Πάνω από 55 εκατομμύρια άνθρωποι παγκοσμίως ζουν με κάποιου είδους άνοια ή νοητική διαταραχή. Μέσα στις επόμενες τρεις δεκαετίες ο αριθμός αυτός αναμένεται να τριπλασιαστεί – φτάνοντας στα 152 εκατομμύρια το 2050.
Η άνοια παρουσιάζεται συχνά ως ένας αναπόφευκτος κίνδυνος. Τα αίτιά της φαίνεται να σχετίζονται με τα γονίδια του καθενός, αλλά και με την προχωρημένη ηλικία – ή τουλάχιστον αυτό πιστεύουν οι περισσότεροι.
Οι επιστήμονες όμως διαπιστώνουν πως ίσως και να μην είναι τόσο απλά τα πράγματα. Σύμφωνα με νέα έκθεση της ιατρικής επιθεώρησης The Lancet, υπάρχουν πολλές περιπτώσεις άνοιας που μπορούν να αποφευχθούν.
Περίπου το 45% του κινδύνου να εμφανίσει κανείς άνοια οφείλεται σε 14 παράγοντες της υγείας μας. Η έκθεση του The Lancet, η οποία συντάχθηκε από 27 κορυφαίους ειδικούς στην άνοια, ανανεώνει τη σχετική λίστα με τους παράγοντες κινδύνου, προσθέτοντας δύο νέους: την υψηλή χοληστερόλη και την απώλεια της όρασης.
«Αυτή είναι μία σημαντική διαπίστωση, διότι αντιλαμβανόμενοι τους πραγματικούς κινδύνους που μπορούν να προκαλέσουν άνοια, μπορούμε να δράσουμε και πράγματι να καθυστερήσουμε ή ακόμη και να αποτρέψουμε ορισμένα περιστατικά άνοιας», λέει η Σάρα-Ναόμι Τζέιμς, ειδικός στις ασθένειες που σχετίζονται με τη γήρανση από το Πανεπιστημιακό Κολέγιο του Λονδίνου (UCL), η οποία πάντως δεν ήταν μεταξύ των συντακτών της έκθεσης.
Από τι προκαλείται η άνοια;
Η άνοια αποτελεί ένα σύνολο διαφόρων νόσων, η πιο κοινή εκ των οποίων είναι η νόσος Αλτσχάιμερ. Είναι αποτέλεσμα της καταστροφής ορισμένων νευρικών κυττάρων του εγκεφάλου και προκαλεί σύγχυση και απώλεια μνήμης. Όσοι πάσχουν από άνοια συχνά αδυνατούν να ελέγξουν τα συναισθήματά τους και η προσωπικότητά τους ενδέχεται να αλλάζει.
Περίπου μισοί από τους παράγοντες που μπορούν να οδηγήσουν σε άνοια οφείλονται σε γενετικές μεταλλάξεις, τις οποίες κληρονομούμε από τους γονείς και τους παππούδες μας.
Το 45% του κινδύνου άνοιας όμως οφείλεται σε 14 περιβαλλοντικούς παράγοντες κινδύνου και επομένως μπορεί να περιοριστεί, όπως αναφέρει η έκθεση του The Lancet.
Πέραν της «κακής» χοληστερόλης και της απώλειας της όρασης άλλοι παράγοντες κινδύνου είναι η χαμηλότερη εκπαίδευση, τα προβλήματα στην ακοή, η υψηλή αρτηριακή πίεση, το κάπνισμα, η παχυσαρκία, η κατάθλιψη, η έλλειψη άσκησης, ο διαβήτης, η υπερβολική κατανάλωση αλκοόλ, οι τραυματικές εγκεφαλικές βλάβες, η μόλυνση της ατμόσφαιρας και η κοινωνική απομόνωση.
Πώς προλαμβάνεται η άνοια;
Οι συντάκτες της μελέτης καλούν τα εθνικά και υπερεθνικά κυβερνητικά όργανα να λάβουν μέτρα για την πρόληψη της άνοιας.
«Οι δράσεις για τη μείωση του κινδύνου ανάπτυξης άνοιας πρέπει να ξεκινούν από νωρίς και να συνεχίζονται καθ’ όλη τη διάρκεια της ζωής του ανθρώπου», επισημαίνουν οι συντάκτες.
Τα 2/3 των ανθρώπων με άνοια ζουν σε αναπτυσσόμενες χώρες, ενώ εξαιτίας της γήρανσης του πληθυσμού οι άνθρωποι στην Κίνα, την Ινδία και την υποσαχάρια Αφρική θα πληγούν πιθανώς περισσότερο απ’ όλους.
Κατά τους συντάκτες «υπάρχει μεγαλύτερο περιθώριο μείωσης του κινδύνου σε χώρες χαμηλού και μεσαίου εισοδήματος και σε πιο εποπτευόμενες και χαμηλότερες κοινωνικοοικονομικές ομάδες». Ιδίως η μείωση της ρύπανσης, η παροχή καλύτερης εκπαίδευσης στα παιδιά και η προώθηση των νοητικών ασκήσεων κατά τη μέση ηλικία μειώνουν σημαντικά τον κίνδυνο.
Πώς μειώνεται ο κίνδυνος άνοιας;
Με στόχο τη μείωση του κινδύνου άνοιας η έκθεση προτείνει στις κυβερνήσεις και τις υγειονομικές αρχές μεταξύ άλλων τα εξής:
οι πολίτες με προβλήματα ακοής να έχουν ευκολότερα πρόσβαση σε ακουστικά βοηθήματα
όλοι οι πολίτες να λαμβάνουν καλής ποιότητας εκπαίδευση
να ληφθούν πρωτοβουλίες για την καταπολέμηση του καπνίσματος
να προωθηθεί η άθληση
να ενθαρρυνθεί η χρήση κράνους και άλλων ειδών προστασίας του κεφαλιού, όταν κάποιος αθλείται ή οδηγεί δίκυκλο
να αντιμετωπίζεται εγκαίρως η υψηλή χοληστερόλη, η υψηλή αρτηριακή πίεση και η παχυσαρκία
να μειωθεί η κατανάλωση αλκοόλ
να μειωθεί η ατμοσφαιρική ρύπανση
«Εάν κάναμε σωστά τα απλά πράγματα […] και επενδύαμε αρκετούς πόρους σε αυτό, θα μπορούσαμε να αποτρέψουμε πολλά περιστατικά άνοιας σε εθνικό επίπεδο», δήλωσε ο Μασούντ Χουσαΐν, νευρολόγος από το Πανεπιστήμιο της Οξφόρδης, ο οποίος επίσης δεν συμμετείχε στην έκθεση. «Και αυτό θα ήταν πολύ πιο αποδοτικό από το να αναπτύσσουμε θεραπείες υψηλής τεχνολογίας, οι οποίες κιόλας ως τώρα ήταν μάλλον απογοητευτικές, αποτυγχάνοντας να βοηθήσουν με επιδραστικό τρόπο τους ανθρώπους με άνοια».
Υπάρχει θεραπεία για την άνοια;
Οι ερευνητές ψάχνουν εδώ και δεκαετίες για θεραπείες εναντίον της άνοιας – χωρίς ωστόσο μεγάλη επιτυχία. Ακόμη και το lecanemab, ένα φάρμακο που ανακαλύφθηκε προσφάτως και καθυστερεί την ανάπτυξη ορισμένων μορφών άνοιας, όπως τη νόσο Αλτσχάιμερ, ήταν εν τέλει αμφιλεγόμενο: παρ’ ότι ο Αμερικανικός Οργανισμός Τροφίμων και Φαρμάκων (FDA) ενέκρινε το lecanemab, ο Ευρωπαϊκός Οργανισμός Φαρμάκων (EMA) απαγόρευσε την κυκλοφορία του φαρμάκου στην ευρωπαϊκή αγορά τον Ιούλιο του 2024, εκτιμώντας πως τα οφέλη του δεν υπερβαίνουν τον κίνδυνο να εμφανίσει ένας ασθενής σοβαρές παρενέργειες.
Οι επιστήμονες προσπαθούν ακόμη να καταλάβουν τον τρόπο με τον οποίο η άνοια προκαλεί ζημιά στον εγκέφαλο. Όπως τονίζει η Τζέιμς, η επιστημονική κοινότητα εξακολουθεί να έχει μεγάλα κενά όσον αφορά στην κατανόηση των 14 παραγόντων κινδύνου άνοιας της έκθεσης του The Lancet, αλλά και για το πώς αυτοί σχετίζονται με την επίδραση της άνοιας στον εγκέφαλο.
Η ειδικός ξεκαθαρίζει όμως επιπλέον πως ούτως ή άλλως οι προτάσεις της έκθεσης θα έπρεπε να ακολουθούνται από οποιονδήποτε θέλει να βελτιώσει συνολικά την υγεία του.
Πηγή: dw.com