Στις 29 Οκτωβρίου 1912, η ελληνική διοίκηση, δηλαδή το ελληνικό στρατηγείο που είχε ήδη εγκατασταθεί στην άρτι απελευθερωθείσα από τις 26 Οκτωβρίου 1912 Θεσσαλονίκη, απαγόρευσε την υπό το Υποστράτηγο Θεοδωρώφ επίλεκτη 7η Βουλγαρική Μεραρχία να εισέλθει και αυτή στην πρωτεύουσα της Μακεδονίας.
Έτσι αποφεύχθηκε η με δόλιο τρόπο και τέχνασμα σχεδόν ταυτόχρονη είσοδος των Βουλγάρων στη Θεσσαλονίκη, την οποία εποφθαλμιούσαν, καθώς δεν δέχονταν ότι ο Ελληνικός Στρατός τους είχε προλάβει σε αυτόν τον άτυπο «αγώνα δρόμου» και η παράδοση της πόλεως από τους Οθωμανούς Τούρκους είχε γίνει κανονικώς με την υπογραφή σχετικού πρωτοκόλλου παραδόσεως στους Έλληνες.
Τότε στα Βορειοανατολικά της πόλεως είχε καταφθάσει η επίλεκτη 7η Μεραρχία του Βουλγαρικού Στρατού, με διοικητή της τον Υποστράτηγο Θεοδωρώφ, στην οποία υπηρετούσαν ως διοικητές ταγμάτων αυτής, δύο Βούλγαροι βασιλόπαιδες, ο Διάδοχος Βόρις και ο μικρότερος αδελφός του Κύριλλος. Η προαναφερθείσα Μεραρχία διατηρούσε ακέραια τη δύναμή της καθώς δεν είχε εμπλακεί – ως τότε – σε εχθροπραξίες και η παρουσία της υποδήλωνε την έμπρακτη και σαφή βουλγαρική επιθυμία να συμμετάσχει στο μοίρασμα της νίκης και να «πάρει κομμάτι» από την κυριαρχία της Θεσσαλονίκης.
Η βουλγαρική επιθυμία είχε τη βάση της στο γεγονός ότι η προ του πολέμου υπογραφείσα συνθήκη μεταξύ των Χριστιανών συμμάχων, δεν προέβλεπε σαφώς τα μετά την ήττα της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας εδαφικά κέρδη του κάθε εταίρου της. Ο λόγος ήταν ότι ποτέ μια τέτοια διαπραγμάτευση δεν θα μπορούσε να δώσει αποτέλεσμα, καθώς ήταν δύσκολο κάποιος που είχε κατακτήσει και κατείχε εδάφη χύνοντας αίμα, να τα παραχωρήσει στις διαπραγματεύσεις.
Ευτυχώς, το γεγονός αυτό είχε γίνει εγκαίρως αντιληπτό από την ελληνική πλευρά. Ο Ίων Δραγούμης, ο οποίος συμμετείχε στην Ελληνική αντιπροσωπεία, απέστειλε αγωνιώδες μήνυμα στον Διάδοχο και Αρχιστράτηγο Κωνσταντίνο ότι ο Ελληνικός στρατός όφειλε οπωσδήποτε να εισέλθει το ταχύτερο δυνατό στην πόλη χωρίς την παραμικρή αναβολή, όπερ και εγένετο.
Τότε οι Βούλγαροι άρχισαν απελπισμένες προσπάθειες με διάφορα κόλπα όπως πετύχουν την έστω εκ των υστέρων είσοδό τους στη Θεσσαλονίκη. Ζητούσε μάλιστα όπως επιτραπεί η είσοδος των Βουλγαρικών στρατευμάτων στην πόλη για να «ξεκουραστούν» δήθεν οι δύο Βούλγαροι βασιλόπαιδες! Ο Αρχιστράτηγος Κωνσταντίνος προσπάθησε να αποφύγει να δώσει συγκατάθεση ή να την καθυστερήσει όσο μπορούσε αυτήν την ανεπιθύμητη εξέλιξη, ενώ από την Αθήνα ο Βενιζέλος τηλεγραφούσε να μην γίνει αποδεκτό το σχετικό Βουλγαρικό αίτημα. Τελικώς ο Κωνσταντίνος έδωσε την συγκατάθεσή του, χωρίς να αναμένει την απάντηση του Βενιζέλου, καθώς οι Βούλγαροι «εκβίαζαν» ότι θα εισέρχονταν στην πόλη ακόμα και χωρίς την ελληνική άδεια, γεγονός που σήμαινε – τότε – αυτοδικαίως σύγκλρουση μεταξύ των συμμάχων, καθ’ ον χρόνο αυτοί εξακολουθούσαν τον πόλεμο εναντίον της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Τότε, με εντολή του Κωνσταντίνου επετρέπη όπως εισέλθουν στη Θεσσαλονίκη, τα δύο Βουλγαρικά τάγματα, που είχαν ως διοικητές τους δύο βασιλόπαιδες! Όμως η είσοδός τους πέρασε τελείως απαρατήρητη, αφού ουδείς επίσημος Τούρκος τους ανέμενε, πως θα μπορούσε άλλωστε αφού είχαν επισήμως παραδοθεί προ τριημέρου, έγινε απογευματινές ώρες που ο κόσμος ήταν στα σπίτια του και οδηγήθηκαν κατευθείαν στο στρατόπεδο που θα κατέλυαν χωρίς προηγουμένως να…παρελάσουν, όπως επιθυμούσαν. Παρόλα αυτά από την πρώτη στιγμή οι Βούλγαροι άρχισαν τις προκλήσεις με την ευαιρέσθιτη και επιθετική συμπεριφορά τους, δημιουργώντας συνεχώς προβλήματα και προστριβές με πολίτες, την Ελληνική Χωροφυλακή και τους αντιπροσώπους των Ελληνικών Αρχών.
Τότε ο Πρωθυπουργός Ελευθέριος Βενιζέλος προχώρησε στη λήψη έκτακτων μέτρων για την ενίσχυση συμβολικώς, πέραν από στρατιωτικώς, η Ελληνική κυριαρχία στην Θεσσαλονίκη.
Πρώτο, ορίστηκε ο Ρακτιβάν ως Γενικός Διοικητής Μακεδονίας και Νομάρχης ο Περικλής Αργυρόπουλος.
Δεύτερο, στάλθηκαν αμέσως 1000 βρακοφόροι Κρητικοί Χωροφύλακες για την ενίσχυση της τηρήσεως της τάξεως στην πόλη.
Τρίτο, εκτός των προαναφερθέντων, η Ελληνική κυβέρνηση προετοίμασε την θριαμβευτική είσοδο του Βασιλέως Γεώργιου Α’ στη Θεσσαλονίκη, γεγονός ύψιστης συμβολικής σημασίας, που θα διατράνωνε κατά τον καλύτερο και πιο εμφαντικό τρόπο την αποφασιστικότητα της Ελλάδος, όπως η Θεσσαλονίκη παραμείνει Ελληνική.
Πραγματικώς, στις 29 Οκτωβρίου 1912, το πρωί, ο τότε Βασιλεύς Γεώργιος Α΄ εισήλθε έφιππος στην Θεσσαλονίκη συνοδευόμενος από τον Διάδοχο Κωνσταντίνο ενώ τον υποδέχθηκαν σημαίνουσες προσωπικότητες της πόλης, οι θρησκευτικοί της ηγέτες και ο Μουσουλμάνος δήμαρχος Οσμάν Ιμπέλ Χακί μπέης, ενώ η λαμπρή δοξολογία για την απελευθέρωση της πόλεως, παρουσία όλων των τοπικών αρχών και της Βασιλικής οικογενείας, έγινε στην εκκλησία του Αγίου Μηνά στις 30 Οκτωβρίου 1912.