Στις 5 Ιουλίου 1824 σημειώθηκε η δεύτερη Μάχη του Μαραθώνος στην Ελληνική Ιστορία, αυτή τη φορά μεταξύ Ελλήνων και Οθωμανών Τούρκων σε αντίθεση με την πρώτη και σαφώς πιο γνωστή μεταξύ των Ελλήνων και των Περσών!
Η νεότερη Μάχη του Μαραθώνος διεξήχθη στη διάρκεια της Επαναστάσεως της του 1821, στην ομώνυμη περιοχή της Αττικής (συγκεκριμένα στην τοποθεσία Οινόη), με αντιπάλους τους Έλληνες υπό τους Ιωάννη Γκούρα και Διονύσιο Ευμορφόπουλο και τους Οθωμανούς Τούρκους υπό τον Ομέρ Πασά της Καρύστου. Και η δεύτερη μάχη του Μαραθώνα, της 5ης Ιουλίου 1824 έληξε, όπως και η πρώτη του 490 π.Χ., με την επικράτηση των ελληνικών όπλων.
Το 1824, η Ελλάδα μαστίζεται από μία αδελφοκτόνο, εμφύλια, σύγκρουση, την οποία διέκοψαν – στις 12 Ιουνίου 1824 – οι δύο αντιμαχόμενες παρατάξεις του Εμφυλίου, προκειμένου να αντιμετωπίσουν τον κοινό εχθρό. Τους Οθωμανούς Τούρκους.
Στα μέσα Ιουνίου 1824 ανατέθηκε στον Ομέρ Πασάς της Καρύστου η διεξαγωγή της επιχειρήσεως για την κατάληψη της Αττικής. Για την αντιμετώπισή του η ελληνική κυβέρνηση όρισε τοπικούς οπλαρχηγούς, ο καθένας με το δικό του σώμα ενόπλων, σε στρατηγικής σημασίας σημεία της Στερεάς Ελλάδος, προκειμένου έτσι να διακόψουν την πορεία των Οθωμανών προς την Αττική και την Πελοπόννησο.
Με το σκεπτικό αυτό προσέγγισε τον Στερεοελλαδίτη Γιάννη Γκούρα προκειμένου να ανακόψει την πορεία του Ομέρ Πασά προς την Αττική, προσφέροντάς του μάλιστα, μέσω του Προέδρου του Εκτελεστικού Γεωργίου Κουντουριώτη, τη θέση του «Φρουράρχου της Ακροπόλεως».
Στις αρχές Ιουλίου 1824, ο Ομέρ Πασάς, συμφώνως με τις διαταγές που είχε πάρει από τον Δερβίς Πασά, αποβιβάστηκε στην περιοχή του Ωρωπού με ένα στρατό αποτελούμενο από 2.000 γενιτσάρους, 1.000 τακτικούς στρατιώτες, ιππικό και πυροβολικό, που στρατοπέδευσε στο Καπανδρίτι και από εκεί ορμώμενος διενεργούσε καθημερινώς επιδρομές λεηλατώντας ολόκληρη την περιοχή.
Στις 3 Ιουλίου 1824, ο Γκούρας μαθαίνονταν για την παρουσία και τη δράση του Ομέρ Πασά στη Βορειοανατολική Αττική, αποφάσισε να τον αντιμετωπίσει και να «ξεμπερδέψει μια και καλή μαζί του», αν και είχε σαφώς ασθενέστερες δυνάμεις.
Ο στρατός του Γκούρα αποτελείτο από 600 άνδρες με τους οπλαρχηγούς Πρεβεζιάνο, Ρούκη και Μαμούρη, κινήθηκε προς τον Μαραθώνα, όπου έφθασε την επομένη 4 Ιουλίου 1824.
Πρώτη του ενέργεια ήταν η κατασκευή ενός αμυντικού τείχους από ξερολιθιές, που είχε ως βάση του ένα αρχαίο τείχος που βρισκόταν στην κορφή του λόφου της πεδιάδος της Οινόης, καθώς ήταν σίγουρος ότι από αυτόν τον παλαιό, αλλά διαχρονικώς σημαντικό δρόμο, θα περνούσε και ο Ομέρ Πασάς.
Πραγματικώς, στις 5 Ιουλίου 1824, εμφανίστηκε το στράτευμα του Ομέρ Πασά της Καρύστου και οι προφυλακές του άρχισαν την ανταλλαγή πυροβολισμών με τους ταμπουρωμένους Έλληνες. Ακολούθησε ένας σύντομης διάρκειας βομβαρδισμός των ελληνικών θέσεων από το Οθωμανικό πυροβολικό, που έρριψε εναντίον τους περίπου 50 οβίδες.
Αμέσως μετά, οι περίπου 2.000 γενίτσαροι διενέργησαν επίθεση, αλλά οι ταμπουρωμένοι Έλληνες μαχητές, την ανέκοψαν με αποφασιστικά και στοχευμένα πυρά και σε δεύτερο χρόνο τους έτρεψαν σε φυγή.
Λίγο αργότερα, και αφού οι Οθωμανοί ανασυγκροτήθηκαν, διενήργησαν και δεύτερη επίθεση εναντίον των ελληνικών θέσεων, με τους διοικητές αμφοτέρων να προσπαθούν να εμψυχώσουν τους δικούς του άνδρες ο καθένας.
Τη στιγμή που οι Οθωμανοί Τούρκοι επιτέθηκαν εκ νέου, στην κρίσιμη στιγμή της μάχης, εμφανίσθηκε ο οπλαρχηγός Διονύσιος Ευμορφόπουλος με ενισχύσεις από τον Ισθμό της Κορίνθου. Το γεγονός αυτό, της ελεύσεως δηλαδή των ενισχύσεων, προκάλεσε μία έκρηξη ενθουσιασμού από πλευράς των Ελλήνων μαχητών. Ο Γκούρας, μαζί με Χιλίαρχο Ιωάννη Ρούκη και τους άνδρες του, διενήργησαν ηρωική έξοδο από τις οχυρωμένες θέσεις τους και άρχισαν να καταδιώκουν τους Τούρκους, που τράπηκαν σε άτακτη φυγή, μπροστά στην ορμή των Ελλήνων, εγκαταλείποντας πίσω τους 260 νεκρούς, μεταξύ των οποίων και ο Ιμπραήμ διοικητής των Γενιτσάρων, και πολύ πλούσια λάφυρα.
Μετά τη νίκη του ο Γκούρας, ακολουθώντας μια άγρια τουρκική πολεμική συνήθεια («επινίκειο έθιμο»), απέστειλε στην Αθήνα – ως «δώρο» - τις κεφαλές 30 πεσόντων Τούρκων, μαζί με δύο πολεμικές σημαίες από τα λάφυρα, ενώ ο ίδιος υποστήριζε, με επιστολή του προς τους δημογέροντες των Αθηνών, ότι η νίκη του ήταν μεγαλύτερη από αυτή του Οδυσσέα Ανδρούτσου στο Χάνι της Γραβιάς, αφού «ενίκησαν εκεί όπου ενίκησε πάλαι ποτέ και ο Μιλτιάδης», όπως υποστήριζε χαρακτηριστικώς!
Την επομένη της μάχης και μετά την ήττα του ο Ομέρ Πασάς επέστρεψε στο στρατόπεδό του, στο Καπανδρίτι, ενώ οι Γκούρας και Ευμορφόπουλος επέστρεψαν θριαμβευτές στην Αθήνα, όπου ο πρώτος εκ των δύο ζήτησε από τους δημογέροντες να κηρύξουν γενική επιστράτευση, καθώς σκόπευσε να επιτεθεί εναντίον της εχθρικής βάσεως στο Καπανδρίτι, όπερ και εγένετο.
Μετά από μερικές μέρες ο Γκούρας ξεκίνησε επικεφαλής μίας δυνάμεως 2.000 ανδρών και κατέλαβε θέση στο Κατσιμίδι, ακριβώς απέναντι από τη θέση των Τούρκων του Ομέρ Πασά. Τότε όμως έφτασε η άσχημη είδηση στο ελληνικό στρατόπεδο ότι τουρκικός στρατός δυνάμεως 8.000 ανδρών ξεκίνησε από τη Λαμία με προορισμό την Αθήνα, γεγονός που υποχρέωσε τον Γκούρα να εγκαταλείψει όλες τις σκέψεις του για «ξεκαθάρισμα των λογαριασμών» του με τον Ομέρ Πασά, που θα οδηγούσε στην απομάκρυνση των Οθωμανών Τούρκων από την Αττική, προκειμένου να επιστρέψει στην Αθήνα και να οργανώσει την άμυνά της.