Εξήντα χρόνια ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης με νέες προοπτικές

 
Εξήντα χρόνια ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης με νέες προοπτικές

Ενημερώθηκε: 24/03/17 - 10:23

Αρθρογράφος: Μαριέττα Γιανάκου

Συμπληρώνοντας εξήντα χρόνια από την υπογραφή της Συνθήκης της Ρώμης η Ευρωπαϊκή Ένωση οφείλει να κάνει έναν απολογισμό των πεπραγμένων, καθώς και μία επισκόπηση της στρατηγικής της για το μεσοπρόθεσμο διάστημα.

Κάθε βήμα προς την εμβάθυνση της ευρωπαϊκής ενοποίησης συνοδεύτηκε από αντιρρήσεις και δυσκολίες, οι οποίες συχνά έλαβαν τη μορφή μίας οπισθέλκουσας δύναμης. Κατά τη δεκαετία του 1960, o Charles De Gaulle διαφώνησε με τη μεταφορά νέων αρμοδιοτήτων στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή και τη συγκρότηση του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, καθώς και την ένταξη της Βρετανίας. Μία διαφωνία η οποία έφτασε στο σημείο της αποχής των Γάλλων από τις συνεδριάσεις του Συμβουλίου («empty chair crisis»).

Ανάλογες επιφυλάξεις εκφράστηκαν και μία άλλη ισχυρή προσωπικότητα, την πρωθυπουργό M. Thatcher κατά τη δεκαετία του 1980. Την ίδια περίοδο η Ενιαία Ευρωπαϊκή Πράξη και η προώθηση της ενιαίας αγοράς από τον πρόεδρο της Επιτροπής J. Delors συνοδεύτηκε από επιφυλάξεις από ορισμένα κράτη-μέλη.

Η Οικονομική και Νομισματική Ένωση βρέθηκε στο επίκεντρο σημαντικών διαφωνιών, και αρκετά κράτη-μέλη επέλεξαν να διατηρήσουν το εθνικό νόμισμα. Το ίδιο το Σύμφωνο Σταθερότητας συνοδεύτηκε από επικρίσεις και παραβιάσεις των κανόνων του, ακόμη και από κραταιά μέλη, όπως η Γερμανία και η Γαλλία.

Σοβαρά προβλήματα ανέκυψαν και κατά τη διαδικασία αναθεώρησης των Συνθηκών στο πλαίσιο της περίφημης Συντακτικής Συνέλευσης για το μέλλον της Ευρώπης, η οποία κατέληξε στη Συνταγματική Συνθήκη (2004). Έπειτα από τις σοβαρές αντιδράσεις κατά τη διαδικασία της κύρωσης από τα κράτη-μέλη, τέθηκε σε ισχύ με καθυστέρηση η Συνθήκη της Λισαβόνας (2009).

Η διεύρυνση της EE με νέα κράτη-μέλη προερχόμενα από την Ανατολική Ευρώπη μετά το 2004 προκάλεσε ένα νέο κύκλο αντιπαραθέσεων, οι οποίες σε πολλές περιπτώσεις εκφράστηκαν ex post facto σχετικά με τις πραγματικές ή εικαζόμενες συνέπειες σχετικά με τα νέα δεδομένα λειτουργίας των διακυβερνητικών οργάνων και τη μετακίνηση των πολιτών.

Η πολιτική συγκυρία θέτει τους δικούς της περιορισμούς: κρίση στην Ευρωζώνη, άνοδος του ευρωσκεπικισμού και κοινοβουλευτική εκπροσώπηση κόμματων τα οποία αντιπροσωπεύουν τις ιδέες αυτές, Brexit, έντονος διεθνής οικονομικός ανταγωνισμός, τρομοκρατικές ενέργειες από ακραίες ισλαμιστικές οργανώσεις εντός της Ευρώπης, νέες ηγεσίες και διαφορετικοί στόχοι σε σημαντικές χώρες εκτός ΕΕ.

Πρόκειται για ποιοτικά διαφορετικές προκλήσεις συγκριτικά προς εκείνες οι οποίες προέβαλλαν ως εμπόδια στο παρελθόν. Αν κάτι χαρακτηρίζει, όμως, τη διαδικασία προόδου στα ευρωπαϊκά πράγματα είναι η επιδίωξη ενός κοινά αποδεκτού συμβιβασμού με αμοιβαίες υποχωρήσεις.

Το πνεύμα αυτό αποτυπώνεται και στην πρόσφατη Λευκή Βίβλο, για το Μέλλον της Ευρώπης, της Επιτροπής, αλλά δεν συνιστά απαραίτητα τον προσανατολισμό στο χαμηλότερο κοινό παρονομαστή. Όσοι εμπλακούν στις συζητήσεις για το μέλλον της Ευρώπης θα κληθούν να αντισταθμίσουν τα πλεονεκτήματα και τα μειονεκτήματα των εναλλακτικών προοπτικών για την ΕΕ. Να πείσουν υπέρ της μίας άποψης και να πεισθούν σχετικά με τις θεμιτές επιφυλάξεις άλλων.

Μία από τις (θετικές) παρενέργειες της κρίσης στην Ευρωζώνη και της δημοσιότητας μεγάλων γεγονότων όπως το Brexit είναι ότι φαίνεται να αναβιβάζουν την υπόθεση Ευρώπη ψηλά στην ατζέντα της πολιτικής συζήτησης σε όλα τα πολιτικά συστήματα, και κατά κάποιο τρόπο να δημιουργούν μία οιονεί πανευρωπαϊκή δημόσια σφαίρα.

Σημαντική επίδραση θα ασκήσουν οι πολιτικές εξελίξεις με τις αλλεπάλληλες εκλογικές αναμετρήσεις σε ορισμένα κράτη-μέλη και το είδος των κομματικών ηγεσιών και προγραμματικών θέσεων που θα επικρατήσουν. Όπως επίσης και η έκβαση της προσπάθειας αναζωογόνησης της ευρωπαϊκής οικονομίας με διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις, αναθέρμανση της αγοράς εργασίας και την αναζήτηση νέων τομέων αιχμής με έμφαση την ανταγωνιστικότητα, την παραγωγικότητα και την καινοτομία.

Τέλος, η Ελλάδα έχει κάθε λόγο να είναι παρούσα με ισχυρές θέσεις για το μέλλον της Ευρώπης, καθώς και να δώσει νέα δυναμική στην εξασθενημένη θέση της. Μέχρι σήμερα, η χώρα συμμετείχε στα κορυφαία κέντρα λήψης αποφάσεων της Ευρώπης με άμεσα διπλωματικά και οικονομικά οφέλη. Σε θεσμικό επίπεδο η ενσωμάτωση του κοινοτικού κεκτημένου συνεπάγεται και τον εκσυγχρονισμό του εσωτερικού δικαίου και των θεσμών της χώρας.

Εξάλλου, σε κοινωνικό επίπεδο ωφεληθήκαμε σημαντικά στο μέτρο που οι Έλληνες πολίτες κάνουν εκτεταμένη χρήση των σχετικών προνομίων για ελεύθερη κυκλοφορία, εγκατάσταση και οικονομική, εκπαιδευτική και άλλη δραστηριότητα στα κράτη-μέλη.

Η ωφέλεια της χώρας, κατά συνέπεια, προσμετράται αν αναλογιστούμε το κόστος της μη ένταξής μας στην ΕΕ. Στη σημερινή αρνητική συγκυρία δε, πρέπει να αξιολογήσουμε αφενός, τις δυσμενέστερες συνέπειες που θα προέκυπταν αν δεν είχαμε ενταχθεί στην Ευρωζώνη και αφετέρου, την αποτυχία μας να προχωρήσουμε σε ένα γενναίο εξευρωπαϊσμό του κράτους, δηλαδή εκσυγχρονισμό και εξορθολογισμό των λειτουργιών του. Είναι γεγονός ότι πολλά σημαντικά βήματα πρέπει να γίνουν -μεταξύ άλλων- στα πεδία του υγιούς ανταγωνισμού των επιχειρήσεων, των υπηρεσιών υγείας και της λειτουργίας των νοσοκομείων, του εκπαιδευτικού συστήματος, της καινοτομίας και της περιβαλλοντικής πολιτικής. Η μεταφορά καλών πρακτικών και η συμμόρφωση προς το κοινοτικό δίκαιο, όπου υστερεί το εγχώριο δίκαιο, πρέπει να τίθενται πάντα ψηλά στις προτεραιότητές μας.

*Η Μαριέττα Γιαννάκου είναι πρώην υπουργός και πρώην επικεφαλής των ευρωβουλευτών της ΝΔ.

Το κείμενο φιλοξενείται στη στήλη «Θέσεις και αντιθέσεις» της Ευρωπαϊκής σελίδας του ΑΠΕ- ΜΠΕ.