Στις 6 Νοεμβρίου 1912 σημειώθηκε η απελευθέρωση της Φλώρινας από τον Ελληνικό Στρατό με μία διαδικασία συνεννοήσεων και διαπραγματεύσεων, περισσότερο διαδικαστικού χαρακτήρος, που ολοκληρώθηκαν στις 8 Νοεμβρίου με τη θριαμβευτική είσοδο στην πόλη του Αρχιστρατήγου Διαδόχου Κωνσταντίνου στην πόλη και την τέλεση θριαμβευτικής δοξολογίας!
Με την κατάληψη της Θεσσαλονίκης, στις 26 Οκτωβρίου 1912, είχε επιτευχθεί ο βασικός αντικειμενικός σκοπός της Ελληνικής κυβερνήσεως, τόσο σε πολιτικό/διπλωματικό, όσο και σε επιχειρησιακό επίπεδο, με αποτέλεσμα το Γενικό Επιτελείο να στρέψει τώρα το ενδιαφέρον του και να μετακινήσει κάποιες δυνάμεις του προς τη Δυτική Μακεδονία για να καταλάβει όσες περισσότερες πόλεις και εδάφη μπορούσε προς τον άξονα του Μοναστηρίου, από τον οποίο κατέβαιναν ήδη προς τη Φλώρινα οι νικηφόρες σερβικές δυνάμεις!
Παράλληλα, πρότεινε στο Υπουργείο Στρατιωτικών την αποστολή στρατιωτικών αγημάτων στην Καβάλα και την Αλεξανδρούπολη, όπου δεν υπήρχαν τουρκικές στρατιωτικές δυνάμεις, για την de facto κατάργηση της τουρκικής διοικήσεως και την ανάληψη της εξουσίας από τους Έλληνες.
Συμφώνως με τον σχεδιασμό του Ελληνικού Γενικού Επιτελείου η προς βορρά προέλαση στη Μακεδονία, θα γινόταν με τρεις ομάδες προς ισάριθμες κατευθύνσεις:
--- Η Αριστερή Ομάδα, με το Τμήμα Στρατιάς Κοζάνης (V Μεραρχία, Απόσπασμα Ευζώνων Γεννάδη, ΙΙΙ/24 Τάγμα Πεζοναυτών, και διλοχία του 20ου Συντάγματος Πεζικού) θα παρέμενε στην περιοχή Κοζάνης.
--- Η Ομάδα του Κέντρου (Ι, ΙΙΙ, IV, VI Μεραρχίες και Ταξιαρχία Ιππικού μείον ένα σύνταγμα Ιππικού), υπό τις άμεσες διαταγές του Αρχιστράτηγου, αφού συγκεντρωνόταν στην περιοχή Γιαννιτσών και Έδεσσας, στη συνέχεια θα κατευθυνόταν στο υψίπεδο της Φλώρινας και θα ενεργούσε κατά του τουρκικού στρατού που βρισκόταν στην περιοχή του Μοναστηρίου.
--- Η Δεξιά Ομάδα (ΙΙ, VII Μεραρχίες, Απόσπασμα Ευζώνων Κωνσταντινοπούλου και ένα σύνταγμα Ιππικού) θα παρέμεινε στη Θεσσαλονίκη, με αποστολή την απελευθέρωση της ενδοχώρας της Θεσσαλονίκης.
Στο πλαίσιο αυτό λοιπόν, το πρωί της 30 Οκτωβρίου 1912, η «Ομάδα Κέντρου» ξεκίνησε την προέλασή της προς τα δυτικά. Μέχρι το βράδυ της 6 Νοεμβρίου 1912 είχε φθάσει στη γενική γραμμή Ξυνό Νερό – Αμύνταιο – Άρνισσα, με την Ταξιαρχία Ιππικού στην περιοχή της Άρνισσας και αποστολή της όπως την επομένη μέρα, 7 Νοεμβρίου, το 1ο Σύνταγμα Ιππικού να προελάσει προς τη Φλώρινα.
Στις 6 Νοεμβρίου 1912, το πρωί, οι Μωαμεθανοί προεστοί της Φλώρινας, βλέποντας την προέλαση του Ελληνικού Στρατού, συγκεντρώθηκαν στον Τεκέ της πόλεως, προκειμένου να συζητήσουν και να αποφασίσουν τι θα κάνουν κάτω από την πίεση της καταστάσεως. Συμφώνησαν να επικοινωνήσουν και να συναντηθούν με τον Μητροπολίτη Πολύκαρπο και μερικούς ελληνικής καταγωγής προκρίτους. Έστειλαν εκπροσώπους στον Μητροπολίτη, ζητώντας του να επισκεφθεί τον Τεκέ για να συζητήσουν τι θα κάνουν. Τελικώς, ο Μητροπολίτης, παρά τους αρχικούς δισταγμούς του δέχτηκε και πήγε στον Τεκέ παίρνοντας μαζί του και δύο επιφανείς Έλληνες προκρίτους.
Εκεί, χωρίς περιστροφές οι Οθωμανοί του εξήγησαν ότι θέλουν να παραδώσουν την πόλη στους Έλληνες και γι’ αυτό αποφασίστηκε να αποστείλουν επιτροπή στον Υποστράτηγο Γεννάδη, που βρίσκονταν στο Αμύνταιο, όπερ και εγένετο, και την εφοδίασαν και με το σχετικό έγγραφο όπου διατυπωνόταν η επιθυμία τους να παραδοθούν, καθώς και με ένα «συνοδευτικό» τρόπον τινά, έγγραφο του Μητροπολίτη Πολυκάρπου προς τον Υποστράτηγο Γεννάδη.
Το πρωί της 7 Νοεμβρίου 1912, το 1ο Σύνταγμα Ιππικού, με διοικητή τον Αντισυνταγματάρχη Ιππικού Κωνσταντίνο Ζαχαρόπουλο, κινήθηκε προς τη Φλώρινα, προσπερνώντας την VI (6η) Μεραρχία και φθάνοντας στο σιδηροδρομικό σταθμό Βεύης, από όπου και συνέχισε προς τη Φλώρινα.
Περίπου στις 11:30, οι Έλληνες ιππείς κατέλαβαν το σιδηροδρομικό σταθμό της Φλώρινας, έξω από την πόλη, όπου κυρίευσαν άθικτο πλήθος, πολύτιμο, σιδηροδρομικό υλικό (ανάμεσά του 12 ατμομηχανές και 300 σιδηροδρομικά οχήματα), ενώ συνέλαβαν περίπου 100 αιχμαλώτους και κυρίευσαν άφθονο πολεμικό υλικό.
Ο Ζαχαρόπουλος με τους ιππείς του συνέχισε την προέλασή του, προς τη Φλώρινα, από όπου διέκρινε μεγάλη τουρκική φάλαγγα να συμπτύσσεται από το Μοναστήρι, διά μέσου της Φλώρινας, προς το Πισοδέρι.
Ο ίδιος επιτάχυνε την κίνησή του και στις 13:30 η εμπροσθοφυλακή του, με επικεφαλής τον Μεσολογγίτη Επίλαρχο Ιωάννη Άρτη, έφθασε έξω από τα πρώτα σπίτια της Φλώρινας, οπότε κάλεσε τις τουρκικές αρχές να δηλώσουν υποταγή και να του παραδώσουν την πόλη.
Στο κάλεσμα για παράδοση της Φλώρινας του Έλληνος Επιλάρχου του απάντησε επιτροπή αποτελούμενη από τον Μητροπολίτη, τον Ραβίνο και τον Μουφτή παρουσιάστηκε ενώπιόν του, δηλώνοντας ότι η πόλη παραδίδεται στον Ελληνικό Στρατό.
Το απόγευμα της 7 Νοεμβρίου, το 1ο Σύνταγμα Ιππικού εισήλθε στην πόλη, αφόπλισε τα εκεί ευρισκόμενα τουρκικά τμήματα, αποτελούμενα από περίπου 1.300 άνδρες, και συνέχισε άμεσα την καταδίωξη μέχρι το βράδυ της ίδιας μέρας της τουρκικής δύναμης που συμπτυσσόταν προς το Πισοδέρι.
Στις 8 Νοεμβρίου 1912, εισήλθε θριαμβευτής στη Φλώρινα και ο Αρχιστράτηγος Διάδοχος Κωνσταντίνος, με το Επιτελείο του, και έγινε δεκτός από το σύνολο των κατοίκων της πόλεως, ανεξαρτήτως θρησκεύματος, με ενθουσιώδεις ζητωκραυγές και εκδηλώσεις.
Αξίζει να επισημανθεί ότι λίγο μετά την παράδοση της Φλώρινας στους Έλληνες, κατέφθασε στα περίχωρα της πόλεως και μία ίλη Σερβικού ιππικού, ζητώντας την άδεια όπως να ξεκουραστεί και να διανυκτερεύσει στην πόλη. Η άδεια τους δόθηκε, στο πλαίσιο της «συμμαχικής αλληλεγγύης», αλλά μετά οι Σέρβοι ήγειραν – και αυτοί όπως προηγουμένως και οι Βούλγαροι στη Θεσσαλονίκη – «δικαιώματα» στην πόλη. Το όλο θέμα όμως διευθετήθηκε χωρίς περαιτέρω ζητήματα, μετά από απευθείας επικοινωνία, μεταξύ του Διαδόχου Κωνσταντίνου και του Σέρβου αρχιστρατήγου, προς τον οποίον ο Έλλην Αρχιστράτηγος με επιστολή του εξέθεσε την ελληνική θέση στην κατοχή της πόλεως, που είναι αδιαπραγμάτευτη. Και το θέμα έληξε εκεί οριστικώς.