Οι Γερμανοί εργάζονται λιγότερο από όλους τους Ευρωπαίους, ενώ, αντιθέτως πιο σκληρά εργαζόμενοι είναι οι Πολωνοί και οι Έλληνες, σύμφωνα με στοιχεία του Οργανισμού Οικονομικής Συνεργασίας και Ανάπτυξης (ΟΟΣΑ) που δημοσιεύει η Neuer Zürcher Zeitung. Σε όλες τις χώρες πάντως οι ώρες εργασίας έχουν μειωθεί σε σχέση με το 2000.
Για «μειούμενη διάθεση εργασίας» των Ευρωπαίων κάνει λόγο η ΝΖΖ, αναδεικνύοντας τους Γερμανούς ως το πιο χαρακτηριστικό παράδειγμα, καθώς οι ώρες εργασίας τους έχουν περιοριστεί το 2022 σε 1301, κατά 76 λιγότερες από ό,τι πριν από 23 χρόνια.
Στην Αυστρία οι ώρες εργασίες έχουν μειωθεί το ίδιο διάστημα κατά 151 και στην Ελβετία κατά 131, ενώ στην Ελλάδα κατά 80, παραμένοντας ωστόσο κατά σχεδόν 400 περισσότερες από των Γερμανών. Οι Γερμανοί είναι επίσης «πρωταθλητές» στις αναρρωτικές άδειες, με 25 ημέρες ετησίως, πολύ περισσότερες από τις 14 του μέσου όρου της Ευρωπαϊκής Ένωσης ή τις 9 των Ελβετών και τις 6 των Βρετανών.
Η ελβετική εφημερίδα αναδεικνύει ακόμη το γεγονός ότι, σύμφωνα με τον Παγκόσμιο Οργανισμό Υγείας, ενώ κατά την διάρκεια της πανδημίας οι Γερμανοί έλειψαν κατά μέσο όρο 20 ημέρες ετησίως, μετά την πανδημία οι ημέρες αναρρωτικής άδειας, αντί να περιοριστούν, αυξήθηκαν. Επιπλέον, ο εργαζόμενος στην Γερμανία έχει 31 ημέρες διακοπές τον χρόνο, ενώ ο εργαζόμενος στην Ελβετία 26. «Δεν είναι λοιπόν περίεργο που η Γερμανία θεωρείται και πάλι ο ασθενής της Ευρώπης, λόγω της κατάστασης της οικονομίας της», σχολιάζει η εφημερίδα.
Σύμφωνα με την ΝΖΖ, στην Ευρώπη είναι εμφανής η αλλαγή κουλτούρας, με στροφή προς τον προσωπικό ελεύθερο χρόνο και τις εκτός εργασίες φιλοδοξίες. Σε ένα επίπεδο, επισημαίνεται, είναι δείγμα ευημερίας το γεγονός ότι π.χ. ένας εργαζόμενος στην Ελβετία έχει την άνεση να εργάζεται κατά 40% λιγότερο από έναν εργαζόμενο στην Πολωνία.
Ταυτόχρονα όμως, τονίζεται, είναι σαφές ότι «η εργασία δεν είναι τόσο αποδοτική όσο θα έπρεπε». Σε πολλές χώρες, όταν πρόκειται π.χ. για οικογένειες, η επιπλέον εργασία μεταφράζεται συχνά σε καθαρή απώλεια εισοδήματος λόγω της υψηλής φορολογίας. Η Σουηδία αναγνώρισε το πρόβλημα και μείωσε τους συντελεστές για οικογένειες από 53% σε 32%, ενθαρρύνοντας πολλούς να επιστρέψουν σε εργασία πλήρους απασχόλησης, ενώ την ίδια ώρα η Γερμανία επιβάλλει 41% και η Ελβετία 26%. Για τους χαμηλόμισθους, η κατάσταση στην Γερμανία είναι ακόμη πιο αποθαρρυντική για περισσότερη εργασία. Ένας άγαμος εργαζόμενος χωρίς παιδιά, με αποδοχές στα 2/3 του μέσου εισοδήματος, χάνει το 45% των αποδοχών του σε φόρους, όταν ο αντίστοιχος εργαζόμενος στην Ελβετία χάνει το 22%, στην Γαλλία το 33% και στην Σουηδία το 29%.
Η τάση για λιγότερη εργασία επιτείνεται στην Γερμανία, σύμφωνα με την ΝΖΖ, και από τα γενναιόδωρα προνοιακά επιδόματα, τα οποία μειώνονται όσο αυξάνεται το εισόδημα του εργαζόμενου, δημιουργώντας οικονομικό αντικίνητρο για επιπλέον εργασία. Η συνεχής μείωση των ωρών εργασίας είναι ανησυχητική, υποστηρίζει η ΝΖΖ, καθώς αυξάνει το κόστος εργασίας υπονομεύοντας την ανταγωνιστικότητα. «Χωρίς τις απαραίτητες μεταρρυθμίσεις, η χώρα κινδυνεύει με ορατή διάβρωση της ευημερίας της», σημειώνει ο συντάκτης και προσθέτει σε αυτό και το στοιχείο ότι την προσεχή δεκαετία θα είναι περισσότεροι εκείνοι που θα αποχωρήσουν από την αγορά εργασίας από αυτούς που θα εισέλθουν σε αυτήν.
«Λόγω των διαφορετικών στατιστικών μεθόδων, είναι δύσκολο να συγκριθεί η απόδοση εργασίας διαφορετικών χωρών, με βάση μόνο τις εργάσιμες ώρες», διευκρινίζει ο Χόλγκερ Σέφερ από το Γερμανικό Ινστιτούτο Οικονομίας (IW) στην BILD, τονίζει ωστόσο ότι «είναι σίγουρο ότι στην Γερμανία έχουμε υψηλότερο ποσοστό εργαζόμενων σε σχέση με άλλες χώρες, αλλά αυτοί οι εργαζόμενοι δουλεύουν λιγότερο, άρα δεν φθάνουμε τις δυνατότητές μας και αυτό είναι προβληματικό». Είναι οι Γερμανοί τεμπέληδες; «Όχι απαραίτητα, αλλά κάθε άτομο σταθμίζει τα οφέλη της εργασίας, την δική του δηλαδή ευημερία και την απώλεια ελεύθερου χρόνου. Πολλοί λίγοι άνθρωποι θα εργαστούν λιγότερο, εάν αυτό δεν αξίζει οικονομικά», απαντά ο κ. Σέφερ και ζητά επίσης μεταρρυθμίσεις, προειδοποιώντας ότι, «αν δεν αλλάξει γρήγορα η πολιτική, η ευημερία στην Γερμανία απειλείται σοβαρά».
Η έρευνα της ΚΕΠΕ
Η ετήσια έκθεση του Εθνικού Συμβουλίου Παραγωγικότητας της Ελλάδας, του ΚΕΠΕ (Κέντρο Προγραμματισμού και Οικονομικών Ερευνών), χτυπάει καμπανάκι για το χάσμα που μας χωρίζει από την υπόλοιπη ΕΕ στην παραγωγικότητα της εργασίας και στις επενδύσεις.
Όπως αναγνωρίζει η έκθεση, παρά την έντονη μεταπανδημική ανάκαμψη της οικονομικής δραστηριότητας της Ελλάδας, η διαφορά της παραγωγικότητας της εργασίας από τον μέσο όρο της ΕΕ δεν έχει μεταβληθεί ουσιαστικά.
Το χάσμα παραγωγικότητας σε σύγκριση με την ΕΕ παραμένει αγεφύρωτο, τόσο σε όρους ΑΕΠ ανά εργαζόμενο, αλλά και σε όρους ΑΕΠ ανά ώρα εργασίας.
Ουραγοί στην παραγωγικότητα της εργασίας
Συγκεκριμένα, στην Ελλάδα το ΑΕΠ ανά εργαζόμενο το 2023 ανήλθε στο 57% του μέσου όρου της Ευρωζώνης και στο 63% του μέσου όρου της ΕΕ.
Ακόμα χειρότερη είναι η αναλογία του ΑΕΠ ανά ώρα εργασίας, το οποίο στην Ελλάδα είναι μόλις στο 44% του μέσου όρου της Ευρωζώνης και στο 50% του μέσου όρου της ΕΕ.
H σύγκριση είναι συντριπτική σε επίπεδο πόλεων, αφού σε βάθος 10ετίας η Αθήνα και η Θεσσαλονίκη εμφανίζουν τη μεγαλύτερη αρνητική μεταβολή στην παραγωγικότητα της εργασίας, με -23% και -21%. Η μόνη πόλη που βρίσκεται πιο χαμηλά είναι το Γκρόνιγκεν της Ολλανδίας – το οποίο όμως σημαδεύτηκε από σεισμούς και κλείσιμο της μεγαλύτερης μονάδας παραγωγής φυσικού αερίου.
Οικονομία έντασης εργασίας
Η συνολική παραγωγικότητα όλων των συντελεστών της παραγωγής έχει πλέον συγκλίνει με τον μέσο όρο της ΕΕ – όπως καταγράφεται στο παραπάνω διάγραμμα, και αναμένεται να κινηθεί ανοδικά τα επόμενα χρόνια.
Το γεγονός αυτό οφείλεται κατά κύριο λόγο στην αύξηση των ωρών εργασίας και της εισροής απασχόλησης (μείωση ανεργίας), παρά στην εισροή κεφαλαίου, που αυξάνεται με πολύ πιο αργό ρυθμό.
Το μεγαλύτερο μέρος της κατά κεφαλήν αύξησης της παραγωγής αποδίδεται στη χρησιμοποίηση της εργασίας, ενώ η παραγωγικότητα της εργασίας συμβάλλει οριακά, μόλις 0,3%.
Με άλλα λόγια, η ελληνική οικονομία εξακολουθεί να βασίζεται κυρίως στην ένταση εργασίας, τις κακοπληρωμένες δουλειές χαμηλής ειδίκευσης και χειρωνακτικής απασχόλησης, παρά στην ένταση κεφαλαίου και γνώσης – τις επενδύσεις σε υποδομές, τεχνολογία και καινοτομία και υψηλά ειδικευμένο προσωπικό.
Η χαμηλή παραγωγικότητα της εργασίας, με όρους ΑΕΠ ανά εργαζόμενο ή ανά εργατοώρα δεν σημαίνει ότι οι Έλληνες είναι τεμπέληδες – το αντίθετο. Σημαίνει ότι η «τεμπελιά» ή μάλλον η «τσιγκουνιά» αφορά το κεφάλαιο, αφού οι παραγωγικές επενδύσεις υστερούν δραματικά σε σύγκριση με την υπόλοιπη Ευρώπη – παρά την αναπόφευκτη ανάκαμψη μετά το βούλιαγμα της υπερ-δεκαετούς κρίσης.
Έλειμμα επενδύσεων
Με βάση τα στοιχεία που παραθέτει το ΚΕΠΕ, το 2023, το μερίδιο των παραγωγικών επενδύσεων επί του ΑΕΠ στην Ελλάδα είναι μόλις 12,4% – όταν στην Ευρώπη είναι 16,7%. Αυτό μάλιστα συμβαίνει σε μία περίοδο γενικής αύξησης των επενδύσεων, λόγω της εισροής των πόρων του Ταμείου Ανάκαμψης.
Η έκθεση του ΚΕΠΕ συμπληρώνει πρόσφατη ανάλυση του Ινστιτούτου ΕΝΑ, το οποίο αντλώντας στοιχεία από τη Eurostat, σημειώνει πως οι επενδύσεις (ακαθάριστος σχηματισμός παγίου κεφαλαίου) αποτελούν κάτι λιγότερο από το 14% του συνολικού ΑΕΠ, όταν ο μέσος όρος στην Ευρωπαϊκή Ένωση και στην Ευρωζώνη είναι 21,8% και 21,6% αντίστοιχα.
Όπως σημειώνει η έκθεση του ΚΕΠΕ, το 2023 η πραγματική παραγωγή αυξήθηκε κατά 2%, οι ώρες εργασίας κατά 1,7%, η απασχόληση κατά 1% και το κεφάλαιο κατά 0,35%.
Το 2023, το μεγαλύτερο μέρος της κατά κεφαλήν αύξησης της παραγωγής αποδίδεται στη χρησιμοποίηση της εργασίας (2,1%), ενώ η παραγωγικότητα της εργασίας συμβάλλει οριακά, μόλις κατά 0,3%.
Περισσότερη δουλειά, χαμηλότερη παραγωγικότητα
Όπως, τονίζει η έκθεση του ΚΕΠΕ, από το 2008, ο ρόλος της παραγωγικότητας της εργασίας στη στήριξη της κατά κεφαλήν παραγωγής έχει μειωθεί.
Η παραγωγικότητα της εργασίας, αντανακλά τις συνδυασμένες επιδράσεις της συνολικής παραγωγικότητας των συντελεστών παραγωγής και της έντασης κεφαλαίου (επενδύσεις σε υποδομές, μηχανήματα, τεχνολογία κ.λπ).
Από το 2021, η αρνητική επίδραση της έντασης κεφαλαίου αντισταθμίζεται μόνο οριακά από τη συνολική παραγωγικότητα των συντελεστών. Το αποτέλεσμα αυτό αποδίδεται στην αυξητική τάση των ωρών εργασίας.
Το ΚΕΠΕ τονίζει ότι το 2023, μεταξύ των χωρών της ΕΕ27, η Ελλάδα κατατάσσεται δεύτερη -μετά την Πολωνία- στις συνολικές ώρες εργασίας ανά εργαζόμενο.
Αντίθετα, ο μέσος όρος των ωρών εργασίας σε όλη την ΕΕ27 έχει μειωθεί, γεγονός που υποδηλώνει την εισαγωγή πιο αποδοτικών και παραγωγικών τεχνολογιών.
Η διαφορά μεταξύ της ταχείας αύξησης των ωρών εργασίας και της βραδύτερης αύξησης του κεφαλαιακού αποθέματος καταστέλλει την ένταση του κεφαλαίου σε βαθμό που η συνολική παραγωγικότητα των συντελεστών έχει περιορισμένη επίδραση στο αποτέλεσμα.
Με άλλα λόγια, το έλλειμμα σε επενδύσεις αντισταθμίζεται από το «ξεζούμισμα» των εργαζομένων, με ξεχείλωμα του ωραρίου και αντίστοιχη καθήλωση της αγοραστικής δύναμης του ωρομισθίου.
Ανάπτυξη… σε πήλινα πόδια
Το ΚΕΠΕ αναγνωρίζει ότι ενώ πολλές χώρες της ΕΕ έχουν εισέλθει σε περίοδο παρατεταμένης στασιμότητας, το 2023 το ΑΕΠ στην Ελλάδα έχει αυξηθεί κατά 2%, το 7ο υψηλότερο στην ΕΕ.
Υπογραμμίζουν ωστόσο ότι ο κύριος μοχλός αύξησης του ΑΕΠ παραμένει η ιδιωτική κατανάλωση.
Οι επενδύσεις, από την άλλη, «ήταν αρκετά ασταθείς και συχνά πολύ αδύναμες για να επηρεάσουν σημαντικά την αύξηση του ΑΕΠ».
Το προβληματικό κομμάτι για την Ελλάδα είναι ότι οι επενδύσεις συσχετίζονται στενά με μεγαλύτερες εισαγωγές, καθώς σημαντικό μέρος των κεφαλαιουχικών αγαθών που απαιτούνται για διάφορους βιομηχανικούς σκοπούς εισάγεται.
Κατά συνέπεια, κάθε αύξηση των επενδύσεων συνεπάγεται μια σημαντική επιβάρυνση του εμπορικού ισοζυγίου και ένα συνακόλουθο έλλειμμα του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών.
Η εξάρτηση των επενδύσεων από τις εισαγωγές λειτουργεί ως βραδυφλεγής βόμβα στα θεμέλια της ελληνικής οικονομίας. Επηρεάζει αρνητικά τις μεσοπρόθεσμες και μακροπρόθεσμες προοπτικές ανάπτυξης και αποσταθεροποιεί τους δημοσιονομικούς δείκτες, καθώς το έλλειμμα του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών συμβάλλει σε δίδυμα ελλείμματα.
Πού αυξήθηκε και πού μειώθηκε η παραγωγικότητα
Ιδιαίτερα ενδιαφέρουσα είναι η ανάλυση του ΚΕΠΕ για την παραγωγικότητα ανά τομέα της οικονομίας.
Από τους δέκα σημαντικότερους κλάδους της οικονομίας, οι οχτώ παρουσίασαν μικρή αύξηση της παραγωγικότητας, καθώς η παραγωγή αυξήθηκε ταχύτερα από την απασχόληση, ενώ δύο τομείς παρουσίασαν μικρή μείωση της παραγωγικότητας.
Τη μεγαλύτερη ανάκαμψη σε όρους παραγωγικότητας της εργασίας σημείωσαν οι «αγροτικές δραστηριότητες», με αύξηση 12,6% Ακολουθούν οι «επαγγελματικές, επιστημονικές και τεχνικές δραστηριότητες», όπου η παραγωγικότητα της εργασίας αυξήθηκε κατά 11,5%.
Μέτρια αύξηση της παραγωγικότητας της εργασίας εμφανίζουν οι υπηρεσίες «Ακίνητης περιουσίας», και «Πληροφορικής και Επικοινωνίας», με 3,7%. Οι τομείς «Χονδρικό και λιανικό εμπόριο» και «Τέχνες, αναψυχή και ψυχαγωγία» παρουσίασαν επίσης αύξηση της παραγωγικότητας λίγο μεγαλύτερη από 3%.
Οριακή βελτίωση της τάξης του 2% σημειώθηκε στις κατασκευές και τη δημόσια διοίκηση. Στον αντίποδα, μείωση της παραγωγικότητας της εργασίας σημειώθηκε στα «χρηματοπιστωτικές και ασφαλιστικές δραστηριότητες», κατά -5,5%.
Καμπανάκι για τη βιομηχανία
Τις μεγαλύτερες απώλειες σημειώνουν οι βιομηχανικές δραστηριότητες (πλην κατασκευών), με μειωμένη παραγωγικότητα εργασίας σχεδόν -8%.
Αυτό οφείλεται στις σημαντικές αυξήσεις στην εισροή εργασίας και μειώσεων στην προστιθέμενη αξία.
Πρόκειται για ένα ιδιαίτερα ανησυχητικό αποτέλεσμα, τονίζει το ΚΕΠΕ, υπογραμμίζει το ΚΕΠΕ, δεδομένου του διαρθρωτικού προβλήματος της Ελλάδας που συνίσταται στη μεγάλη εξάρτηση τόσο από τα τελικά όσο και από τα ενδιάμεσα αγαθά.
Η μείωση της παραγωγικότητας σε τομείς που παραδοσιακά θεωρούνται κρίσιμοι για την προώθηση της οικονομικής ανάπτυξης υπονομεύει τις προσπάθειες για τη βελτίωση του βιοτικού επιπέδου.
Δείτε την πλήρη έρευνα του ΚΕΠΕ ΕΔΩ