Θετική είναι η αποτίμηση που κάνει η Αθήνα για την εκλογική νίκη του Ντόναλντ Τραμπ στις ΗΠΑ και τις επιλογές του για τα χαρτοφυλάκια που επηρεάζουν τη χώρα μας. Στην κυβέρνηση διαμορφώνεται η άποψη πως οι σχέσεις μεταξύ των δύο πλευρών έχουν γερές βάσεις και ότι η δυναμική τους δεν θα ανακοπεί.
Η νέα περίοδος στις διμερείς σχέσεις ξεκίνησε την περασμένη Δευτέρα με το συγχαρητήριο τηλεφώνημα του Κυριάκου Μητσοτάκη στον Ντ. Τραμπ. Η μεταξύ τους επικοινωνία διήρκεσε δέκα λεπτά και ο πρωθυπουργός φρόντισε να αναδείξει τη σημασία της στρατηγικής εταιρικής σχέσης Ελλάδας – ΗΠΑ για τη σταθερότητα και την ασφάλεια στην ευρύτερη περιοχή, ενώ προσέθεσε ότι προσβλέπει σε στενή συνεργασία και με τη νέα αμερικανική κυβέρνηση για ζητήματα διμερούς, περιφερειακού και διεθνούς ενδιαφέροντος.
«Είχα μια πολύ φιλική τηλεφωνική συνομιλία με τον Πρόεδρο Tραμπ. Είμαι αρκετά έμπειρος ηγέτης, συνεπώς είχα την ευκαιρία να συνεργαστώ μαζί του και κατά την πρώτη του θητεία. Φυσικά, ανέδειξα τη σημασία των ελληνοαμερικανικών σχέσεων. Η Ελλάδα είναι πυλώνας σταθερότητας στην ανατολική Μεσόγειο. Εχουμε συνεργαστεί πολύ στενά με τις Ηνωμένες Πολιτείες και αναμένω αυτή η σχέση να συνεχιστεί», δήλωσε ο πρωθυπουργός στο πρακτορείο Bloomberg.
Θετική πάντως ήταν η αποτίμηση από το επιτελείο του πρωθυπουργού για τις επιλογές του Αμερικανού Προέδρου όσον αφορά τα χαρτοφυλάκια που μας ενδιαφέρουν. Τόσο ο υπουργός Εξωτερικών όσο και ο σύμβουλος Ασφαλείας είναι γνωστοί της Αθήνας και θεωρούνται «σοβαροί άνθρωποι», ενώ ο νέος υπουργός Άμυνας μπορεί να είναι σχετικά άγνωστος, δεν έχει όμως κάποια σχέση με την Τουρκία. Έμπειρο στέλεχος παρατηρούσε με ανακούφιση ότι «με αυτή την ομάδα αποφύγαμε φιλοτουρκικές επιλογές, που θα υποχρέωναν την Αθήνα να τρέχει και να μη φτάνει».
Στο επίκεντρο του ενδιαφέροντος βρίσκονται πλέον οι επιλογές στις κρίσιμες επιτροπές στο Κογκρέσο και στη Γερουσία και η ανάπτυξη σχέσεων με τα πρόσωπα που θα ηγηθούν εκεί. Όπως επισημαίνουν διπλωματικές πηγές, η Ελλάδα, μέσω της ομογένειας αλλά και μέσω των διπλωματικών αντιπροσωπειών μας στην Ουάσιγκτον, διατηρεί άριστες σχέσεις και με τους Ρεπουμπλικανούς και θα υπάρξει συνέχεια σε όλα τα επίπεδα. Η πρώτη αποτίμηση που γίνεται στην Αθήνα για την κυβέρνηση Τραμπ είναι ότι η θετική δυναμική των ελληνοαμερικανικών σχέσεων θα διατηρηθεί. Σε σχέση με τα ελληνοτουρκικά, στο επιτελείο του πρωθυπουργού υπάρχει μόνο μια επιφύλαξη και αυτή αφορά την προσωπική σχέση που είχε αναπτύξει ο νέος Αμερικανός Πρόεδρος με τον Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν κατά τη διάρκεια της προηγούμενης θητείας του. Στην Αθήνα περιμένουν να δουν αν αυτή η σχέση θα επανέλθει και αν θα επηρεάσει την εξωτερική πολιτική των ΗΠΑ.
Αυτό δεν σημαίνει, πάντως, ότι η Αθήνα δεν προβληματίζεται από τα δυσοίωνα μηνύματα για το μέλλον των σχέσεων των ΗΠΑ με την Ε.Ε.. Είναι ορατό το ενδεχόμενο ενός εμπορικού πολέμου με αρνητικές συνέπειες για τις ευρωπαϊκές οικονομίες και κατά συνέπεια και για τη χώρα μας. Επίσης, το μέλλον του ΝΑΤΟ φαντάζει θολό με τον Τραμπ επικεφαλής, αν και ειδικά η Ελλάδα δεν έχει τίποτε να φοβάται από τις πιέσεις του νέου Προέδρου των ΗΠΑ προς τους Ευρωπαίους συμμάχους να αυξήσουν τις δαπάνες, γιατί ποτέ οι ελληνικές αμυντικές δαπάνες δεν έπεσαν κάτω από το 2% του ΑΕΠ που απαιτεί το ΝΑΤΟ.
Στρατηγικής σημασίας
Σε κάθε περίπτωση, η Ελλάδα θα προσπαθήσει να μην επηρεαστούν οι ελληνοαμερικανικές σχέσεις, τις οποίες χαρακτηρίζει στρατηγικής σημασίας, από τις οποιεσδήποτε αναταράξεις στις ευρωαμερικανικές σχέσεις. Προβληματισμό πάντως προκαλεί η στάση που θα κρατήσει ο Τραμπ απέναντι στον πόλεμο της Ουκρανίας, τον οποίο έχει υποσχεθεί να τερματίσει σε απευθείας συνεννόηση με τον Ρώσο Πρόεδρο Βλαντιμίρ Πούτιν. Αυτό θα σήμαινε μια λύση καθ’ υπαγόρευση, με χαμένους τους Ουκρανούς, την Ε.Ε., αλλά και όλες τις ευρωπαϊκές χώρες που στήριξαν ενεργά το Κίεβο, όπως η Ελλάδα. Κυβερνητικές πηγές εκτιμούν ότι αυτό αποτελεί προεκλογική ρητορεία και, όταν αναλάβει ο Τραμπ και αντιληφθεί πώς ακριβώς έχουν τα πράγματα, η ορμή της νέας κυβέρνησης θα μετριαστεί.
Πολύ πιο έντονος είναι ο προβληματισμός στην κυβέρνηση ως προς τα περιθώρια και την ελευθερία κινήσεων που σκοπεύει να εκχωρήσει ο Τραμπ στο Ισραήλ και στον πόλεμο που διεξάγει στη Μέση Ανατολή. Κυβερνητικές πηγές επισημαίνουν πως ο ίδιος ο Τραμπ έχει καταστήσει σαφείς τις διαθέσεις του και την αμέριστη υποστήριξή του προς την ισραηλινή κυβέρνηση, αλλά και ότι η εικόνα που έχουν τα νέα πρόσωπα-κλειδιά στην αμερικανική διοίκηση και ο Μπενιαμίν Νετανιάχου είναι σχεδόν ταυτόσημη. Αυτό ενδεχομένως να συνεπάγεται και έναν πολύ μεγαλύτερο βαθμό ελευθερίας για το Ισραήλ απέναντι στο Ιράν, για το οποίο η κυβέρνηση Τραμπ δεν τρέφει τα θερμότερα αισθήματα. Διπλωματικές πηγές δεν θεωρούν ότι οι ΗΠΑ και το Ισραήλ θα επιλέξουν έναν πόλεμο μέχρις εσχάτων με το Ιράν, με στόχο την ανατροπή του καθεστώτος. Αλλωστε, κορυφαία στελέχη της νέας κυβέρνησης απέκλεισαν αυτό το ενδεχόμενο σε πρόσφατες δηλώσεις τους. Δεν αποκλείουν πάντως η νέα διοίκηση να δώσει το «πράσινο φως» στον Νετανιάχου για να κάνει αυτό που επιθυμεί διακαώς, δηλαδή να πλήξει τις εγκαταστάσεις και το πυρηνικό πρόγραμμα του Ιράν, με ό,τι αυτό συνεπάγεται.
Οι ελληνικές γέφυρες προς την Ουάσιγκτον
Οι πρώτες επαφές των Ελλήνων διπλωματών με τα στελέχη της νέας αμερικανικής διοίκησης. Φαβορί για τη θέση του πρέσβη των ΗΠΑ στην Αθήνα ο Ελληνοαμερικανός βουλευτής Γκας Μπιλιράκης
Γέφυρες με τη νέα αμερικανική διοίκηση επιδιώκει να ρίξει η Αθήνα, εκμεταλλευόμενη την παρουσία της υφυπουργού Εξωτερικών, Αλεξάνδρας Παπαδοπούλου, στην Ουάσιγκτον αυτή την εβδομάδα, προκειμένου να πραγματοποιήσει μια σειρά επαφών με Ρεπουμπλικανούς γερουσιαστές και βουλευτές που έχουν στενή σχέση με το περιβάλλον του νεοεκλεγέντος Προέδρου, Ντόναλντ Τραμπ.
Η Αλ. Παπαδοπούλου, που έχει διατελέσει πρέσβης της χώρας μας στην Ουάσιγκτον, ήταν η «αρχιτέκτονας» της ιστορικής ομιλίας του Κυριάκου Μητσοτάκη στο αμερικανικό Κογκρέσο τον Μάιο του 2022 και θα είναι εκ των πρώτων δυτικών διπλωματών που θα έχουν επαφές με στελέχη των Ρεπουμπλικανών.
Η υφυπουργός Εξωτερικών, που γνωρίζει άριστα την ανθρωπογεωγραφία του πολιτικού κατεστημένου της Ουάσιγκτον και του ελληνοαμερικανικού λόμπι, είχε «προνοήσει» έχοντας ανάλογες επαφές με στελέχη των Ρεπουμπλικανών πριν από τις αμερικανικές εκλογές, στο περιθώριο της Γενικής Συνέλευσης του ΟΗΕ τον περασμένο Σεπτέμβριο. Η παρουσία της στην Ουάσιγκτον στις 22 Νοεμβρίου έχει ως επίσημη αφορμή προκαθορισμένες επαφές στο Στέιτ Ντιπάρτμεντ για τη θητεία της χώρας μας ως μη μόνιμου μέλους του Συμβουλίου Ασφαλείας τη διετία 2025-2026, ενώ συμπίπτει και με την ολοκλήρωση της στελέχωσης των προσώπων που θα ασκήσουν την εξωτερική πολιτική των ΗΠΑ.
Ο Τραμπ έδωσε σε δύο κλασικούς Ρεπουμπλικανούς από τη Φλόριντα τις ανώτερες θέσεις στην κυβέρνησή του, καθώς χτίζει μια ομάδα εθνικής ασφάλειας που φαίνεται πιο επιθετική από τη σχολή εξωτερικής πολιτικής «America First», που έχει υποστηρίξει δημόσια. Σε Αθήνα και Λευκωσία υπήρχε η ανησυχία ότι ο θαυμασμός του Τραμπ για τον Τούρκο ομόλογό του, Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν, θα μπορούσε να προκαλέσει προβλήματα όταν αναλάβει τα καθήκοντά του, αλλά φαίνεται ότι αυτός ο φόβος αντισταθμίστηκε από τις επιλογές των προσώπων σε κρίσιμα πόστα. Η ελληνική διπλωματία και η ομογένεια εμφανίζονται ικανοποιημένες από το γεγονός ότι επέλεξε τον γερουσιαστή Mάρκο Ρούμπιο για υπουργό Εξωτερικών και τον βουλευτή Mάικ Γουόλτς, γνωστό ως «γεράκι της Κίνας», για σύμβουλο Εθνικής Ασφάλειας. Τόσο ο Ρούμπιο όσο και ο Γουόλτς έχουν εκφράσει επανειλημμένα τη διαφωνία τους αναφορικά με βασικά στοιχεία της ατζέντας του Ερντογάν και αυτό θα μπορούσε να περιπλέξει τις σχέσεις μεταξύ Αγκυρας και Ουάσιγκτον.
Άμεση σύνδεση
Ο Μ. Ρούμπιο, ως γερουσιαστής, συμμετείχε σε κοινοβουλευτικές ομάδες που συνδέονται άμεσα ή έμμεσα με θέματα που αφορούν τη χώρα μας. Μεταξύ αυτών ξεχωρίζουν οι ομάδες για τη διεθνή θρησκευτική ελευθερία, τις ελληνικές υποθέσεις και την ελληνοισραηλινή συμμαχία. Ήταν ένας από τους νομοθέτες (με πρωτεργάτη τον Μπομπ Μενέντεζ) που κατέθεσαν τα δύο κομβικής σημασίας νομοσχέδια που είχε υπογράψει ο Τραμπ για την περιοχή της ανατολικής Μεσογείου. Το πρώτο ήταν το EastMed Act (νόμος για την εταιρική σχέση ασφάλειας και ενέργειας στην ανατολική Μεσόγειο) το 2019 και το δεύτερο ήταν ο νόμος περί άμυνας και διακοινοβουλευτικής εταιρικής σχέσης ΗΠΑ – Ελλάδας το 2021.
Οι Ρούμπιο και Γουόλτς έχουν επίσης έναν κοινό φίλο στη Φλόριντα, τον ομογενή Ρεπουμπλικανό βουλευτή, με καταγωγή από την Κάλυμνο, Γκας Μπιλιράκη. Ο Γκ. Μπιλιράκης, που εκλέγεται στη 12η περιφέρεια της Φλόριντα από το 2006, έχει -λόγω εντοπιότητας- πολύ στενές προσωπικές σχέσεις με τους δύο άνδρες, γεγονός που τον καθιστά το πρώτο φαβορί για το πόστο της πρεσβείας των ΗΠΑ στην Αθήνα το 2025, κάτι που επιθυμεί διακαώς. Όμως, στην κούρσα διαδοχής του νυν πρέσβη των ΗΠΑ στην Αθήνα, Τζορτζ Τσούνη, έχει μπει -παρακινούμενος από εκκλησιαστικούς κύκλους στις ΗΠΑ- ο επίσης ομογενής μεγαλοεπιχειρηματίας από τη Λουιζιάνα, Τζον Τζόρτζις.
Στους Ρούμπιο και Γουόλτς, οι οποίοι στο παρελθόν έχουν πάρει αντι-τουρκικές θέσεις, έρχεται να προστεθεί η νέα επικεφαλής των 18 αμερικανικών μυστικών υπηρεσιών, Τούλσι Γκάμπαρντ. Σε δημόσιες δηλώσεις της η 43χρονη Γκάμπαρντ έχει χαρακτηρίσει τον Ερντογάν «δικτάτορα» και έχει καυτηριάσει τη σκληροπυρηνική εξουσία του Τούρκου Προέδρου, χαρακτηρίζοντας την Τουρκία «σύμμαχο μόνο κατ’ όνομα». Εχει επίσης υπογράψει ως συν-χορηγός το «ψήφισμα 220» της αμερικανικής Βουλής, το οποίο αναγνωρίζει και καταδικάζει τις γενοκτονίες των Αρμενίων, των Ελλήνων και των Ασσυρίων.
Το 2019, η Γκάμπαρντ τιμήθηκε από το Αμερικανικό Ελληνικό Συμβούλιο της Νότιας Καλιφόρνια με το βραβείο «Περικλής», που απονέμεται σε πολιτικούς ηγέτες που υποστηρίζουν τα θέματα που απασχολούν την ελληνοαμερικανική κοινότητα. Στην εκδήλωση, την Γκάμπαρντ παρουσίασε ο πρώην κυβερνήτης της Μασαχουσέτης και υποψήφιος για την προεδρία των Δημοκρατικών το 1988, Μάικλ Δουκάκης. Κατά την παραλαβή του βραβείου η νέα επικεφαλής των αμερικανικών μυστικών υπηρεσιών υπογράμμισε ότι «οι ελληνοαμερικανικές ομάδες έπρεπε να είναι πιο ορατές σε Αμερικανούς ηγέτες και αξιωματούχους και θα πρέπει να ενισχυθούν ακόμα περισσότερο οι σχέσεις μεταξύ Ελλάδας και ΗΠΑ».
Η Γκάμπαρντ ήταν μέλος της ελληνικής ομάδας του Κογκρέσου και ήρθε στην Ελλάδα το 2017 για να συναντήσει αξιωματούχους και να επισκεφθεί καταυλισμούς προσφύγων. «Η Ελλάδα βρίσκεται στην πρώτη γραμμή της μετανάστευσης», είχε δηλώσει τότε. «Η χώρα κουβαλά το μεγαλύτερο βάρος του κόστους των πολέμων με τους πρόσφυγες που εγκαταλείπουν τις χώρες τους. Αυτό που είδα και ένιωσα ήταν μια μεγάλη γενναιοδωρία και ζεστασιά που προέρχονταν από τον λαό της Ελλάδας».
Πηγή: Π. Γαλιατσάτος, Θ. Τσίτσας - RealNews