Σε αδιέξοδο κατέληξε η χθεσινή πεντάωρη τηλεδιάσκεψη μεταξύ της κυβέρνησης και των θεσμών η οποία είχε ως κεντρικό θέμα τα αναδρομικά του ΕΚΑΣ και τα εγγυημένα από το Δημόσιο «κόκκινα δάνεια». Οι δύο πλευρές δεν κατάφεραν να «γεφυρώσουν» τις διαφορές που τις χωρίζουν πάνω στα δύο αυτά ζητήματα που ξαφνικά φαίνεται να εξελίσσονται σε μεγάλα «αγκάθια» της διαπραγμάτευσης.
Πληροφορίες αναφέρουν ότι η συζήτηση με τους εκπροσώπους των θεσμών έγινε μέσα σε ένα «βαρύ» κλίμα, με τους Ευκλείδη Τσακαλώτο, Γιώργο Σταθάκη και Γιώργο Κατρούγκαλο να συζητούν μόνο επιμέρους νομοτεχνικές βελτιώσεις και όχι για αλλαγές άρθρων του πολυνομοσχεδίου.
«Μην μας βάζετε, τώρα, να φέρουμε νέα άρθρα στην Βουλή μετά τα όσα ψηφίσαμε», φέρεται να είπαν και οι τρεις υπουργοί στους Ντέκλαν Κοστέλο από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή, Ράσμους Ρέφερ από την ΕΚΤ, Νικόλα Τζαμαριόλι από τον ESΜ και Ντέλια Βελκουλέσκου από το ΔΝΤ.
Μάλιστα, η εξαγγελία του πρωθυπουργού, Αλέξη Τσίπρα ότι δεν θα επιστραφούν τα χρήματα του ΕΚΑΣ από τους δικαιούχους που τα έλαβαν συνιστά «κόκκινη γραμμή» για την κυβέρνηση παρά την «τρύπα» 70 εκατ. ευρώ που δημιουργείται. Σύμφωνα με πληροφορίες, η πρόταση που υπέβαλε ο Γιώργος Κατρούγκαλος είναι να καλυφθεί λογιστικά αυτό το ποσό με τρόπο τέτοιο που να μην επιβαρύνεται ο προϋπολογισμός του υπουργείου Εργασίας αλλά το πλεόνασμα ή το αποθεματικό του προϋπολογισμού. Δεν υπήρξε απάντηση από την πλευρά των θεσμών, ούτε καν δείγμα για τον αν συμφωνούν με την συγκεκριμένη πρότασης, ωστόσο κυβερνητικά στελέχη επισημαίνουν ότι ο πρωθυπουργός έχει δεσμευτεί και η κυβέρνηση δεν μπορεί να κάνει πίσω. Όπως έχει ήδη τοποθετηθεί ο Ευκλείδης Τσακαλώτος το ΕΚΑΣ δεν θα ζητηθεί αναδρομικά πίσω ή, αν αυτό συμβεί, θα αποζημιωθούν οι συνταξιούχοι είτε από το Ταμείο Κοινωνικής Αλληλεγγύης που διαβεβαίωσε ότι θα συσταθεί είτε με άλλον τρόπο.
Σε πολεμικό κλίμα πραγματοποιήθηκε και η συζήτηση για τα «κόκκινα δάνεια» με τους δανειστές να απαιτούν την πώληση σε funds ακόμη και αυτών που έχουν χορηγηθεί με εγγύηση του Ελληνικού Δημοσίου. Πρόκειται κυρίως για δάνεια που έλαβαν ΔΕΚΟ, Οργανισμοί Τοπικής Αυτοδιοίκησης αλλά και ιδιώτες επιχειρήσεις τα οποία ανέρχονται συνολικά στα 13,7 δισ. ευρώ. Εξ αυτών, υπολογίζεται ότι περίπου 1,5 δισ. ευρώ είναι μη εξυπηρετούμενα και η μεταβίβασή τους, όπως υποστηρίζει η κυβέρνηση εγκυμονεί σοβαρά κινδύνους στο να αλλάξουν «χέρια».
Ο υπουργός Οικονομίας Γιώργος Σταθάκης μετέφερε την θέση ότι η κυβέρνηση δεν συναινεί στην ελεύθερη πώλησή τους ιδιαίτερα μετά την επιβάρυνση που προκαλεί η πώληση τους στον κρατικό κορβανά και το δημοσιονομικό «κενό» που δημιουργεί στον προϋπολογισμό.
Δεν θα ακολουθήσει άλλη τηλεδιάσκεψη σε πολιτικό επίπεδο με τους θεσμούς παρά μόνο σε επίπεδο τεχνικών κλιμακίων, ενώ οι όποιες νομοθετικές βελτιώσεις αποφασιστούν, θα κατατεθούν μέχρι την Τετάρτη ή το αργότερο μέχρι την Πέμπτη.
Μετά το «τελεσίγραφο» των δανειστών η κυβέρνηση έχει βάλει φτερά στα ...πόδια της η οποία θα πρέπει μέχρι την συνεδρίαση του διοικητικού συμβουλίου της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας (ΕΚΤ) να κλείσει τα τελευταία προαπαιτούμενα από την πρώτη αξιολόγηση στην διάρκεια της οποίας θα αποφασιστεί ότι τα ελληνικά ομόλογα ξαναγίνονται αποδεκτά ως ενέχυρα για την παροχή ρευστότητας προς τις ελληνικές τράπεζες (waiver). Επιπλέον, όσο πιο γρήγορα κλείσουν οι εκκρεμότητες, τόσο ταχύτερα θα εγκριθεί η συμφωνία για τη δόση από τα εθνικά κοινοβούλια της ευρωζώνης.
Σε κάθε περίπτωση η Αθήνα θα έχει πρόσβαση σε αυτά τα λεφτά πιθανότατα στην εκπνοή του Ιουνίου τα οποία θα της επιτρέψουν να καλύψει τις τρέχουσες χρηματοδοτικές ανάγκες. Σημειώνεται ότι μετά τα 460 εκατ. ευρώ που κατέβαλε ο προϋπολογισμός για δάνεια και τόκους προς το ΔΝΤ, τον Ιούνιο ο «λογαριασμός» ανεβαίνει στα 705 εκατ. ευρώ, εκ των οποίων τα 306 εκατ. ευρώ. αποτελούν δόση προς το ΔΝΤ.
Ο Ιούλιος είναι πιο «καυτός» μήνας για το οικονομικό επιτελείο καθώς λήγουν υποχρεώσεις 3,666 δισ. ευρώ, εκ των οποίων τα 2,872 δισ. ευρώ αποτελούν ομόλογα (μαζί με τόκους) που κατέχουν η ΕΚΤ και οι εθνικές κεντρικές τράπεζες της ευρωζώνης, και τα οποία λήγουν στις 20 Ιουλίου. Τον ίδιο μήνα θα πρέπει να πληρωθεί μία ακόμη δόση 458 εκατ. ευρώ προς το ΔΝΤ.