι ασφαλέστερες σε σχέση με το παρελθόν. Οποιαδήποτε επανάληψη του καλοκαιριού του 2015, στις τράπεζες, έστω και ανακεφαλαιοποιημένες, θα αποβεί βάρος καθώς δεν αποκλείεται, εάν η αξιολόγηση τραβήξει εις μάκρος να παρατηρηθεί αισθητή συρρίκνωση των καταθέσεων, κάτι που για τον απλό πολίτη σημαίνει στο λιγότερο κακό σενάριο μια απλή χρονική μετάθεση της άρσης των capital controls.