Το ορθόδοξο Πάσχα συγκεντρώνει πολύν κόσμο στην εκκλησία. Παραδοσιακή συνήθεια, αναβάπτιση στη χριστιανική πίστη ή μήπως νοσταλγία για την αίσθηση της κοινότητας;
Όταν ο πατήρ Αμφιλόχιος σείει το κατζίο του τώρα τη Μεγάλη Εβδομάδα στον ναό του Αγίου Νικολάου εν Αιγίνη, τα έξη κουδουνάκια του μεταθέτουν τους παρόντες σε μια πραγματικότητα όχι εφάμιλλη αλλά επάλληλη με την τρέχουσα. Και ξαναζούμε σ’ αυτό το επάλληλο επίπεδο όλα τα μεγάλα θέματα της ζωής: την αγάπη και τη συγγνώμη, την προδοσία και την τιμωρία, την αφοσίωση και την αποστροφή, το πάθος και την εξιλέωση. Πίσω από τους ψαλμούς διαισθάνεται κανείς ακόμη και την εξάχνωση του ερωτισμού: «Εδίψησέ σε η ψυχή μου, ποσαπλώς σοι η σαρξ μου, εν γη ερήμω και αβάτω και ανύδρω.» Και πίσω από τον όποιο ευτελισμό της ζωής μας σήμερα διαισθανόμαστε πως ίσως δεν πράξαμε το ορθό, ίσως αφεθήκαμε ανίδεοι και χορτάτοι, διασπαθίσαμε το μέσα πλούτος μας και το μετατρέψαμε σε «μερίδες αλωπέκων». Είναι κι αυτά τα ανεπίκαιρα ελληνικά της λειτουργίας που αντηχούν τόσο κρουστά μέσα από το ηχείο των αιώνων.
Στην εκκλησία όλοι είναι ίσοι, όλοι στρέφονται αίφνης στο ίδιο σημείο αναφοράς, όλοι προσηλώνονται έστω και προσωρινά σε μια ιδέα που οδηγεί σε μια έστω και πρόσκαιρη κάθαρση. Ίσως να είναι αυτό που διασφαλίζει την πάνδημη συμμετοχή στη δραματουργία του Πάσχα. Η άνευ όρων συμμετοχή της κοινότητας δεν συμβαίνει μόνο στην καθ’ ημάς Ανατολή. Η περιφορά του Επιταφίου ως κοινωνικό δρώμενο θυμίζει τη μεγάλη λιτανεία λαϊκών και κληρικών κάθε δεύτερη Πέμπτη μετά την Πεντηκοστή κατά την εορτή της Αγίας Δωρεάς στην Καθολική Εκκλησία. Στην Κολωνία για παράδειγμα, παραδοσιακό προπύργιο του καθολικισμού, η λαμπρή πομπή της Αγίας Δωρεάς είναι η μεγαλύτερη, η πολυπληθέστερη διαδήλωση που γίνεται στην πόλη καθ’ όλη τη διάρκεια της χρονιάς. Κατά παράδοξο τρόπο μάλιστα τεράστια αλλά απαρατήρητη, καθώς δεν εμπίπτει στις προδιαγραφές της παρατηρητικότητας σε μια σύγχρονη ευρωπαϊκή μεγαλούπολη. Οι λάτρεις δεν κραυγάζουν, αλλά τραγουδούν τον Κύριό τους, δεν διαμαρτύρονται για κάτι αλλά δοξάζουν κάποιον, δεν είναι απεγνωσμένοι αλλά περιχαρείς.
Πρώτα παρελαύνουν τα εσνάφια των αρτοπωλών, των κρεοπωλών και των εργατοτεχνιτών, οι αναρίθμητες ενορίες με τα λάβαρά τους, οι χριστιανικές κοινότητες των αλλοδαπών που ασπάστηκαν τον χριστιανισμό, κοντέσες, παλιές κυράδες με βέλα, καπνοδοχοκαθαριστές με ημίψηλα, σχολεία και επαγγελματικές σχολές, στο τέλος ο καρδινάλιος αίρων το χρυσοποίκιλτο αρτοφόριο κάτω από το θολωτό του σκέπαστρο. Η παιδική χορωδία του Καθεδρικού Ναού άδει. Στρουθίων αίνοι και σαλπιγμοί. Adoramus Te Domine. Σ’ έναν κόσμο κατακερματισμένο από ιδεολογίες ελάχιστου βεληνεκούς και δοξασίες για τα τριτεύοντα δικαιώματα του ανθρώπου ακόμα και η εφήμερη συστράτευση του Επιταφίου και της Αγίας Δωρεάς υπό μια μεγάλη, κοινά αποδεκτή ιδέα ισοδυναμεί με ενιαύσιο θαύμα. Είναι αυτές οι λιγοστές στιγμές που στην ατμόσφαιρα πλανάται πάλι ο Θεός, η συναρπαστικότερη επινόηση του ανθρώπου.