To Γενικό Δικαστήριο της ΕΕ αποφάσισε σήμερα (17/7) ότι η Ευρωπαϊκή Επιτροπή δεν έδωσε στο κοινό επαρκώς ευρεία πρόσβαση σε ορισμένες λεπτομέρειες και ρήτρες των συμβάσεων αγοράς εμβολίων κατά της νόσου Covid-19.
Το Δικαστήριο της ΕΕ τονίζει ότι «η παράβαση αυτή αφορά ιδίως τους όρους των εν λόγω συμβάσεων οι οποίοι αφορούν την αποζημίωση, καθώς και τις δηλώσεις περί απουσίας συγκρούσεως συμφερόντων των μελών της διαπραγματευτικής ομάδας για την αγορά εμβολίων».
Το 2020 και το 2021, συνήφθησαν μεταξύ της Επιτροπής και φαρμακευτικών εταιρειών, συμβάσεις αγοράς εμβολίων κατά της Covid-19 και αποδεσμεύθηκαν περίπου 2,7 δισεκατομμύρια ευρώ, προκειμένου να πραγματοποιηθεί μια οριστική παραγγελία (για λογαριασμό των 27 κρατών-μελών) η οποία αφορούσε πάνω από ένα δισεκατομμύριο δόσεις εμβολίου.
Το 2021, βουλευτές του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και ιδιώτες ζήτησαν την πρόσβαση στις συμβάσεις αγοράς εμβολίων και σε ορισμένα συναφή έγγραφα, «προκειμένου να κατανοήσουν τους όρους και τις προϋποθέσεις τους και να βεβαιωθούν ότι διασφαλίζεται η προστασία του δημοσίου συμφέροντος». Βασίστηκαν στον ευρωπαϊκό κανονισμό του 2001 σχετικά με την πρόσβαση του κοινού σε έγγραφα από τα τρία μεγάλα θεσμικά όργανα της ΕΕ (Κοινοβούλιο, Συμβούλιο και Επιτροπή).
Ωστόσο, «η Επιτροπή παρέσχε μερική μόνον πρόσβαση στα έγγραφα αυτά» και ως εκ τούτου, ευρωβουλευτές και ιδιώτες άσκησαν προσφυγές ακυρώσεως ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου της ΕΕ. (σ.σ. Η προσφυγή ακυρώσεως αποσκοπεί στην ακύρωση πράξεων των οργάνων της Ένωσης που αντιβαίνουν στο δίκαιο της Ένωσης. Αν η προσφυγή είναι βάσιμη, η πράξη ακυρώνεται. Το κάθε όργανο της Ένωσης οφείλει να καλύψει το ενδεχόμενο κενό δικαίου που δημιουργεί η ακύρωση της πράξης.)
Με τις αποφάσεις του, το Γενικό Δικαστήριο δέχεται εν μέρει τις δύο προσφυγές και ακυρώνει τις αποφάσεις της Επιτροπής κατά το μέρος που περιέχουν πλημμέλειες.
Όσον αφορά τους όρους των συμβάσεων οι οποίοι αφορούν τηναποζημίωση των φαρμακευτικών εταιρειών από τα κράτη μέλη για τυχόν αποζημιώσεις τις οποίες οι εταιρείες αυτές θα έπρεπε να καταβάλουν σε περίπτωση ελαττώματος των εμβολίων τους, το Γενικό Δικαστήριο υπογραμμίζει ότι ο παραγωγός ευθύνεται για κάθε ζημία που οφείλεται σε ελάττωμα του προϊόντος του και η ευθύνη του δεν δύναται να περιοριστεί ή να αποκλειστεί έναντι του ζημιωθέντος με ρήτρα περιορισμού ή απαλλαγής από την ευθύνη, δυνάμει της οδηγίας 85/374 (για θέματα ευθύνης λόγω ελαττωματικών προϊόντων). Το Γενικό Δικαστήριο επισημαίνει, ωστόσο, ότι καμία διάταξη της οδηγίας αυτής δεν απαγορεύει σε τρίτο να επιστρέψει την αποζημίωση που κατέβαλε ένας παραγωγός λόγω ελαττωματικότητας του προϊόντος του.
Το Γενικό Δικαστήριο υπενθυμίζει ότι ο λόγος για τον οποίο οι όροι σχετικά με την αποζημίωση περιελήφθησαν στις συμβάσεις, ήτοι η αντιστάθμιση των κινδύνων τους οποίους ανέλαβαν οι φαρμακευτικές επιχειρήσεις και οι οποίοι συνδέονται με τη συντόμευση της προθεσμίας ανάπτυξης των εμβολίων, είχε εγκριθεί από τα κράτη μέλη και είχε δημοσιοποιηθεί. Το Γενικό Δικαστήριο διαπιστώνει ότι η Επιτροπή δεν απέδειξε ότι η παροχή ευρύτερης πρόσβασης στις εν λόγω ρήτρες θα έθιγε ουσιαστικά τα εμπορικά συμφέροντα των φαρμακευτικών εταιρειών. Ομοίως, η Επιτροπή δεν έδωσε επαρκείς εξηγήσεις από τις οποίες να προκύπτει με ποιον τρόπο η πρόσβαση στους όρους των συμβάσεων θα μπορούσε να θίξει συγκεκριμένα και ουσιαστικά τα εμπορικά συμφέροντα των φαρμακευτικών εταιρειών.
Το Γενικό Δικαστήριο εκτιμά ότι οι ενδιαφερόμενοι ιδιώτες απέδειξαν δεόντως τον συγκεκριμένο σκοπό δημοσίου συμφέροντος για τη γνωστοποίηση των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα των μελών της διαπραγματευτικής ομάδας για την αγορά εμβολίων.
Επιπλέον, το Γενικό Δικαστήριο κρίνει ότι η Επιτροπή δεν έλαβε επαρκώς υπόψη όλες τις κρίσιμες περιστάσεις προκειμένου να σταθμίσει ορθώς τα εμπλεκόμενα συμφέροντα, τα οποία σχετίζονται με την απουσία συγκρούσεως συμφερόντων και τον κίνδυνο προσβολής της ιδιωτικής ζωής των υποκειμένων των δεδομένων.
Υπενθυμίζεται ότι το 2021 μια έντονη διαμάχη ξέσπασε μετά την αποκάλυψη από τους New York Times, για ανταλλαγή μηνυμάτων SMS μεταξύ της προέδρου της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, Ούρσουλα φον ντερ Λάιεν και του διευθύνοντος συμβούλου της Pfizer, Άλμπερτ Μπουρλά. Το καλοκαίρι του 2022, ο Ευρωπαίος Διαμεσολαβητής επέκρινε την απροθυμία της Ευρωπαϊκής Επιτροπής να δώσει πρόσβαση σε δημοσιογράφο που ζήτησε να μάθει το περιεχόμενο αυτών των μηνυμάτων. Τον Οκτώβρη του 2022, η Ευρωπαϊκή Εισαγγελία ξεκίνησε έρευνα για αυτές τις αμφιλεγόμενες αγορές εμβολίων.
Σημειώνεται ότι οι περισσότερες δόσεις εμβολίων αγοράστηκαν από την αμερικανογερμανική Pfizer/BioNTech. Τα εμβόλια άλλων πέντε φαρμακευτικών εταιρειών εγκρίθηκαν από τον Ευρωπαϊκό Οργανισμό Φαρμάκων (Moderna, AstraZeneca, Janssen, Novavax και Valneva).
Πηγή: ΑΠΕ-ΜΠΕ